Τότε, μερικοί ἀπό ἐμᾶς (ἄγνωστοι μεταξύ μας μέσ' στό πλῆθος) μέ ἄγχος κοιταχθήκαμε στά μάτια, ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου προσπαθώντας τήν σκέψι νά μαντεύσῃ. Ἔπειτα, διαμιᾶς, ὡς μία ἐπέλασις πυκνῶν κυμάτων, ἡ κίνησις ἐξηκολούθησε.
Ἦτο Ἰούλιος. Εἰς τήν ὁδόν διήρχοντο τά λεωφορεῖα, κατάμεστα ἀπό ἱδρωμένον κόσμο - ἀπό ἄνδρας λογῆς-λογῆς, κούρους λιγνούς καί ἄρρενας βαρεῖς, μυστακοφόρους, ἀπό οἰκοκυράς χονδράς, ἤ σκελετώδεις, καί ἀπό πολλάς νεάνιδας καί μαθητρίας, εἰς τῶν ὁποίων τούς σφικτούς γλουτούς καί τά σφύζοντα στήθη, πολλοί ἐκ τῶν συνωθουμένων, ὡς ἦτο φυσικόν, ἐπάσχιζαν (ὅλοι φλεγόμενοι, ὅλοι στητοί ὡς Ἡρακλεῖς ροπαλοφόροι) νά κάμουν μέ στόματα ἀνοικτά καί μάτια ὀνειροπόλα, τάς συνήθεις εἰς παρομοίους χώρους ἐπαφάς, τάς τόσον βαρυσημάντους καί τελετουργικάς, ἅπαντες προσποιούμενοι ὅτι τυχαίως, ὡς ἐκ τοῦ συνωστισμοῦ, ἐγίνοντο ἐπί τῶν σφαιρικῶν θελγήτρων τών δεκτικῶν μαθητριῶν καί κορασίδων αὐταί αἱ σκόπιμοι καί ἐκστατικαί μέσα εἰς τά ὀχήματα ἐπαφαί - ψαύσεις, συνθλίψεις καί προστρίψεις.
Ναί, ἦτο Ἰούλιος· καί ὄχι μόνον ἡ ὁδός τῶν Φιλελλήνων, μά καί ἡ Ντάπια τοῦ Μεσολογγιοῦ καί ὁ Μαραθών καί οἱ Φαλλοί τῆς Δήλου ἐπάλλοντο σφύζοντες στό φῶς, ὅπως στοῦ Μεξικοῦ τάς αἰχμηράς ἐκτάσεις πάλλονται εὐθυτενεῖς οἱ κάκτοι τῆς ἐρήμου, στήν μυστηριακή σιγή πού περιβάλλει τάς πυραμίδας τῶν Ἀζτέκων.
Τό θερμόμετρον ἀνήρχετο συνεχῶς. Δέν ἦτο θάλπος, ἀλλά ζέστη - ἡ ζέστη πού τήν γεννᾷ τό κάθετο λιοπύρι. καί ὅμως, παρά τόν καύσωνα καί τήν γοργήν ἀναπνοήν τῶν πνευστιώντων, παρά τήν διέλευσιν τῆς νεκρικῆς πομπῆς πρό ὀλίγου, κανείς διαβάτης δέν ἠσθάνετο βαρύς, οὔτε ἐγώ, παρ' ὅλον ὅτι ἐφλέγετο ὁ δρόμος. Κάτι σάν τέττιξ ζωηρός μέσ' στήν ψυχή μου, μέ ἠνάγκαζε νά προχωρῶ, μέ βῆμα ἐλαφρόν ὑψίσυχνον. Τά πάντα ἦσαν τριγύρω μου ἐναργῆ, ἁπτά καί διά τῆς ὁράσεως ἀκόμη, καί ὅμως, συγχρόνως, σχεδόν ἐξαυλοῦντο μέσα στόν καύσωνα τά πάντα - οἱ ἄνθρωποι καί τά κτίσματα - τόσον πολύ, πού καί ἡ λύπη ἀκόμη ἐνίων τεθλιμμένων, λές καί ἐξητμίζετο σχεδόν ὁλοσχερῶς, ὑπό τό ἴσον φῶς.
Τότε ἐγώ, μέ ἰσχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα γιά μιά στιγμή, ἀκίνητος μέσα στό πλῆθος, ὡς ἄνθρωπος πού δέχεται ἀποκάλυψιν ἀκαριαίαν, ἤ ὡς κάποιος πού βλέπει νά γίνεται μπροστά του ἕνα θαῦμα καί ἀνέκραξα κάθιδρως:
"Θεέ! Ὁ καύσων αὐτός χρειάζεται γιά νά ὑπάρξῃ τέτοιο φῶς! Τό φῶς αὐτό χρειάζεται, μιά μέρα γιά νά γίνῃ μιά δόξα κοινή, μιά δόξα πανανθρώπινη, ἡ δόξα τῶν Ἑλλήνων, πού πρῶτοι, θαρρῶ, αὐτοί, στόν κόσμον ἐδῶ κάτω, ἔκαμαν οἶστρο τῆς ζωῆς τόν φόβο τοῦ θανάτου".
Εις την οδόν των Φιλελλήνων [TsouR LiP SynC] με τη φωνή του Ανδρέα Εμπειρίκου ( Βραΐλα Ρουμανίας, 1901-Κηφισιά, 1975)
ΔΟΞΑ ΚΟΙΝΗ στο θέατρο Πορεία.
Μία ενδιαφέρουσα και ειλικρινής συνέντευξη του Δημήτρη Τάρλοου στον Χρήστο Παρίδη Δημήτρης Τάρλοου: «Εμένα δεν με ενδιαφέρει το θέατρο για ανόητους, αλλά το θέατρο για ευφυείς»
Ο Δημήτρης Τάρλοου εμπνέεται από το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Εις την Οδό των Φιλελλήνων» και προτείνει μια παράσταση όπου η ποίηση μετατρέπεται σε δράση, ο θάνατος σε ηδονή και το σκοτάδι διαλύεται κάτω από το υπέρλαμπρο ελληνικό φως.
Ο Στρατής Πασχάλης, που υπογράφει τη σύνθεση του κειμένου, ενώνει την ποίηση με το θέατρο.
Το θέατρο έχει τη δική του γλώσσα, η λυρική ποίηση τη δική της φωνή. Μπορούν άραγε αυτά τα δύο να ενωθούν και να μιλήσουν χωρίς να προδώσει το καθένα τον εαυτό του;
Το κείμενο της παράστασης αποτελείται από διαφορετικά ποιήματα, που καλύπτουν το σύνολο της λυρικής μας παράδοσης από τη Σαπφώ μέχρι τον Σολωμό, από τον Καβάφη μέχρι τον Ελύτη. Διαφορετικές μεταξύ τους ποιητικές διάλεκτοι, καθημερινές εικόνες, πανάρχαιες τελετουργίες, το γλωσσικό και το πολιτιστικό παρελθόν μας συναιρούνται για να υμνήσουν τον έρωτα, την απόλυτη αξία του ελληνικού πνεύματος, που καθιστά τα πάντα κ ο ι ν ά. Όπως και τη Δόξα. Κοινή.
Πρώτη παράσταση: θέατρο Πορεία 27 Ιανουαρίου 2020
Ημέρες & ώρες παραστάσεων:
Από 27/1/2020 έως 14/4/2020: Δευτέρα & Τρίτη 21:00, Σάββατο 18:00, Κυριακή 16:00