Η τελευταία φωτογραφία τον δείχνει να διαβάζει Φλομπέρ στα γαλλικά, περιτριγυρισμένος από τα ενήλικα παιδιά του. Σε μια συνέντευξη, ίσως την τελευταία, στην εφημερίδα El Pais, αποκάλυψε ότι μια ανδρική φιλία τελειώνει για έναν, και μοναδικό, λόγο: «Γυναίκες, απλό», και έδωσε μια συμβουλή σε όσους γράφουν: «Το μυστικό είναι: όχι επίθετα». Περιοριζόταν στη χρήση επιθέτων και πάλευε καθημερινά για να βελτιώσει τον «πρωτόγονο», όπως χαρακτήριζε, τρόπο γραφής του. Στην ίδια συνέντευξη επανέλαβε ό,τι είχε πει αρκετές φορές, ότι δεν μετανιώνει για τίποτα.
Για να διασταυρώσω τη δήλωση, διάβασα τις νεκρολογίες που γράφτηκαν προς τιμήν του στις εφημερίδες. Mου αρέσουν οι νεκρολογίες, ίσως γιατί είναι ο μοναδικός, ανέξοδος, τρόπος να μαθαίνουμε χωρίς να παθαίνουμε. Αμετάκλητη και περιχαρακωμένη καθώς είναι η απώλεια, δεν αφήνει δυνατότητα να συμπληρωθεί μία ακόμη παράγραφος, παρέχει όμως μια ευκαιρία πρώτης τάξεως, όπως περιγράφουμε τις ευκαιρίες, να ακολουθήσει ο αναγνώστης το μονοπάτι με τις κομβικές στιγμές. Εκείνες που σηματοδοτούν, που αλλάζουν την κατεύθυνση, ίσως και τη μοίρα. Είχε μια ενδιαφέρουσα και πλήρη ζωή και τα κείμενα που του αφιέρωσαν τα αγγλικά μέσα ήταν εξίσου απολαυστικά και εκτενή. Τι κάνει όμως μια ζωή ενδιαφέρουσα; Νομίζω ό,τι κάνει τους ανθρώπους γοητευτικούς, ό,τι δεν συνάδει, οι παρεκβάσεις, οι αποκλίσεις.
Εχω παρατηρήσει, γιατί είμαι αρκετά μεγάλη πια, ότι η ζωή εξαρτάται από το μονοπάτι, και η έκπληξη ή ο τρόμος είναι το πόσο πολλά εξαρτώνται από τη λάθος επιλογή του μονοπατιού. Η κλίση για τον Λιόσα ήταν σαφής, διάβαζε παιδιόθεν συστηματικά, έγραφε μεθοδικά και παθιασμένα. Επέλεξε το σωστό μονοπάτι, προφανώς. Εγραψε κείμενα όλων των ειδών – κωμωδίες, αστυνομικά, θεατρικά, βιογραφίες, πολιτικά βιβλία. Ηταν πολιτικά στρατευμένος, παραπάνω από τον μέσο Λατινοαμερικανό. Η πολιτική τον ενδιέφερε τόσο που το 1990 αποφάσισε, στα 54, να αφήσει την πεζογραφία και να βάλει υποψηφιότητα με το Δημοκρατικό Μέτωπο για να διεκδικήσει την προεδρία του Περού. Κέρδισε τον πρώτο γύρο και έχασε στον δεύτερο από τον Αλμπέρτο Φουτζιμόρι, ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα για τα επόμενα δέκα χρόνια.
«Ηταν ένα μεγάλο λάθος», είπε, «ένα από τα πράγματα που έμαθα από την εμπειρία της πολιτικής καμπάνιας είναι ότι δεν έχω την όρεξη ή την απληστία να γίνω ένας επιτυχημένος πολιτικός. Η εξουσία χρειάζεται αδηφάγα όρεξη. Αυτή δεν είναι η περίπτωσή μου. Στην ουσία, έκανα τη θλιβερή ανακάλυψη ότι η πολιτική συνίσταται από ίντριγκα, χειρισμούς, προδοσία, ελιγμούς, μια μεγάλη δόση υπολογισμών, μπόλικο κυνισμό και κάθε είδους εξαπάτηση. Δεν θα το έκανα ξανά, αλλά δεν μετανιώνω· ήταν εποικοδομητικό. Για ένα συγγραφέα δεν υπάρχει περιττή εμπειρία».
Η λογοτεχνία τον περίμενε να επιστρέψει. Τι θα είχε γίνει, σκέφτομαι, εάν κέρδιζε τις εκλογές; Μονάχα με την ύστερη γνώση της απόστασης μπορούμε να εκτιμήσουμε τον αυθαίρετο παράγοντα, ή την αυθόρμητη φύση, της τύχης. Το αντίτιμο θα ήταν η στέρηση των βιβλίων του για εμάς, η απώλεια ενός Νομπέλ για εκείνον.
Τιμήθηκε το 2010 με το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο· ήταν 74 ετών. Στην τελετή βράβευσης ευχαρίστησε, για εντελώς αλλόκοτους λόγους, τη γυναίκα του Πατρίσια. Για «τον ακατάβλητο χαρακτήρα της», για την ικανότητά της «να του οργανώνει το ημερολόγιο, να εγκωμιάζει τα γραπτά του και να του ετοιμάζει τις αποσκευές του». Λίγο αργότερα, μέρες μετά το μεγάλο πάρτι για τον εορτασμό της χρυσής επετείου τους, πακέταρε, μόνος του φαντάζομαι, και την εγκατέλειψε. Παρέμεινε στη Μαδρίτη και μετακόμισε στο σπίτι της ερωμένης του.
Σαν να είχε ξεχάσει ό,τι είχε πει ο ήρωάς του στο «Παλιοκόριτσο» –σε ένα από το καλύτερα κατά τη γνώμη μου βιβλία του– «το μυστικό της ευτυχίας είναι να ελαχιστοποιήσεις τη ρομαντική αγάπη από τη ζωή σου, είναι ο έρωτας που σε κάνει να υποφέρεις». Οι σελίδες των ισπανικών περιοδικών κάλυψαν εκτενώς για πολλά χρόνια το ειδύλλιο του νομπελίστα Λιόσα και της Ιζαμπέλ Πρέισλερ, πρώην μοντέλου, μητέρας του τραγουδιστή Ενρίκε Ιγκλέσιας, με καταγωγή από τις Φιλιππίνες και γνωστής ως «η πέρλα της Μανίλας». Εκείνη ήταν 67. Εκείνος ήταν 79. Πολλοί αναρωτήθηκαν πώς ο συγγραφέας μιας σειράς δοκιμίων εναντίον της κουλτούρας των σελέμπριτι και των μίντια αποφάσισε να υπερεκτεθεί σε αυτά. «Πώς ανέχεστε τόση έκθεση εσείς που τα σιχαινόσασταν όλα αυτά;». «Ο έρωτας έρχεται με τίμημα. Ολα έρχονται με τίμημα».
Φυσικά, αρκεί το κόστος να μην είναι μεγαλύτερο από την ανταμοιβή. Το ζευγάρι χώρισε έπειτα από οκτώ χρόνια και ο συγγραφέας κατέληξε –σε ό,τι είχαν συμπεράνει νωρίτερα οι φίλοι του– στο ότι «οι κόσμοι τους ήταν ασύμβατοι». «Ηταν μια εμπειρία που τελείωσε. Τώρα είμαι πίσω στο σπίτι, περιτριγυρισμένος από τα βιβλία μου. Δεν μετανιώνω για τίποτα»
Ο Λιόσα ήταν ένας από τους ελάχιστους βραβευμένους με Νομπέλ συγγραφείς που περίμενα τα βιβλία τους. Με συνεπαίρνουν τα βιβλία του. Με σαγηνεύουν επίσης η αισιοδοξία και το θάρρος με τα οποία διέσχισε τη ζωή. Είναι μια εξαίρεση. Κοιτάζοντας τριγύρω παρατηρώ ότι οι άνθρωποι τείνουν να διορθώνουν ό,τι έκαναν λάθος, αλλά κυρίως τείνουν να μετανιώνουν για ό,τι δεν έκαναν. Ισως ευθύνεται το επάγγελμα. Οι συγγραφείς έχουν ανάγκη τον ενθουσιασμό και δεν φοβούνται την αβεβαιότητα και τα ρίσκα. Είναι παράξενη, μοναχική, χωρίς βεβαιότητες η δραστηριότητά τους. Το περιέγραψε καλά –ένας άλλος νομπελίστας– ο Γάλλος Μοντιανό: «Η γραφή είναι σαν να οδηγείς νύχτα, χειμώνα, στον πάγο, με ορατότητα μηδέν. Δεν μπορείς να κάνεις όπισθεν, παρά να προχωρήσεις λέγοντας στον εαυτό σου ότι ο δρόμος θα στρώσει και η ομίχλη θα διαλυθεί».
Πηγή: kathimerini.gr/opinion