
Διηγήματα (212)
Οι γιαγιάδες που λείπουν, της Τασούλας Επτακοίλη, από το fb
Επιλέγουσα ή Συντάκτρια Ράνια ΡοκιάΟι γιαγιάδες μας πήγαιναν για μπάνιο νωρίς το πρωί. «Πριν μας κάψει το λιοπύρι». Φορούσαν το μαγιό τους (ολόσωμο μαύρο ή μπλε συνήθως), το αμάνικο πετσετέ φόρεμά τους (εμπριμέ ή ριγέ) και το πλατύγυρο καπέλο τους, και έβαζαν τα «σύνεργα» της παραλίας σε μια μεγάλη ψάθινη τσάντα: την πετσέτα τους, ένα θερμός με παγωμένο νερό, ένα ταπεράκι με λίγες φέτες καρπούζι ή πεπόνι ή ένα-δυο τσαμπιά σταφύλι και μερικά παξιμάδια, και το τελευταίο Ρομάντσο, μεταξύ άλλων. Εμπαιναν στο λεωφορείο χαμογελαστές κι αν τύχαινε να έχουν πάρει κι εμάς μαζί τους, έκαναν παζάρια για το εισιτήριο. «Μισό κόψε για το παιδί! Μην το βλέπεις έτσι ανεπτυγμένο, κύριε εισπράκτορα, ούτε οκτώ χρόνων δεν είναι ακόμη…».
Οι γιαγιάδες μας έστρωναν την ψάθα τους κάτω από αλμυρίκια ή πεύκα. Φορούσαν τα πλαστικά παπούτσια και το σκουφάκι τους, με τα ανάγλυφα λουλουδάκια, βεβαιώνονταν ότι έχουμε βάλει σωστά τα μπρατσάκια μας κι έμπαιναν στη θάλασσα κρατώντας μας σφιχτά από το χέρι. Κολυμπούσαν στα ρηχά, έκαναν πηγαδάκια με τις φίλες τους, μιλούσαν χαμηλόφωνα όταν η κουβέντα γύριζε στο κουτσομπολιό, γελούσαν δυνατά. Και ποτέ δεν μας έχαναν από τα μάτια τους. «Μην ξανοίγεσαι, να πατώνεις!». «Βάλε το καπέλο σου, θα πάθεις ηλίαση!».
Οι γιαγιάδες μας γύριζαν στο σπίτι την ώρα που έπρεπε να πάρουμε το φαγητό από τον φούρνο. Γιουβέτσι ή κατσικάκι με πατάτες ή παστίτσιο ή γεμιστά που εκείνες είχαν φτιάξει –«για να ξεκουραστεί, επιτέλους, κι η μάνα σου»– σχεδόν αξημέρωτα. Εφτιαχναν σαλάτα, έκοβαν ψωμί, έβγαζαν τις μπίρες από το ψυγείο, γέμιζαν μια καράφα με νερό, έστρωναν τραπέζι για παιδιά και εγγόνια. «Θα ξαπλώσω λίγο, να ξεκουραστώ, και το απόγευμα θα πάμε για παγωτό. Αν είσαι καλό παιδί και δεν κάνεις φασαρία, θα σου πάρω και Μίκυ Μάους», έσκυβαν και μας έλεγαν συνωμοτικά καθαρίζοντάς μας ένα ροδάκινο ή ένα σύκο στο τέλος του γεύματος.
Οι γιαγιάδες μας έλεγαν ιστορίες συναρπαστικές, μας διάβαζαν παραμύθια, άκουγαν τα παράπονά μας. Σπάνια μας μάλωναν κι όταν η μαμά τύχαινε να βγάλει την παντόφλα για να μας φοβερίσει, έπειτα από κάποια δική μας σκανταλιά, εκείνες άνοιγαν σαν φτερούγες τα χέρια τους και μας έκλειναν σε αγκαλιές-φωλιές.
Χωρίς τις γιαγιάδες μας το παζλ του καλοκαιριού θα παραμένει ημιτελές. Οσα χρόνια κι αν περάσουν, ακόμη κι όταν κάποιοι γίνουν γιαγιάδες και παππούδες οι ίδιοι, ένα κομμάτι του πάντα θα λείπει. Θα το γεμίζουμε με αναμνήσεις, με νοσταλγία και με την αγάπη που, όσο αναπνέουμε, θα αισθανόμαστε για τις «δυο φορές μαμάδες μας».
Από το ΖΩΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ, https://www.facebook.com/profile.php?id=61569178355396
"Η ντροπή ντροπή δεν έχει", διήγημα της Ελένης Νανοπούλου
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΚι όμως να ντρέπεσαι για την ντροπή σου βασανιστικό γίνεται καμιά φορά. Το δεκατριάχρονο κορίτσι με το ποδήλατο έπαιρνε την στροφή για το σχολείο καθημερινά χωρίς να κοιτάξει απέναντι τα τρία αδελφικά σπίτια με τις ωραίες κοπέλες -ξαδέλφες- σε ηλικία γάμου. Τι δουλειά είχε με τις μεγάλες, τι να πει, μόνο κλεφτά να τις θαυμάζει μπορούσε. Αν, βέβαια, ερχόταν κατά μέτωπο μια καλημέρα το πρωί, ένα γειά σας το μεσημέρι, τα έλεγε, αναγκαστικά. Αλλά και με τους άλλους χωριανούς απέφευγε τα πολλά πολλά.
Πρέπει να βιαστώ ( διήγημα της Ζέτας Κουντούρη)
Επιλέγουσα ή Συντάκτρια Ράνια ΡοκιάΞέρω πως κάποια στιγμή θα το κάνω. Θα διαλέξω μια αφέγγαρη νύχτα του Σεπτέμβρη, στα τέλη του καλοκαιριού, με το κύμα να σκάει με δύναμη πάνω στα βράχια της παραλίας, εκεί όπου βρίσκεται το σπίτι μας. Θα τον έχω αφήσει να φύγει ήρεμος, χωρίς να έχει προηγηθεί ένας από τους συνηθισμένους καβγάδες μας, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς μειώνονται και πάνε. Θα τον έχω μάλιστα αφήσει να ελπίζει, για να μην πω να είναι σίγουρος, πως θα υποχωρήσω και θα του δώσω τελικά το διαζύγιο που τόσο πολύ ποθεί. Και μάλιστα, με τους όρους που ο ίδιος επιθυμεί. Οι κόρες μου θα κοιμούνται χαρούμενες κι αμέριμνες στο παιδικό τους δωμάτιο, αφού θα τις έχει φιλήσει και θα έχει παίξει μαζί τους, όπως το συνηθίζει τον τελευταίο καιρό.
Η ψυχή του θα γίνει θάλασσα. Κάθε Κυριακή, ανεβαίνει στην ταράτσα, απλώνει ασπρόρουχα και ψιθυρίζει στιχάκια, της Χαριτίνης Ξύδη, από το fb
Επιλέγουσα ή Συντάκτρια Ράνια ΡοκιάΔουλεύει οικοδομή. Καπνίζει αρειμάνια, στον δρόμο της επιστροφής, εξοντωμένος από το επικίνδυνο κάτεργο της εργασίας του.
Του αρέσει να χαζεύει τις εισόδους στα μπορντέλα, Τρούμπα και Φυλής, αλλά δεν μπαίνει μέσα.
Κάποτε, έκανε βόλτα, Σαββατόβραδο, Σόλωνος, Συγγρού, λεωφόρο ΝΑΤΟ. Πίνει καμιά ρακή, αραιά και πού, στα καφενεία της Μιχαήλ Βόδα.
Αγοράζει λαϊκό λαχείο.
Στο προσκεφάλι του έχει το εικόνισμα της Παναγίας.
Παλαιότερα, έκανε άλλη δουλειά. Καθάριζε τα φτωχά μνήματα στο Σχιστό. Πέντε κομμάτια μαρμαρόπλακα, ένας σταυρός, δύο γεράνια.
Χαριτίνη Ξύδη: Mνήμη Κωστή Παπαγιώργη, από το fb
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΚωστής Παπαγιώργης (Νεοχώρι Υπάτης, 20 Νοεμβρίου 1947- Αθήνα, 21 Μαρτίου, 2014). Τα έργα του biblionet.gr
Είχαμε πιει πολύ όταν φτάσαμε στο ΚΤΕΛ. Πήραμε το λεωφορείο. Στην Εθνική μέτραγε τις πινακίδες τη μία μετά την άλλη· ντόμινο. Στο τέλος τις μπέρδεψε τον πήρε ο ύπνος έγειρε το κεφάλι του στα γόνατά μου. Κάποτε αναστέναζε μπορεί και να έκλαιγε μετρούσε ακόμη πινακίδες δυσκολευόμουν να τον κοιτάξω ήμουν κι εγώ ζαλισμένη. Στον ύπνο του έλεγε ονόματα από χωριά· νόμιζε πως ήταν Κυριακή.
Χάραζε όταν μπαίναμε στους Ψαράδες· ξύπνησε απότομα εδώ ήταν το πατρικό μου, είπε· να δες. Και είδα.
Πηγαίνοντας παραμονή πρωτοχρονιάς σε μια κρύα γιορτή, της Olia Lazaridou, από το fb
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΗ πιο μεγαλη ωρα ειναι τωρα, σιγοτραγουδαω απο μεσα μου πανω στο μηχανακι,μεσα στο ελαφρυ χιονονερο, πηγαινοντας παραμονη πρωτοχρονιας σε μια κρυα γιορτη.
Φοβαμαι πως ουτε μια πενια της προκοπης δε θαχει, ουτε μια γυροβολια, ουτε ενα τραγουδακι ωραιο, μονο αυτα τα συνηθισμενα φριχτα αλφα :Ανία …Αγωνία… Ανοησία…
Τι ηταν αυτο που μ εκανε να σταματησω το μηχανακι στη μεση του δρομου, να μαζεψω αυτο το συγκεκριμενο βρεγμενο απ το χιονονερο χαρτακι, το μκροσκοπικο, το διπλωμενο στα δυο….Να το ξεδιπλωσω και να διαβασω:
Η ΦΑΤΝΗ ΤΗΣ «ΣΕΧΡΑΖΑΤ» του Θωμά Κοροβίνη - στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο - από το fb
Επιλέγων ή Συντάκτης Μανώλης Ροσμαράκης-Ως φόρο τιμής στο θείον πνεύμα της εξουσιαστικής "κανονικότητας" και ως ένθερμος διά βίου οπαδός της αναδημοσιεύω χριστουγεννιάτικο διήγημά μου (Δεκέμβριος 2013) από την συλλογή μου "ΤΙ ΠΑΘΟΣ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ"(2019).
Κάνοντας να μπω φουριόζικα στο μαγαζί έδωσα μια γερή κουτουλιά στην κάσα της εξώπορτας. Και να ένα καρούμπαλο! Δεν έφταιγα μόνον εγώ, μ’ έσπρωξε άτσαλα κι ένας της παρέας, ο Λάκης ο «Φερέγγυος», -απ’ την καυχησιά του τού βγήκε το παρατσούκλι, έκανε όλο τον άνθρωπο της μπέσας και της φερεγγυότητας, ενώ ήταν ένας…… -Σιγά, ρε Λάκη, με σακάτεψες! ούρλιαξα.
Ευτυχώς προλάβαμε και διαβάσαμε τον συγγραφέα Η Χ. Παπαδημητρακόπουλο, που πέθανε χθες Παρασκευή
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΟ συγγραφέας διηγημάτων, δοκιμιών και κριτικών κειμένων Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 94 ετών το βράδυ της Παρασκευής 29 Νοεμβρίου.
Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας το 1930, και πέρασε εκεί τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια.
Μετά τον θάνατο του δικηγόρου πατέρα του το 1943, η οικογένειά του πέρασε δύσκολες ημέρες. Όπως έγραψε ο ίδιος αργότερα, από ανάγκη σπούδασε στην Στρατιωτική Ιατρική Σχολή Θεσ/νίκης.
ΜΟΥ ΕΙΠΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ Β.: "Δεν βρίσκεις κάποιον με λίγο πιο πολύ πνευματικότητα; ". Αυτό που δεν κατάλαβε ήταν ότι εγώ απλώς ήθελα ωμό σεξ.
Είχα μία κύστη κάτω από το δεξί βυζί, πάω λοιπόν σε κάποια δερματολόγο που μου σύστησε ο πατέρας μου ως εξαιρετική. Η κυρία τάδε ήταν πεπεισμένη ότι ήμουν πρεζάκι, και μου είπε " Σνιφάκι; Σνιφάκι;". Σε είπαν σνιφάκια;" με ρώτησε η αγανακτισμένη η φίλη της ξαδέλφης μου.
Μετά η κυρία τάδε με ρώτησε "Πόσων χρονών είσαι;" και μου είπε ότι είδε ένα πελατάκι της, όπως τον αποκάλεσε , κάτω από ένα σεντόνι, νεκρό. Τρελαινόμουνα για τις συναντήσεις μας.
Μια παγανιστική δοξασία της θεσσαλικής επαρχίας που βγάζει τις γάτες κινηματικές, από το fb
Επιλέγων ή Συντάκτης Μανώλης ΡοσμαράκηςΚάθε χρόνο, την προτελευταία νύχτα του Οκτώβρη, σε ένα χωριό ψηλά στο ανατολικό Πήλιο πάνω από την Τσαγκαράδα, έναν οικισμό κρυμμένο σε ένα καταπράσινο λαγκάδι με απότομες πλαγιές, μαυροχώματα χωράφια και δάση από οξιές, συμβαίνει το εξής παράδοξο: μόλις σημάνουν μεσάνυχτα, οι γάτες του χωριού εγκαταλείπουν τις φλοκάτες του τζακιού, τα κεραμίδια των σκεπών και τη θέρμη των καμινάδων, ξεγλιστράνε από σπίτια και αυλές και μαζεύονται στην άκρη του οικισμού, σε μια πέτρινη βρύση όπου όψιμες πυγολαμπίδες κάνουν το νερό να λαμπυρίζει με ζαλισμένα χρώματα.