Διακόπτει. Τον κοιτάει περιμένοντας να τη βοηθήσει.
"Με άλλα ανερμάτιστα τσόκαρα."
Δείχνει αγριεμένη.
Προτιμώ να θυμάμαι άλλες παραμονές Πρωτοχρονιά όπως εκείνη με τις νεαρές Μεξικάνες με μαγιό, με τα μαλλιά τυλιγμένα σε ρολά για τη βραδινή τους κόμμωση να λιάζονται στις πισίνες του Ακαπούλκο. Θυμάμαι όμως πολύ καλά το γύρισμα από τον 19ο αιώνα στον 20ό, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στον Πύργο των W.
Ο μέγιστος Έλληνας διηγηματογράφος σε μια ανάγνωση που έχει μείνει κλασική. Ακούγονται κατά σειρά τα διηγήματα: 1. Υπηρέτρα, 2. Το σπιτάκι στο λιβάδι, 3. Φώτα ολόφωτα, 4. Ωχ, βασανάκια, 5. Το καμίνι, 6. Το μοιρολόγι της φώκιας 7. Έρωτας στα χιόνια .
Πατώντας lifo.gr θα σας εμφανιστεί το άρθρο.
Το ξαναλέω, είμαι φαν της Ζυράννας Ζατέλη από την εποχή της "Περσινής αρραβωνιαστικιάς" (1984) . Ως τέτοιος αναρτώ εδώ ένα άρθρο της που το εντόπισα στην Athens Voice. Ο Μάκης Προβατάς, που αρθρογραφεί σ'αυτήν, με αφορμή τα 15α γενέθλια της Athens Voice είχε την ιδέα να απευθυνθεί σε 15 εμβληματικούς κατοίκους της Αθήνας ζητώντας τους να περιγράψουν μια περιοχή της πόλης, την πιο σημαντική της ζωής τους. Στο τέλος του άρθρου, μπορείτε να διαβάσετε τις ιστορίες των Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, Μαρία Ευθυμίου, Διονύση Σιμόπουλου και Μανόλη Κορρέ, Νάνου Βαλαωρίτη, Τίτου Πατρίκιου, Κώστα Τσόκλη, Σταμάτη Φασουλή, καθώς και των υπολοίπων 6.
Τα συναπαντήματα με παλιές αγάπες, δεν είναι ανώδυνα. Είναι σαν εκείνες τις πόλεις που αν και όμορφες δε θέλεις να πας, γιατί σε πλήγωσαν ή σου άφησαν μια πίκρα. Είναι όμως και κάτι διαολεμένα πρωινά που καταφέρνουν να λαφρύνουν μια παλιά σχέση από την ένταση του χωρισμού της. Και τότε σκέφτεσαι μια νέα συνάντηση, ακόμα και χωρίς οποιονδήποτε στόχο. Ήθελα να ξέρω αν ήταν στο γραφείο της, πριν την επισκεφτώ. Τηλεφώνησα και το σήκωσε η ίδια. Η ψυχή μου σκιρτούσε, μα δε μίλησα. Θα την ξάφνιαζα να με δει. Ύστερα θα σκαρφιζόμουνα κάτι για την επίσκεψη. Ήταν εκεί. Αυτό μόνο ήθελα.
Και τώρα η Έμιλυ έπαιζε ένα σόλο, κάτι που με έκανε να αμφιβάλλω αν είχα διαβάσει σωστά το πρόγραμμα. Ίσως επρόκειτο για σόλο ρεσιτάλ.
Ενώ έπαιζε, αναγνώρισα το κομμάτι. Ήταν η Σακόν (Chaconne) του Μπαχ ( Άιζεναχ, 1685 - Λειψία, 1750)
- Την ξέρεις;
- Ναι.
Ένα από τα ωραιότερα κομμάτια που έχουν γραφτεί για βιολί. Ο Γιοχάνες Μπραμς έγραψε για τη Σακόν του Μπαχ ένα γράμμα στην Κλάρα Σούμαν, λέγοντας πως μέσα σε λίγα λεπτά περιέγραφε κάθε δυνατή συγκίνηση και ότι, αν το είχε γράψει ο ίδιος, δηλαδή ο Μπράμς, σίγουρα θα είχε τρελαθεί.*
Μόλις έληξαν οι συμβάσεις εργασίας μου, τρία πολύτιμα πρωινά του Ιουλίου, στον ΟΑΕΔ του Πειραιά, ως άνεργη υπέμενα, τον εξευτελισμό, την ταλαιπωρία τον παραλογισμό και κυρίως την πίκρα. Μια πίκρα που σωματοποιήθηκε, αλλοίωσε τους γευστικούς μου κάλυκες εξαφανίζοντας την αίσθηση του γλυκού, και κανένα ουμάμι δεν μπορούσε να ισορροπήσει τη γεύση. Τα λόγια μου τσάκιζαν πικραμύγδαλα.
Το τέταρτο πολύτιμο πρωινό, πριν χαράξει, σηκώθηκα αποφασισμένη.
Ήταν όνειρο της αυγής, πραγμάτωση της πολύτροπης νόησης;
«Η Κυριακή δεν διαφέρει σε τίποτα από τις άλλες μέρες! Ναι, μπορείς να κάνεις και φακές, τι έχουν δηλαδή οι φακές; Ωραίες είναι...» είπε το βλαστάρι της μ’ εκείνη τη βεβαιότητα των νέων, τόσο υπεροπτική, αναντίρρητη και εύθραυστη, σαν το γυαλί την κόψη του. Εκείνη δεν μίλησε, μόνο κανόνισε ένα φαγητό που τους άρεσε. Γλυκό; Έχει καιρό που δεν κάνει πια γλυκά, απ’ όταν χήρεψε, αυτό αραίωσε, η χαρά της ετοιμασίας των γλυκών. Η Κυριακή, μα πώς δεν διαφέρει;
Πρωτοδιάβασα Γ. Βιζυηνό (Βιζύη Τουρκίας, 1849 - Αθήνα, 1896) στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 (ΒΙΠΕΡ, δρχ.28, σελ.400) σε πολυτονικό, βεβαίως. Διάβασα σαν ‘αποφασισμένος αναγνώστης’(Μ.Φάις), διόλου όμως προετοιμασμένος, ευτυχώς. Διάβασα σαν ‘’σκυθρωπό παιδί’’(Μ.Φ.) που δεν είχε ταξιδέψει στη Θράκη. Μόνο απ΄το χωριό του στην Πελοπόννησο ως την Αθήνα για τις σπουδές. Είδα έναν κόσμο που δεν υπήρχε πια. Δεν ήταν ο κόσμος του δικού μου χωριού αλλά θα μπορούσε και να είναι. Μια μάνα με ανθρώπινες αδυναμίες. Αρρώστια και θάνατος στο σπίτι.