2) ο όρος «έθνος» και «ελληνικό έθνος» του εθνικού αφηγήματος του Παπαρρηγόπουλου και του Ζαμπέλιου, ενώ ο όρος «έθνος» δεν υπήρχε στην αρχαιότητα και πριν τη νεοτερικότητα με την έννοια που έχει σήμερα, ως εθνική ταυτότητα με τον αντίστοιχο εθνικισμό της,
και 3) το Βυζάντιο ως ελληνικό και ως αυτοκρατορία των Ελλήνων, που υπάρχει στο εθνικό αφήγημα, ενώ επί Βυζαντινής εποχής και επί Τουρκοκρατίας, μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, οι ελληνόφωνοι –που στην Αρχαιότητα όριζαν τους εαυτούς ως «Έλληνες»– δεν θεωρούσαν ή όριζαν τους εαυτούς τους ως «Έλληνες» αλλά ως «Ρωμαίους» και Ορθόδοξους Χριστιανούς (το «Έλληνας» σήμαινε ειδωλολάτρης) και μετά ως «Ρωμιούς» – το δε «Έλληνας» (ή «Γραικός» κατά τον Αδαμάντιο Κοραή) ήρθε με την έλευση του Ελληνικού Διαφωτισμού στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης.
Ωστόσο, παρά τους μύθους αυτούς και μερικούς άλλους που υπάρχουν στο εθνικό αφήγημα, το ελληνικό εθνικό αφήγημα (εθνική ιστορία), σε σύγκριση με τα περισσότερα εθνικά αφηγήματα/εθνικές ιστορίες ανά τον κόσμο, είναι αρκετά αληθοφανές, δηλαδή «μπάζει» λιγότερο, αν και σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχεί με την πραγματικότητα, δηλαδή με τα συμπεράσματα της σοβαρής μη στρατευμένης ιστοριογραφίας.
Εκεί που υπάρχει πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα είναι με την ελληνική εθνική ταυτότητα που είναι προβληματική λόγω έντονου εθνοκεντρισμού, αλαζονείας και προγονοπληξίας, και την αδήριτη ανάγκη που έχει να παρουσιάζεται ο υπόλοιπος κόσμος κατώτερος πολιτιστικά και απειλητικός έναντι των απογόνων των δημιουργών της κοιτίδας του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Έτσι, κατασκευάζονται οι περισσότεροι γειτονικοί λαοί και τα κράτη τους ως κατώτερα και απειλητικά, ειδικά οι Τούρκοι και η Τουρκία.
Γιατί είναι τόσο δύσκολο να λυθούν τα εθνικά θέματα;
Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει κυρίως για τέσσερις λόγους: 1) λόγω του φόβου του πολιτικού κόστους για τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, να μην κατηγορηθούν (αδίκως βέβαια) για μειοδοσία ή προδοσία, 2) λόγω τις άγνοιας που υπάρχει για τα εθνικά θέματα, για τα οποία επικρατούν στρεβλά εθνικιστικά αφηγήματα που δεν επιτρέπουν την πιο διαλλακτική και συμβιβαστική θέση, η οποία μάλιστα εκλαμβάνεται και ως ντροπιαστική για το ελληνικό έθνος, 3) γιατί στα εθνικά θέματα, επειδή ακριβώς χαρακτηρίζονται ως εθνικά και ζωτικά, επικρατεί ο έντονος συναισθηματισμός, το θόλωμα της σκέψης και ο μη ορθολογισμός, και 4) επειδή σε αυτά ειδικά τα θέματα προκύπτει ένα ατυχές πάντρεμα του εθνικισμού και του εθνοκεντρισμού με την τάση που είναι γνωστή στη θεωρία και στην πράξη της διεθνούς πολιτικής ως «άκαμπτος ρεαλισμός», δηλαδή η πολιτικής της ισχύος σε βάρος του αντιπάλου, με αποτέλεσμα τη λογική του «μηδενικού αθροίσματος», με νικητή/κερδισμένο, και όχι με όρους «θετικού αθροίσματος», με δύο νικητές/κερδισμένους.
Τι μπορούμε να κάνουμε από ελληνικής πλευράς ώστε να βελτιωθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Εδώ υπάρχουν δύο κατευθύνσεις και δύο target groups, το ελληνικό κοινό και οι Τούρκοι. Η πρώτη κατεύθυνση είναι απαραίτητη, γιατί μέχρι τώρα όλες οι προσπάθειες επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών σκόνταφταν, όπως σας είπα, στον φόβο του πολιτικού κόστους, και αυτό συνέβαινε επειδή η ελληνική κοινή γνώμη, είτε πρόκειται για το Κυπριακό είτε πρόκειται για τη διένεξη του Αιγαίου, έχει άγνοια και κυριαρχείται από εθνικιστικούς μύθους και στρεβλές αντιλήψεις.
Σε σχέση με το Κυπριακό θα πρέπει επιτέλους οι Έλληνες να μάθουν ότι το Κυπριακό δεν είναι απλώς θέμα «εισβολής και κατοχής», ούτε ξεκίνησε το 1974 αλλά πιο πριν με το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Τη δε ευθύνη για τις δυσάρεστες εξελίξεις την είχαν κατά κύριο οι Ελληνοκύπριοι με την ΕΟΚΑ, στη δεκαετία του 1950, υπό τον φανατικό εθνικιστή και αντικομμουνιστή Γρίβα. Μετά, στη δεκαετία του 1960, την κύρια ευθύνη είχαν ο Μακάριος και οι φανατικοί εθνικιστές συνεργάτες του (Γιωρκάτζης, Τάσσος Παπαδόπουλος, Λυσσαρίδης κ.ά.) που έσκισαν τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και προκάλεσαν τα «Ματωμένα Χριστούγεννα» του 1963, και συνέχισαν τις επιθέσεις εναντίον των Τουρκοκυπρίων, με τον ανεκδιήγητο Γρίβα πάλι πίσω στο νησί ως αρχηγό της ελληνικής μεραρχίας. Και όσο για τα πιο πρόσφατα γεγονότα, πρέπει να μάθουν ότι το 2017 (Διάσκεψη του Κραν Μοντανά), ενώ οι δυο πλευρές είχαν φτάσει πολύ κοντά στην επίλυση, κυριολεκτικά στο παρά πέντε η λύση δεν ήρθε και η αποτυχία δεν οφείλεται στους Τουρκοκύπριους –ούτε καν στη Τουρκία– αλλά στον πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη και στην κυβέρνηση Συνασπισμού-ΑΝΕΛ (με πρωτεργάτη τον Νίκο Κοτζιά και το μέτωπο που είχε κάνει με τους Ελληνοκύπριους εθνικιστές και με τη Ρωσία του Πούτιν).
Σε σχέση με το Αιγαίο, το ελληνικό κοινό πρέπει να μάθει ότι δεν υπάρχει μία μόνο διαφορά, η υφαλοκρηπίδα, αλλά έξι που πρέπει να επιλυθούν. Επίσης, οφείλει να πληροφορηθεί ότι, σε όλα ανεξαιρέτως τα θέματα του Αιγαίου, η τουρκική πλευρά έχει πειστικά νομικά και άλλα επιχειρήματα, και ειδικά σε δύο από τα ζητήματα η ελληνική θέση είναι παράνομη με βάση το διεθνές δίκαιο: στον ελληνικό εναέριο χώρο, που πρέπει να είναι έξι ν. μίλια και όχι δέκα, και στην εναέρια κυκλοφορία (δεν απαιτείται ενημέρωση για την πτήση πολεμικών αεροσκαφών στο διεθνή εναέριο χώρο). Σε ό,τι δε αφορά τη στρατικοποίηση των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου, υπάρχουν τρία νομικά καθεστώτα: στο ένα έχει νομικά δίκιο η Ελλάδα, αλλά στα άλλα δύο, που αφορούν πολύ περισσότερα νησιά, έχει πιο πολύ νομικά δίκιο η Τουρκία.
Σε ό,τι αφορά το έτερο target group, που βέβαια δεν είναι άλλο από τους Τούρκους, θα πρέπει η Ελλάδα να περάσει το μήνυμα ότι α) φυσικά και θα συζητήσει και άλλα θέματα, και ειδικά τρία (υφαλοκρηπίδα, αιγιαλίτιδα ζώνη, εθνικός εναέριος χώρος), που άλλωστε είναι αλληλένδετα (με βάση το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης οροθετείται η υφαλοκρηπίδα), β) η Ελλάδα σε καμία περίπτωση δεν θα επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μονομερώς χωρίς συνεννόηση με την Τουρκία και χωρίς τη συμφωνία της, και αυτό γιατί δεν θέλει να βλάψει την Τουρκία, γ) θα δηλώσει ξεκάθαρα ότι δεν θεωρεί το Αιγαίο αποκλειστική ελληνική θάλασσα (όπως είχε κάνει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής), και δ) επιζητούμε ουσιαστική προσέγγιση με την Τουρκία, αγαστές σχέσεις, όπως αυτές που υπήρχαν το 1930-1940, το 1945-1953, το 1959-1963 και το 1999-2015.
Πηγή: epohi.gr/article
Το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Εθνική ταυτότητα και ετερότητα
Η συμβολή του βιβλίου αυτού για την ελληνική εθνική ταυτότητα και ετερότητα συνίσταται στα εξής σημεία: Επιχειρεί μια ολοκληρωμένη παρουσίαση του ελληνικού εθνικού αφηγήματος, τόσο του Κοραή όσο και του Παπαρρηγόπουλου και του Ζαμπέλιου, με αναφορά και στους σύγχρονους εθνικούς ιστορικούς· εστιάζει την προσοχή σε ένα ζήτημα το οποίο δεν έχει παρουσιαστεί εκτενώς στα ελληνικά, το ντιμπέιτ μεταξύ ξένων και Ελλήνων ιστορικών για το κατά πόσον το Βυζάντιο ήταν ή όχι ελληνικό και αν μπορεί να θεωρηθεί τμήμα της ελληνικής κληρονομιάς· επιχειρεί μια αποδόμηση του αφηγήματος του Παπαρρηγόπουλου, χωρίς ωστόσο να το απορρίπτει τελείως, αναδεικνύοντας ότι ως αφήγημα εθνικής ιστορίας έχει πολλά θετικά στοιχεία σε σύγκριση με άλλα εθνικά αφηγήματα/εθνικές ιστορίες στην Ευρώπη· παρουσιάζει ένα άλλο ενδιαφέρον ντιμπέιτ μεταξύ βυζαντινολόγων, αυτή τη φορά και μεταξύ Ελλήνων ιστορικών, για την κάθοδο των Σλάβων κατά τον Μεσαίωνα στην τότε γεωγραφική Ελλάδα· καταγράφει τα αρνητικά στοιχεία της ελληνικής αυτό-ταυτότητας που, σε αντίθεση με την ελληνική εθνική ιστορία, είναι πιο προβληματικά λόγω άκρατου εθνοκεντρισμού και προγονοπληξίας· καλύπτει την ελληνική ετερότητα σε σχέση με τρία γειτονικά έθνη, τους Αλβανούς, τους (Σλάβο-)Μακεδόνες και τους Τούρκους, με τα οποία η σχέση υπήρξε ιστορικά ταραγμένη μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο· αναλύει και ερμηνεύει τα αίτια της αρνητικής ελληνικής στάσης έναντι των τριών αυτών γειτόνων· και καταλήγει με τα ελληνικά «εθνικά θέματα» που αποτελούν κατεξοχήν αποκύημα της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, του ελληνικού αφηγήματος και το πώς βλέπουν οι Έλληνες την ετερότητα και τον κόσμο.
biblionet.gr : Στοιχεία του βίου του Αλέξη Ηρακλείδη και τα έργα του