Τον Ιανουάριο του 1949, μερικούς μήνες πριν τελειώσει ο εμφύλιος, ο 24χρονος Μάνος Χατζιδάκις ( Ξάνθη, 1925 - Αθήνα, 1994) έκανε μία ομιλία στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Για πρώτη φορά ένας Έλληνας μουσικός μίλησε με ενθουσιασμό για τους θησαυρούς που κρύβουν αυτά τα τραγούδια. Στη διάλεξη αυτή μπροστά σε ένα έκπληκτο κοινό τραγούδησαν ο Μάρκος Βαμβακάρης και η Σωτηρία Μπέλλου.
Παρόλες τις έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε αυτή η ομιλία, σιγά σιγά ο σπόρος του Χατζιδάκι βρήκε έδαφος και φύτρωσε, γιατί φαίνεται ότι υπήρχε εκείνη την εποχή στον κόσμο μεγάλη ανάγκη για ότι ήταν μικρό, αληθινό, ταπεινό και γηγενές και έτσι πολλά σπίτια του άνοιξαν την πόρτα τους. Σ'αυτό το άνοιγμα πρώτο ρόλο έπαιξε ο Τσιτσάνης, που μεταμόρφωσε το ρεμπέτικο σε λαϊκό.
Όλες οι μαρτυρίες μας μεταφέρουν το μήνυμα ότι οι τολμηροί που είχαν λόγους να βάλλουν το ρεμπέτικο στην ζωή τους το απόλαυσαν τραγουδώντας το και χορεύοντάς το όχι μόνο ιδιωτικά αλλά και δημόσια. Σε τεκέδες, κουτούκια, ταβέρνες, κέντρα διασκέδασης και πλατείες, το ρεμπέτικο στην αρχή και το λαϊκό αργότερα, έφερναν τον κόσμο πιο κοντά μέσα από φάσεις εξώκοσμα κατανυχτικές και ευφορικά αναστάσιμες.
Στην πορεία το τραγούδι αυτό ενέπνευσε κι άλλους συνθέτες και μουσικούς που αναγνώρισαν το μεγαλείο του, με ποιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτή του Μίκη Θεοδωράκη. Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του '60 και μετά από πολλές μάχες του έδωσε βίζα και η ηγετική ομάδα της αριστεράς.
Στη Δραπετσώνα όμως και στα Ταμπούρια, όπου θεωρείται το λίκνο του ρεμπέτικου, ούτε ένας από τους πολλούς αριστερούς και κεντροαριστερούς δημάρχους της περιοχής δε θέλησε μέχρι σήμερα να το τιμήσει όπως του αξίζει. Την ίδια στάση κράτησαν μέχρι πρόσφατα από άλλες θέσεις φωτισμένοι δεξιοί και εξεγερμένοι Πασόκες. Με λίγα λόγια σ'αυτήν την χώρα όλοι οι εκλεγμένοι και μη συμπολίτες μας δε θέλησαν να κάνουν αυτό που σε όλες τις χώρες του κόσμου είναι αυτονόητο. Σίγουρα θα υπάρχουν κάποιοι λόγοι που σχεδόν ένα αιώνα μετά την εμφάνιση του ρεμπέτικου, του ενός από τους δυο πυλώνες της ελληνικής μουσικής, αυτής που από πολλές ψυχές φύσηξε τα σκοτάδια τους, δεν πήρε τη θέση που του αξίζει στον επίσημο ιστό της Πολιτείας.
Μια ιδέα που την έχουμε αναφέρει αρκετές φορές στη Σταγόνα είναι η δημιουργία ενός Μουσείου για το ρεμπέτικο στον απενεργοποιημένο σιδηροδρομικό σταθμό του ΟΣΕ στα σύνορα Δραπετσώνας και Πειραιά. Όμορφο κτίριο και στην πιο κατάλληλη θέση. Φανταζόμαστε ένα μουσείο που πέρα από τα κλασσικά εκθέματα θα διοργανώνει μαθήματα, σεμινάρια και εκδηλώσεις αφιερωμένες σ'αυτήν την ιδιαίτερη μουσική μας και με στόχο να αποκαλύπτει τα μυστικά της σε νέους μύστες βοηθώντας τους έτσι να ανανεώνουν το πνεύμα της.
Εν όψει εκλογών ξανακαταθέτουμε αυτή την πρόταση, μπας και βρει πρόσφορο έδαφος στο πρόγραμμα κάποιων συνδυασμών που συμμετέχουν στην εκλογική μάχη. Φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν κάποιες ρεμπέτικες ψυχές σε όλους τους συνδυασμούς που θα τους ενοχλεί αυτή η διαχρονική αχαριστία της ελληνικής πολιτείας και εξ αιτίας μιας αυθεντικής ντροπής που αισθάνονται να αποφασίσουν να τιμήσουν έμπρακτα κι όπως του αξίζει το ρεμπέτικο. Το μόνο καλό που προέκυψε από επίσημους αξιωματούχους στο θέμα ρεμπέτικο, συνέβη στα τέλη του 2017, όταν μετά από πρόταση της ελλληνικής κυβέρνηση ενέκρινε η Unesco την εγγραφή του στον κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας.
Ένας απ'αυτούς που θα μπορούσε να ήταν μαθητής σ'αυτό το Μουσείο είναι κατά τη γνώμη μας ο ηθοποιός Θεμιστοκλής Καρποδίνης. Μας το συστήνει η Γεωργία Παπαστάμου εξ αιτίας του δίσκου του " Κοντραμπατζήδες", που περιλαμβάνει δώδεκα τραγούδια στην πλειοψηφία τους προπολεμικά ρεμπέτικα αγαπημένων του συνθετών και κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Πατώντας lifo.gr θα σας εμφανιστεί η συνέντευξη που της παραχώρησε και αναρτήθηκε με τον τίτλο "Προπολεμικά ρεμπέτικα όχι για τζάμπα μάγκες".
Η παρουσίασή του δίσκου θα γίνει τη Δευτέρα 11/2, στις 20:00, στην Κληματαριά (πλατεία Θεάτρου 2)