Κι όλοι τους ήμεροι, γαλήνιοι, μαλακοί κι αναστενάζοντας,
αχ, πόσο στ’ αλήθεια οικείοι.
Όλο το πρωινό παίξανε, σπάσαν
κι απλώσανε τα όριά τους, τις γωνιές, τα γέλια τους,
τα βρισίδια – ως και τα κλάματά τους.
Και τώρα μια δροσιά ανεπαίσθητη, μια πάχνη, μια σιωπή – ίδια φιλί, τους ενώνει
τους σβήνει, τους χαϊδεύει και γλυκά πολύ
τους ξαναδίνει σχήμα.
Είναι τώρα όπως είναι: μπορείς να τους αναγνωρίσεις.
Κι όλοι τους μες στην τάξη αποκοιμιούνται.
Κι όμως υψώνεται φωνή, γιατί η τάξη η κοιμισμένη ακόμα ζει.
Φωνή αχνή με δίχως προορισμό, που ακουγότανε
κι ας μην ήξερε πια κανείς από ποιο στόμα έβγαινε.
Κι είναι και τ’ αγιάζι το γλυκό, τόσο ευωδιαστό, μεθυστικό,
κι όλοι αναπαύουν την κεφαλή πάνω στο νέφος το μαλακό
που τους τυλίγει.
Κι ίσως ένα οποιοδήποτε αγόρι ξυπνά, τα μάτια ανοίγει,
και κοιτά λίγο να δει την αψηλή, την ξέθωρη την έδρα
κι απάνω της, σωρός πυκνός από κουρέλια, πεσμένος,
κοιμισμένος ο δάσκαλος, χαμένος εκεί πέρα ονειρεύεται.
(Από τη συλλογή Historia del corazón)
Ο Vicente Aleixandre (Σεβίλλη, 1898 – Μαδρίτη, 1984) Το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ για τη Λογοτεχνία.