Διηγήματα (198)
Μια φορά κι έναν καιρό στα Φαλάσαρνα, του Παντελή Μπουκάλα
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΠαραείναι μικρή η Ελλάδα για να χλευάζει άλλες χώρες σαν κρατίδια. Και παραείναι μεγάλη για να προλάβεις να γνωρίσεις έστω το ένα τρίτο της ομορφιάς και της αλήθειας της. Πόσο ξέρουν οι στεριανοί τους θαλασσινούς της και οι Νότιοι τους Βόρειούς της -και αντιστρόφως- είναι ένα ερώτημα με εύκολη την απάντησή του - και δεν είναι ζήτημα γεωγραφίας. Κι έχει και τα νησιά του ο τόπος μας, να τον πολλαπλασιάζουν. Κι έτσι όπως κανένα τους δεν μοιάζει με κανένα άλλο, δεν σου επιτρέπουν να πεις πως αν πας σε ένα είναι σαν να 'χεις πάει σε πέντε ή και σε δέκα. Θα τα αδικήσεις και θα τα προσβάλεις.
Λίγα δώρα από το Δώρο του Στέφανου Ξενάκη
Επιλέγων ή Συντάκτης Φώτης Νυχτολέας
Το Δώρο του Στέφανου Ξενάκη αποτελεί ένα Τετράδιο Θαυμάτων. Κάθε μέρα είναι ένα Δώρο. Να το ανοίγεις. Μην το πετάς. Η ζωή η ίδια είναι Δώρο. Να τη ζεις. Μην την προσπερνάς.
Το Δώρο εκτυλίσσεται μέσα από μια σειρά καθημερινών ιστοριών, μια σειρά θαυμάτων που συμβαίνουν σε όλους μας. Αυτά που συχνά τα προσπερνάμε.
Διαβάζοντας τη μία ιστορία μετά την άλλη, αργά αλλά σταθερά, θα βυθιστείς στον εσωτερικό σου κόσμο, θα αναμετρηθείς με τις αποφάσεις που έχεις πάρει, με τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεσαι, με τον τρόπο με τον οποίο ζεις. Και δεν θα ξεχάσεις ούτε στιγμή ότι η ζωή η ίδια είναι Δώρο.
Σινέ Τρύπα, του Μήτσου Ευαγγέλου
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΈνας τοίχος ήτανε, που στεκότανε μονάχος πάνω από δέκα χρόνια. Μέχρι το Γενάρη του 44, ήταν η Ανατολική πλευρά ενός μονόχωρου σπιτιού με κεραμιδοσκεπή. Σ'αυτό ερχόταν κι έμενε καλοκαίρι καιρό ο Τζίμης, μετανάστης στον Καναδά από τα είκοσί του χρόνια! Όταν πενηντάρισε, άρχισε να περνά έναν μήνα στην Πατρίδα κάθε χρόνο. Είχε βάλει σκοπό να βρει γυναίκα, να παντρευτεί. Τα προξενιά που του έφερναν ήταν για μεγαλοκοπέλες, όχι ιδιαίτερου κάλλους που τα απέρριπτε ασυζητητί.
Η καρδιά του λαχταρούσε φρέσκια και νοστιμούλα συμβία κι όχι κατιμάδες, απ'αυτές μάτσο εύρισκε στο Τορόντο.
Η ΓΗ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ, του Χρήστου Χρυσόπουλου
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΥπάρχουν στιγμές που ο θυμός σε αιχμαλωτίζει. Θέλεις να αποφύγεις το ξέσπασμα, προσπαθείς να βρεις διέξοδο, μα δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποφύγεις τον θυμό, παρά μόνο μέσα από τον θυμό. Καλύτερα τότε όλα να γίνουν γρήγορα, ελπίζοντας ότι όλα θα περάσουν μεμιάς. Ανώδυνα. Δίχως να μείνει επάνω μας το ίχνος της οργής.
Επιβάτης 1: Τι κοιτάς ρε;
Επιβάτης 2: Συγγνώμη;
Επιβάτης 1: Λέω, τι κοιτάς;
Επιβάτης 2: Τίποτα.
Στάση Τέρμα – ή Αφετηρία, του Γιώργου Σκαρμπαδώνη
Επιλέγων ή Συντάκτης Μανώλης ΡοσμαράκηςΜεγάλωσα στην περιοχή Χαριλάου, στη φτωχοσυνοικία ακριβώς κάτω από το άλσος της Νέας Ελβετίας, στην οδό Νέα Ηρακλέους 47, σε μια μονοκατοικία τεσσάρων δωματίων με ελάχιστη αυλή. Και δεν ξέρω τι σχέση μπορεί να έχει αυτό το δασάκι πεύκων με τη Ζιρίχη ή τη Λοζάνη και το ονόμασαν Νέα Ελβετία – ίσως την ίδια που έχει στη Χαλκιδική η Σίβηρη με τη Σιβηρία.
Στη γειτονιά υπήρχαν μόνο χωματόδρομοι και η απόσταση απ’ το σπίτι ως την αφετηρία των λεωφορείων Χαριλάου, στην προέκταση της οδού Νέας Ηρακλέους, ήτανε γύρω στο χιλιόμετρο. Ξεποδάριασμα. Οπότε, όλο τον χειμώνα και κάθε χειμώνα επί τριάντα χρόνια, για να πάρουμε το λεωφορείο περπατούσαμε χίλια μέτρα λάσπης κι άλλα τόσα στην επιστροφή.
Μίμης ο ψαράς, του Διονύση Χαριτόπουλου
Επιλέγουσα ή Συντάκτρια Σούζη ΠαλαιοκώσταΈχω έναν πολύτιμο φίλο, λεβεντάνθρωπο και έξω καρδιά. Κάποιοι θα τον έλεγαν και ιδιόρρυθμο. Εγώ όχι.
Έβγαλε το Βαρβάκειο, έβγαλε το Οικονομικό Πανεπιστήμιο αλλά έκανε καριέρα ψαρά στη Βαρβάκειο Αγορά.
Δεν άντεχε να κλειστεί σε γραφείο.
Προτιμούσε να πουλάει ψάρια, να φωνάζει και να καλαμπουρίζει ελεύθερος.
Φεύγει ο χειμώνας, πνίγονται οι βροχές του, της Χρύσας Φωτοπούλου
Επιλέγων ή Συντάκτης Φώτης Νυχτολέας
ΦΕΥΓΕΙ Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ, ΠΝΙΓΟΝΤΑΙ ΟΙ ΒΡΟΧΕΣ ΤΟΥ στον υπόνομο, καταρρέουν οι βιτρίνες του -λουλούδια και κουφετί υφάσματα συνοψίζουν την άνοιξη, που έρχεται με αέρα από τη δεκαετία της επανάστασης.
ΒΗΧΩ ΚΑΙ ΦΤΑΙΝΕ ΟΙ ΝΕΡΑΤΖΙΕΣ, ΠΟΥ ΒΑΡΑΙΝΟΥΝ από γονιμότητα και αισιοδοξία. Αλλεργική. Και στον γάτο του διπλανού μπαλκονιού, που θέλει χειραψία με την ουρά του, αλλά του νιαουρίζω το εμπόδιο και μάλλον δείχνει να καταλαβαίνει. Περισσότερο φως. Με διάρκεια. Μαζί με τους υπόλοιπους λογαριασμούς και μια ανώνυμη ειδοποίηση ότι θα ερωτευτούμε κάπου στα μέσα του Απρίλη.
Η "σινεματζού" Ζυράννα Ζατέλη σε πρώτο παιδικό πρόσωπο στο Σοχό, από το doctv
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης Ιγνατιάδης«Αν ήταν δυνατόν να ξαναγυρίσω σ' εκείνη την εποχή, δεν θα ήθελα ν' αλλάξω τίποτα. Ούτε και θα ήθελα ακριβώς να ξαναγυρίσω»
ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ
ΤΑ ΠΕΡΑΣΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΒΟΥΝΟ -στα μάτια μου τότε πολύ μεγάλο, το δικό μου «Μαγικό Βουνό»-, σε μια επαρχία καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, βορειοανατολικά, με το όνομα Σοχός. Οικοκυρά η μάνα μου, έμπορoς ο πατέρας μου. Το τοπίο ήταν αγροτικό, γενναιόδωρο, θυμάμαι στις ίδιες αναλογίες ανθρώπους και ζώα, σπίτια και χωράφια, πολλές καστανιές, πολλές καρυδιές, πολλά καπνοχώραφα, πολλές μπόρες, πολλές ξέρες.
Πως μαθαίνει κανείς να είναι νεκρός, του Ίταλο Καλβίνο, dimart
Επιλέγων ή Συντάκτης Μανώλης ΡοσμαράκηςΤο τελευταίο διήγημα του Πάλομαρ (μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης, Αστάρτη 1985, Καστανιώτης 2011) «Πώς μαθαίνει κανείς να είναι νεκρός». Σε αυτό, το τελευταίο διήγημα του τελευταίου βιβλίου που δημοσίευσε λίγο προτού πεθάνει ο Ίταλο Καλβίνο ( Σαντιάγκο Κούβας, 1923 - Σιένα Ιταλίας,1985) η τελευταία λέξη είναι: «πέθανε». Τα αποσπάσματα του διηγήματος προέρχονται από blog «τα εν οίκω μη εν δήμω». ]
Είναι κάτι γυναίκες που περνούν, μπορούσαν να' ναι μάνες μου, της Fotini Naoum, από το fb
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης Ιγνατιάδηςκάτι μεγαλύτερο από αυτές. Κρατούν συχνά σακούλες, μα κι οι τσάντες θυμίζουν μπόγους που κουβαλούν με δυσαρέσκεια. Έχουν χάσει τη θηλυκή τους υπόσταση. Τα πρόσωπα θυμίζουν χωράφι και σκασμένους δρόμους. Δεν διαλέγουν τα ρούχα τους. Φορούν πρόχειρα ότι βρουν και πάνε. Ένας αόρατος ζυγός τις τραβά προς τα κάτω, είθε να τις τράβαγε εντός.