Στον ογδοντάχρονο Μάνο Ελευθερίου, αυτόν των χαμηλών τόνων συνάνθρωπό μας που πέθανε σήμερα, του έβγαλα το καπέλλο ως στιχουργό σε αρκετά τραγούδια που νομίζω ότι μετάγγισαν ποίηση στον Άλλον μου εαυτό. Δεν θυμάμαι τώρα όλα τα τραγούδια του που εδώ και μισό αιώνα με συνεπήραν σε διάφορες φάσεις της ζωής μου, κι αυτό είναι μία ένδειξη πως περισσότερο γοήτευαν τον ρευστό Άλλον μου. Σ' αυτόν τον απροσδιόριστο με διακτίνιζαν σε φάσεις έξω από αυτά τα τρέχοντα που ήθελα και ζούσα, που άντεχα και πάλευα.
Με άλλα λόγια οι στίχοι του, ούτε την ταυτότητά μου και τους ορίζοντες μου διαμόρφωναν, ούτε ενίσχυαν τους δεσμούς μου με ανθρώπους που είχα την αίσθηση ότι είχα πολλά κοινά. Μάλλον γι'αυτό δεν θυμάμαι να τα τραγούδησα μαζί με άλλους. Αποτέλεσαν για μένα τραγούδια απ'αυτά που λέμε ιδιωτικής απόλαυσης, σαν τα λόγια και τα βλέμματα που ανταλλάσεις την ώρα που πίνεις καφέ με κάποιον που νοσταλγείς από μικρό παιδί.
Μα σίγουρα ήταν από εκείνες τις απολαύσεις που δεν παραμένουν στα όρια της αυτοϊκανοποίησης, αλλά εξ αιτίας της ευγένειας και γενναιοδωρίας που εκλύουν σου έρχεται να τις μοιραστείς με τον απρόσμενο τρόπο της ομορφιάς που τριπλάρει όλες τις παγίδες των μικρών και μεγάλων εξουσιών που μας θέλουν πιόνια τους κι εμείς ενδίδουμε για να ξεχνάμε τη φθορά και τον θάνατο. Τραγούδια, που πολλές φορές μου βγήκε να τα αφιερώσω σε ανθρώπους, συνήθως άγνωστούς μου, που για κάποιους μυστήριους λόγους ένιωσα προς στιγμήν εξ αιτίας μιας έντασης, πολύ, μα πολύ κοντά τους.
Το κειμενάκι που ακολουθεί το έγραψε η φεϊσμπουκικιά φίλη Filothei Varsami. Εντάξει, μου άρεσε. Κι ένα λόγος ήταν πως αισθάνθηκα ότι εκπέμπουν μια ζεστασιά από το σεμνό μαγκαλάκι του Μάνου Ελευθερίου.
Το 2016, νομίζω, έγινε μία συναυλία-αφιέρωμα στον Μάνο Ελευθερίου, στο Γκάζι. Πήγα λίγο καθυστερημένη ως συνήθως, με εισιτήρια της τελευταίας στιγμής ως συνήθως. Ο περισσότερος κόσμος είχε πια μπει, μια μικρή ουρά 10-20 ατόμων περίμενε στον έλεγχο. Φτάνει στην είσοδο ένα ταξί, κατεβαίνει από μέσα ο Ελευθερίου. Με το κοστουμάκι του, με την τραγιάσκα του, με τα χρόνια να βαραίνουν στην πλάτη του. Βλέπει την ουρά, πάει και στήνεται τελευταίος. Κάναμε χώρο να περάσει, του έλεγαν οι σεκιουριτάδες από εδώ, από εδώ (εννοώντας απευθείας παράκαμψη όλης της σειράς) αυτός έγνεφε όχι όχι ευχαριστώ, και μπήκε τελικά στη συναυλία *του* με την αράδα του. Ο τελευταίος ακροατής. Χωρίς όχι να επιδιώξει, αλλά ούτε καν να αποδεχτεί να παρακάμψει τον οποιοδήποτε, προκειμένου ο ίδιος, ως τιμώμενος, ως ηλικιωμένος, ως σπουδαίος ανθρωπος των γραμμάτων τελοσπάντων, να προηγηθεί.
Όλο αυτό, από τη μία με εντυπωσίασε, απο την άλλη μου φάνηκε φυσιολογικό για έναν ποιητή: πώς θα έγραφε κανείς μαλαματένια λόγια, αν δε ζούσε με ευγένεια και σεμνότητα *μεταξωτά* τη ζωή του; Παραφράζοντας λιγο τον Γκάτσο,
«Οι ποιητές είναι πάντα ευγενικοί.
Κάνουν πως τάχα λεπτομέρειες δε θυμούνται. Κι όταν η νύχτα τούς σκεπάζει με σιωπή,
πετάν το θρύλο στα πουλιά κι αποκοιμιούνται».
[Σήμερα ο Μάνος Ελευθερίου έφυγε από τη ζωή. Τον φαντάζομαι να υποδέχεται και τον θάνατο ευγενικά: φόρεσε το κοστουμάκι και την τραγιάσκα του, ίσιωσε τα χρόνια που βάραιναν στην πλάτη του, πέταξε το θρύλο του στα πουλιά και *έσβησε με ένα φύσημα τα φώτα της σκηνής*]
Σ.Δ: Τα λόγια και τα χρόνια , του Γιάννη Μαρκόπουλου, 1973
Μαλαματένια λόγια , του Γιάννη Μαρκόπουλου, 1973
Το τρένο φεύγει στις 8 , του Μίκη Θεοδωράκη, 1968
Η δίκοπη ζωή , του Θάνου Μικρούτσικου, 1977
Ποιος τη ζωή μου , του Μίκη Θεοδωράκη, 1974
Άλλος για Χίο τράβηξε , του Δήμου Μούτση, 1972
Διαθήκη , του Χρήστου Νικολόπουλου, 1984.
και το αριστούργημά του όπως μας το παρουσίασε ο Φάνης Αναβάλογλου
Κάτω από τη μαρκίζα , του Γιάννη Σπανού, 1977
Συνέντευξη στη Γιώτα Σύκκα, 2016
Συνέντευξη στο Χρήστο Παρίδη, 2018
Σχόλια
Φιλιά πολλά
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.