Τρίτη, 26 Δεκεμβρίου 2023 17:59

Μυρωδιές του χειμώνα, της Ελένης Ε. Νανοπούλου

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

nanopulu1Τρεις φορές θυμάμαι μικρή  να ένιωσα πριγκίπισσα. Μια με τα λουστρινένια γοβάκια με το φιόγκο, δεύτερη με το μαλακό παλτό με τον μεγάλο γιακά και τα γυαλιστερά κουμπιά και τρίτη με το βελούδινο βαθυκόκκινο φόρεμα, το στολισμένο με σφηκοφωλιά στο μπούστο . Πολύτιμη εικόνα κρυμμένη σαν θησαυρός στην εσώτερη ζωή μου.

 Μεγάλη  χαρά κι ανυπομονησία στις γιορτές ήταν για τα κάλαντα που θα λέγαμε μαζί με μια ξαδέλφη- μόνη μου ντρεπόμουνα. Μάλλον για όλα ντρεπόμουνα, αλλά αυτό παραήταν για μένα. Από μακριά ερχόταν μια αβάσταχτη κληρονομιά που την κουβαλούσα ανόητα.

Και επίσης κουβαλούσαμε την παράδοση για τα κάλαντα, να πρέπει να πας σε όλα τα σπίτια ακόμα κι εκεί που δεν έχεις ξαναπλησιάσει ή δεν έχεις καν ανταλλάξει βλέμμα με τους κατοίκους του σπιτιού και πολύ περισσότερο δεν έχεις πει κουβέντα. Όμως η προσμονή να μετρήσεις στο τέλος τα φραγκοδίφραγκα , να τα μοιραστείς και να γυρίσεις με κανένα εικοσάρικο στην τσέπη ήταν κίνητρο ικανό.

Ακούω τις φωνές ακόμα κι αναρωτιέμαι αν είναι αλήθεια ή τα έβγαλα απ΄το μυαλό μου. Με τα χέρια στις τσέπες απ΄το κρύο φωνάζαμε όσο μπορούσαμε και τα λέγαμε όλα τα λόγια. Μπαίναμε σε σπίτια ξένα που δεν είχα ξαναπατήσει κι ούτε επρόκειτο πάλι. Δίσταζα μέσα μου, κάποια πρόσωπα δεν μου άρεσαν .Όμως θες η παρέα , θες το χαρτζιλίκι τα έλεγα γι αυτούς όσο καλύτερα γινόταν. Μια  παραμονή Χριστουγέννων- χιόνιζε ή έβρεχε;- κι ο αέρας χωνόταν παγωμένος απ΄τις χαραμάδες, εμείς τριγυρνούσαμε χωρίς τρίγωνο, δεν το ξέραμε τότε. Η λάσπη κόλλαγε στα λουστρίνια μου, δημιουργούσε ένα περίγραμμα ολόγυρα στη σόλα , ξεραινόταν μετά κι άντε να τα καθαρίσεις, να τα σκουπίσεις και να τα γυαλίσεις με λάδι, από κείνο που τρώγαμε, ώστε να τα καμαρώνεις πάλι .Προς το τέλος μαζέψαμε απ΄τη μαύρη αργυρή λάσπη ένα πενηνταράκι κι  ένα αμύγδαλο που μας πέταξε η νοικοκυρά απ΄το μπαλκόνι της. Ένιωσα να την μισώ. Όχι για το ποσόν, για την λάσπη στα χέρια και στα λουστρίνια. Κι όποιος δοξολογεί την παιδικότητα, την αθωότητα έχει ξεχάσει ότι κι αυτά τα ευλογημένα παιδιά είχαν  συγκρούσεις, συμπλέγματα, οδύνη που τα έκανε να υποφέρουν.

Οι προηγούμενες μέρες είχαν ανοίγματα φύλλου με τον πλάστη, ζάχαρες, σταφίδες, σουσάμια για τις ντρέδουλες. Την παραμονή, πάντα η μάνα τέτοια μέρα, μόνιμα ανασκουμπωμένη, με τα μανίκια της ρόμπας σηκωμένα στους αγκώνες και την ποδιά σφιγμένη στη μέση, ζύμωνε το χριστόψωμο. Δεν καταλάβαινα πώς γίνονταν τόσο ωραία στολίδια από ζυμάρι. Αυτά που κένταγε πάνω στο χριστόψωμο. Την παρακολουθούσα να καρφώνει τα αρωματικά γαρυφαλλάκια, να στερεώνει τα καρύδια κι ήταν ένα θαύμα γιορτινό. Ακόμα και τώρα αρνούμαι να εξηγήσω την τέχνη αυτή σαν μια μαγική ικανότητα που δεν πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί. Το χαμόγελο του ψωμιού- η απερίγραπτη μυρωδιά του- και ανήμερα οι  οσμές λιγωτικές, η κότα  να αχνίζει για την πρωινή σούπα, οι  καμπάνες, τα "καλά" μας να περιμένουν στην καρέκλα για να φορεθούν, η φωνή του πατέρα στο ψαλτήρι να παίρνει τα ύψη, συγγενείς μαζεμένοι, κρασιά, μεζέδες, γλυκά, τριανταμία, μουντζούρης κι όλα μια γιορτή πραγματικά. Γιορτή με τον σπόρο κρυφών ονείρων για μια άλλη μελλοντική.

Από το βιβλίο της Ελένης Ε. Νανοπούλου 'Το χωριό μου", εκδόσεις ΕΥΜΑΡΟΣ

Η φωτό είναι της Athanasia Drakopoulou - συμπατριώτισσά της.

Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 26 Δεκεμβρίου 2023 18:10
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση