όμως τα προβλήματα είναι και ορατά και εμφανίζονται όλο και συχνότερα στις περισσότερες κατασκευές της αντιπαροχής. Ασυντήρητες, εκδηλώνουν τη φθορά των χρόνων τους (από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70) και την αδυναμία/αδιαφορία των ενοίκων τους να τις επισκευάσουν.
Μετόπες μπαλκονιών μαύρες από την υγρασία, γωνίες που δείχνουν ετοιμόρροπες, προσόψεις που «φωνάζουν» ότι η διάρκεια ζωής τους έχει λήξει. Πέρα όμως από τις γλαφυρές περιγραφές τι μέτρα λαμβάνονται; Κατ’ αρχάς από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες. Τα καταστατικά των πολυκατοικιών θεωρούν τους χώρους αυτούς κοινόχρηστους, άρα θα πρέπει να θεραπευτούν με χρήματα του συνόλου επιμερισμένα αναλόγως. Αυτό είναι το σύντομο ανέκδοτο της εποχής. Πρέπει να είναι μετρημένες στα δάχτυλα οι συλλογικές αποφάσεις, όπου όλοι συναινούν στην επισκευή, θεωρώντας υποχρέωσή τους τη συντήρηση κοινόχρηστων χώρων. Αν ο ιδιοκτήτης αμελήσει, η συνέπεια θα προσγειωθεί, αργά ή γρήγορα, στον δρόμο και μπορεί να είναι και μοιραία. Ομως πώς γεννιέται «συλλογικότητα» από τον άκρατο ατομικισμό; Από τα φρεσκοανακαινισμένα διαμερίσματα σε συγκροτήματα ερείπια, με εισόδους αφρόντιστες (το λιγότερο), υποδομές (όπως της αποχέτευσης), που κάθε τόσο δείχνουν τα δόντια τους; Για να μην ανοίξουμε το κεφάλαιο «ενοίκια» ή «πωλήσεις» σπιτιών σε τιμές αδιανόητες και σαθρό (στην κυριολεξία) περιτύλιγμα.
Ενας αναρίθμητος «στόλος» από γερασμένες πολυκατοικίες με τα εγγενή προβλήματα της αντιπαροχής. Πώς διασώζεται; Ποιος θα ασχοληθεί ώστε οι σοβάδες και τα μάρμαρα να μην προσγειώνονται στα κεφάλια των ανυποψίαστων περαστικών; Τα (σοβαρά) πρόστιμα θα μπορούσαν να βοηθήσουν, αλλά δεν αποτελούν λύση.
Εν τω μεταξύ, ενώ περπατάτε, προσθέστε άλλη μια κατεύθυνση ελέγχου. Οχι μόνο στη διάβαση, για τις παραβιάσεις του σηματοδότη, τα μηχανάκια και τα πατίνια που χαράσσουν τις δικές τους διαδρομές, αλλά και για όσα έρχονται από ψηλά. Για όσα μαραίνονται και πέφτουν.