Νίκος Σεβαστάκης. KΑΝΟΝΙΚΑ, ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ, οι άνθρωποι ημερεύουν κι ενδίδουν σε καλοσύνες ασυνήθιστες, προσπαθώντας να πετάξουν από πάνω τους ένα παχύ στρώμα κούρασης. Και ας βρίσκουν να βασανίσουν με άλλους τρόπους τα κορμιά τους κουβαλώντας ομπρέλες θαλάσσης και θεόρατες τσάντες μέσα στην ντάλα του μεσημεριoύ, βαδίζοντας σε τσιμέντα και άμμο που βράζουν, για να φτάσουν στον «στόχο» τους.
Δεύτερο καλοκαίρι με πανδημία, όμως, και το χάσμα μεταξύ επαγρύπνησης και αμεριμνησίας είναι ξανά παρόν. Ας πούμε πως δεν μπορούμε να ησυχάσουμε ούτε να πλησιάσουμε εύκολα τους άλλους, κυρίως τους αγνώστους μας. Μόνο και μόνο αυτό δείχνει πως έχει υπάρξει μια τομή. Και όσοι και όσες πάνε να υποδυθούν τα στυλ ενός κλασικού, προ-Covid καλοκαιριού, βγάζουν ξαφνικά μια παράξενη επιθετικότητα που τους προδίδει, μαρτυρώντας πως περισσότερο θέλουν να αντιδράσουν παρά να ζήσουν όπως πριν, σαν να μην υπάρχει «αυτό».