Εκεί οι γάτες στοιχίζονται, μπαίνουν η μία πίσω από την άλλη, έτσι που σχηματίζουν με τα κορμιά τους ένα πελώριο φίδι καλυμμένο από γούνα, ένα ερπετό με πλήθος αθόρυβα πόδια. Τρυπώνει στα χωράφια αυτό το αιλουρόφιδο, σέρνεται ανάμεσα στους φθινοπωρινούς βλαστούς κάνοντάς τους να θροΐζουν, να κυματίζουν σαν τα σύννεφα όταν τα διαπερνά η νεογέννητη σελήνη. Έπειτα αφήνει πίσω τα χωράφια, τον καπνό και τα φώτα του χωριού, και σέρνεται μες στις πυκνές οξιές μέχρι να φτάσει σε ένα ανώνυμο πηγάδι, στην καρδιά του δάσους. Εκεί το τρανό γατόφιδο τυλίγεται ολόγυρα στις χαμηλές πέτρες που περιστοιχίζουν την τρύπα, και αρχίζει να περιστρέφεται αργά και να νιαουρίζει με παράδοξα συριστικό μα και δοξαστικό τρόπο – μια μελωδία που φουντώνει την ψυχή και φέρνει δάκρυα στα μάτια, μαζί με μια λαχτάρα να συρθείς πάνω στη γη. Ιδού γιατί συμβαίνει αυτό το περίεργο φαινόμενο που ελάχιστοι από τους ντόπιους γνωρίζουν:
Μέχρι πριν από δύο αιώνες οι γάτες του χωριού κυνηγούσαν τα φίδια του τόπου, όπως είθισται να γίνεται από καταβολής κόσμου. Τότε, όμως, έλαχε να συρθεί από άκρη σε άκρη του Πηλίου ένας άσχημος, βλογιοκομμένος Οκτώβριος, και μαζί του μια ανεξιχνίαστη απειλή. Άλλοι λέγαν πως ήταν αρρώστια, άλλοι θεριό, άλλοι κάτι φρικτό που έπεσε απ’ τον ουρανό μια αφέγγαρη νύχτα με καταιγίδα. Ό,τι κι αν ήταν, δεν ξεχώριζε άνθρωπο, γάτα, ερπετό ή άλλο ζώο, και βαρύ θανατικό είχε απλωθεί στο βουνό. Το χωριό, απομονωμένο καθώς ήταν, δεν είχε ακούσει ακόμη τα θλιβερά νέα, και έτσι, την προτελευταία νύχτα του Οκτώβρη, άνθρωποι, σκύλοι, κοπάδια και πτηνά κοιμούνταν όλο άγνοια σε σπίτια, λαγούμια, στάνες και φωλιές. Όμως τα φίδια του τόπου (τα πλέον γνωστικά του βουνού μιας και οι πρόγονοί τους είχαν γεννηθεί από το αίμα του χτυπημένου Χείρωνα) ένιωσαν το κακό που πλησίαζε. Τα ερπετά μαζεύτηκαν κάτω από την αστροφεγγιά, μέσα στις αχνιστές οξιές, εντόπισαν το πράγμα βαθιά μέσα στο δάσος και χίμηξαν πάνω του. Για ώρες τα φίδια πάλευαν με το κακό. Καταματώνονταν, καρβούνιαζαν, ξεσχίζονταν, πέθαιναν, μα ακόμη και ξεψυχισμένα κρατιόνταν τυλιγμένα πάνω του και το εμπόδιζαν να προχωρήσει, μονάχα το τραβούσαν προς το πηγάδι στην καρδιά του δάσους. Βούιζαν οι αέρηδες και σείονταν τα δέντρα, έβραζαν τα νερά στις πηγές. Μια γάτα ξύπνησε και ακολούθησε τον αχό μέχρι το δάσος, μέχρι το πηγάδι, όπου και είδε τα τελευταία ετοιμοθάνατα ερπετά να τραβάνε τον ίσκιο μέσα στην τρύπα, εκεί όπου γκρεμίστηκε μαζί τους, σε βάθη ανείπωτα.
Η γάτα διηγήθηκε στις υπόλοιπες τι συνέβη και έκτοτε καμιά τους δεν ξανάγγιξε φίδι. Και κάθε χρόνο στην επέτειο της θυσίας των παλιών ερπετών που έσωσε τον τόπο, οι γάτες του χωριού πραγματοποιούν το προαναφερθέν έθιμο.
Πηγή: https://www.facebook.com/paganritualsinThessaly
και Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη, στις εκδόσεις Αντίποδες