
Διηγήματα (212)
Νεκρή φύση με κουραμπιέδες σε νοσοκομείο, του Ανταίου Χρυσοστομίδη
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΘέλω να φάω κουνέλι. Κουνέλι αλά κατσιατόρα.
Σιγά μην βρεις να φας κουνέλι αλά κατσιατόρα. Δεν το είπα δυνατά, το είπα μέσα μου.
Ήμουν κουρασμένος. Ο δρόμος δύσκολος, γλιστερός. Και εκνευρισμένος. Θέλω το ένα, δεν θέλω το άλλο, πρόσεχε αυτή τη στροφή, μην τρέχεις, μην πηγαίνεις τόσο αργά, γιατί άνοιξες το καλοριφέρ, θα σκάσουμε εδώ μέσα. Κι ύστερα, όταν συναντήσαμε τα πρώτα υποφωτισμένα σπίτια της Αράχοβας, το κουνέλι. Δύσκολο, αλλά μπορεί να σταθείς τυχερός, του είπα.
Ο Χοίρος
Μου κάνει εντύπωση πόσο τρυφερά αναφέρονται, στο νησί, σε ορισμένα κατοικίδια. Για τα γουρούνια σπάνια χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη, συνήθως λένε ο χοίρος.
- Εμείς δεν μεγαλώνουμε πια χοίρους, λέει η Αργυρώ, μόνο κατσικάκια τρέφουμε.
Την τελευταία φορά που είχαμε ένα γουρουνάκι, έτρεχε σε όποιον ερχόταν σπίτι, ξάπλωνε στα πόδια του, και ζητούσε να τον χαϊδέψουν, όπως οι γάτες. Κι αυτό συνεχιζόταν μέχρι που μεγάλωσε, κι έγινε ολόκληρο θηρίο...
Δεν πολυχωνεύω τα περιστέρια και τις δεκοχτούρες. Ιδίως αυτά που ζουν παρασιτικά στις πόλεις, του Yorgos Kyriakopoulos, από το fb
Επιλέγων ή Συντάκτης Μανώλης ΡοσμαράκηςΔεν πολυχωνεύω τα περιστέρια και τις δεκοχτούρες. Ιδίως αυτά που ζουν παρασιτικά στις πόλεις. Όμως χτες βράδυ, καθώς βγήκα από την δροσερή κουζίνα στη φλεγόμενη βεράντα γιά να ρίξω κάτι στον σκουπιδοτενεκέ, ένα γκρίζο μικρό περιστέρι προσπαθούσε με μεγάλη δυσκολία να περπατήσει γιά να με αποφύγει. Το κεφάλι του ήταν με τα πούπουλα αναστατωμένα, σαν να είχε μόλις βγει από κάποια βουτιά σε νερό. Κοντοστάθηκα γιά να καταλάβει πως δεν κινδυνεύει. Έμοιαζε εντελώς αποκαμωμένο. Να ήταν άραγε θερμοπληξία ή να είχε δηλητηριαστεί, τρώγοντας ίσως κάποια κατσαρίδα που με τη σειρά της είχε ήδη καταβροχθίσει κάποιο από εκείνα τα ύπουλα δηλητήρια-παγίδες? Ποιός ξέρει.
Η Φωτεινή του Ηλία η πρώην και η γυναίκα του Πατώκου
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΟι φίλοι και οι φίλες στα δύσκολα στέκονται πλάι σου όταν βρίσκουν έναν φυσικό τρόπο να σε εμψυχώνουν και να σε γλυκαίνουν. Γιατί όμως είναι καλύτερες οι γυναίκες σ'αυτή την τέχνη; Υποστηρίζω ότι αν δεν συμπεριλάβουμε στην εξίσωση της ερμηνείας το τρίπτυχο μάνα - μητέρα - μαμά, θα είναι λάθος. Ακόμα και όταν ανάμεσα στο ζεύγος μια αδιαφορία δίνει τον τόνο στη σχέση τους, σε φάσεις που ο άντρας χάνει τ'αυγά και τα πασχάλια, που σκοτεινιάζει εντός κι εκτός του, δε σημαίνει απαραίτητα ότι δεν θα κάνει εκείνη τα μαγικά της, όχι μόνο για να τον βοηθήσει ν' αντέξει τα βάσανα και να ξεπεράσει τις δυσκολίες αλλά και για να λάμπει. Στα σιρόπια τους παίζεται άλλο παιχνίδι, να όπως η Φωτεινή του Ηλία πριν γίνει πρώην, έσταζε μέσα του την τρυφερότητα της αγάπης της και της σοφίας της καταφέρνοντας να τον ανεβάζει πιο ψηλά από όσο μπορούσε ο ίδιος να φανταστεί ακόμα και στα πιο τρελά όνειρά του.
Κλασσική μουσική του Γιάννη Παλαβού
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΤυλιγμένο στο ημίφως που κιόλας, καθώς ο ήλιος έδυε, σκέπαζε τη λεωφόρο, το γηροκομείο υψωνόταν πίσω από τα κυπαρίσσια που το έζωναν σαν λόγχες. Παρότι σε λίγες ώρες άλλαζε ο χρόνος, η κίνηση ήταν πυκνή και η βοή έκανε το γέρικο κτίριο στο κέντρο του κήπου να μοιάζει ακόμη πιο απόκοσμο. Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο μπρος στην καγκελόφραχτη πύλη, η Νίκη, με το βαλιτσάκι στο χέρι, άνοιξε το πορτόφυλλο. Μια φθαρμένη πινακίδα, γερμένη έτσι που το βέλος σημάδευε τα γκρίζα σύννεφα, έγραφε: «ΠΡΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ».
Μυρωδιές του χειμώνα, της Ελένης Ε. Νανοπούλου
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΤρεις φορές θυμάμαι μικρή να ένιωσα πριγκίπισσα. Μια με τα λουστρινένια γοβάκια με το φιόγκο, δεύτερη με το μαλακό παλτό με τον μεγάλο γιακά και τα γυαλιστερά κουμπιά και τρίτη με το βελούδινο βαθυκόκκινο φόρεμα, το στολισμένο με σφηκοφωλιά στο μπούστο . Πολύτιμη εικόνα κρυμμένη σαν θησαυρός στην εσώτερη ζωή μου.
Μεγάλη χαρά κι ανυπομονησία στις γιορτές ήταν για τα κάλαντα που θα λέγαμε μαζί με μια ξαδέλφη- μόνη μου ντρεπόμουνα. Μάλλον για όλα ντρεπόμουνα, αλλά αυτό παραήταν για μένα. Από μακριά ερχόταν μια αβάσταχτη κληρονομιά που την κουβαλούσα ανόητα.
'Νεκρός ταξιδιώτης" (1909), του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΌταν ευρέθη ο πνιγμένος, ακριβώς κάτω από τον βράχον του Κοιμητηρίου, ανάμεσα εις την Μεγάλην Άμμον κ᾿ εις τον Ταρσανάν, ολίγον ακόμη ήθελε να βασιλέψη ο ήλιος, ή μάλλον να κρυφθή οπίσω από το γείτον βουνόν αντικρύ. Τότε αι αρχαί του τόπου ―ο Ειρηνοδίκης του πάλαι ποτέ ειρηνοδικείου, κι ο Νωματάρχης ο αστυνομεύων― απεφάνθησαν ότι έπρεπε να μείνη ολονυχτίς άταφος, επειδή ήτο ανάγκη να τον σχίσουν οι γιατροί, διά να βεβαιωθή αν ήτον πνιγμένος ή δεν ήτον.
Κ᾿ ήτον καλής ψυχής άνθρωπος, ο συχωρεμένος ο Κώστας του Σταματάκη. Φαίνεται, είχε τάξει εις την Παναγίαν την Κ᾿νιστριώτισσαν, να τον αξιώση να ταφή εις το χώμα της μικράς νήσου του —εκεί επάνω εις τον θαλασσόπληκτον βράχον, όπου τα κύματα φαίνονται να τραγουδούν μυστηριώδες νανούρισμα εις τους νεκρούς—
Αυτό το θαύμα της φύσης το αγγίζουν φράσεις μαστόρων που τη λατρεύουν
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης Ιγνατιάδης'Οταν οι κάτοικοι της πρωτεύουσας διαπίστωσαν αργά αλλά σταθερά πόσο αβίωτη και ξένη είχε γίνει η πόλη τους, καθώς με τον καιρό όλο και μεγαλύτερα κοπάδια τουριστών που τα πολλαπλασίαζαν οι εισβολείς του airbnb πλημμύριζαν το κέντρο της και ακτινωτά και σιγά σιγά τις κοντινές γειτονιές της, άρχιζαν να απομακρύνονται ζητώντας καταφύγιο στην περιφέρεια της Αθήνας. Εκεί που βρήκαν εγκαταλελειμμένες κατοικίες τις οποίες είχαν καταλάβει προ καιρού ανέστιοι και πένητες από όλα τα σημεία του ορίζοντα και οι πιο απελπισμένοι εξ αυτών είχαν ξηλώσει και κάψει τα πατώματα προκειμένου να μην παγώσουν.
Έτσι επιβίωσαν οι γείτονες της Μαργαρίτας, αφού ανακατεύτηκαν μεταξύ τους με προβλήματα και συγκρούσεις στην αρχή, καταφέρνοντας με τον καιρό να τα βρούνε.
Μικρή ανασκόπηση ενός αιώνα
Επιλέγουσα ή Συντάκτρια Σούζη ΠαλαιοκώσταΚΙΜΠΙ. «Μονό ή διπλό τάφο πήρατε;». «Διπλό». «Ωραία, είναι 180 ευρώ».
Αυτές οι λίγες λέξεις μιας σύντομης συναλλαγής στο δημοτικό κατάστημα δήμου της Αιτωλοακαρνανίας (είχαν προηγηθεί τα συλλυπητήρια, στους μικρούς τόπους τα νέα διαδίδονται αστραπιαία) είναι ο τυπικός επίλογος μιας ζωής σχεδόν ενός αιώνα. Είχαν προηγηθεί το σύντομο πέρασμα από το κρεβάτι του νοσοκομείου, η ληξιαρχική πράξη θανάτου, η κηδεία, η ταφή, ο καφές στο καφενείο του χωριού, το τραπέζι της παρηγοριάς σε συγγενείς και φίλους, ό,τι εν πάση περιπτώσει απαιτεί το κλείσιμο των λογαριασμών ενός ανθρώπου στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου.
Λίτσα, ένα διήγημα του Νικήτα Παπακώστα
Επιλέγουσα ή Συντάκτρια Σούζη ΠαλαιοκώσταΤα καλοκαίρια παραθέριζαν σαν ηλικιωμένο ζευγαράκι. Μέσα στις ελιές του Κορινθιακού κόλπου, ένα κουζινάκι με κρεβάτι κι ένα μπάνιο, και βεράντα κατά τη θάλασσα. Εκεί ξάπλωνε ο Θόδωρος και ροχάλιζε τα μεσημέρια. Το στριμμένο άντερο πάνω στην κοιλιά του ανεβοκατέβαινε, ρυθμικά. Η ένα δάχτυλο γούνα δεν βοηθούσε κανέναν από τους δυο τους.
Από το κατώφλι ψώνιζε. Φοβόταν μήπως μπαίνοντας παραμέσα βρεθεί καμιά τρίχα από τη γάτα του στα πράγματα του φούρναρη ή του χασάπη. Δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα. Στο ένα χέρι τη σακούλα. Στ’ άλλο το γατί. Οχι γάτα, γατούλα, γατάκι, αλλά γάταρος. Καλοταϊσμένο το ζωντανό, ολόχρυσο σαν τίγρη Βεγγάζης, βαρεμένο κάργα από τεμπελιά.