"Ο αυριανός ογδοντάρης θα είναι ο σημερινός εξηντάρης" σού φτιάχνουν τη διάθεση οι ούλτρα αισιόδοξοι και φέρνουν ως παράδειγμα -εάν είναι ρέκτες της ελληνικής μουσικής- το διασκεδαστικότατο τραγουδάκι του Μιχάλη Σουγιούλ και Αλέκου Σακελλάριου "Βρε πώς Μπατιρίσαμε που Σαρανταρήσαμε". Μεταπολεμικά μια παρέα σαραντάρηδων περιγράφεται με σακκούλες κάτω από τα μάτια, προγούλες, να έχουν ανάγκη νοσοκόμας, να κοντεύουν να σκάσουν από το πάχος ή να έχουν φέξει σαν φακίρηδες. Από τα βιτριολικά πειράγματα του Σακελλάριου γλιτώνει μόνο ο φίλος και συνεργάτης του Χρήστος Γιαννακόπουλος. "Κι έτσι στο παλιό μας στέκι μόνο ο Χρήστος καλοστέκει…" Ειρωνεία της τύχης – ο Γιαννακόπουλος πέθανε από τους πρώτους της φουρνιάς του, λίγο μετά τα πενήντα του.
Θυμάσαι κι εσύ, κάθε μέρα, τον κολλητό σου που είχε βάσει του τρόπου ζωής του τις προδιαγραφές να πιάσει τα εκατό κι όμως μας εγκατέλειψε στο άνθος του χτυπημένος από καρκίνο. Έχεις και αντίθετα παραδείγματα. Τύπους που ουδέποτε καταδέχθηκαν να υπακούσουν στους περιορισμούς της ηλικίας κι έφτασαν μολοντούτο σε βαθύ γήρας. Τον Ουίνστον Τσώρτσιλ. Την Άλκη Ζέη – κάπνιζε κι έπινε, μπροστά σου, ουίσκι κι ας είχε περάσει τα ενενήντα. "Μεμονωμένα παραδείγματα…" σκέφτεσαι. "Ευλογημένες εξαιρέσεις…" Διαβάζεις και ένα ξένο άρθρο που διατείνεται ότι η πολυδιαφημισμένη μακροβιότητα στην ωραία Ικαρία αποτελεί απάτη – "οι συμπαθείς νησιώτες" υποστηρίζει ο συγγραφέας του "κρύβουν τους θανάτους των δικών τους για να εξακολουθήσουν να εισπράττουν τις συντάξεις τους…" Τραβηγμένο.
Εγώ, εν πάση περιπτώσει, έχω αφομοιώσει τη φράση που έλεγε η μάνα μου, πριν από εκείνη ο Αλκιβιάδης: "κυβερνάν εστίν προβλέπειν". Και κάνω τα κουμάντα μου. Από το μιλλένιουμ σχεδόν έχω κόψει τα σκληρά ποτά, πίνω αποκλειστικά κρασί. Προ οκταετίας το γύρισα από το κάπνισμα στο άτμισμα. Δεν βλάπτει το ναργιλεδάκι τσέπης; -έτσι αποκαλώ το ηλεκτρικό τσιγάρο. Πολύ λιγότερο, αυταπόδεικτα, από το να φουμάρεις δυό πακέτα την ημέρα.
Το να φοράω φόρμες και να τρέχω στο Πεδίον του Άρεως ή να γραφτώ σε γυμναστήριο μού φαίνεται, μεταξύ μας, κάπως αρούκατο. Θα πάθω καμιά θλάση. Ή καμιά κρίση ναρκισισμού. Να διασχίζω αντιθέτως την πόλη, το έξυπνο ρολόι να μετράει αποστάσεις και σφυγμούς κι εγώ να χαίρομαι τη φθινοπωρινή δροσιά, να παρατηρώ τους ανθρώπους, να σκέφτομαι το επόμενο κεφάλαιο του εν εξελίξει μυθιστορήματός μου, να ακούω πόντκαστ ή μουσική, τι καλύτερο;
Προσπαθώ να δω την πόλη μου με τα μάτια τους για να την εκτιμήσω περισσότερο. Πράγματι. Η Αθήνα είναι ένα χαρμάνι Ανατολής και Δύσης, έχει τη γοητεία του πανάρχαιου και τη λάμψη του εντελώς εφήμερου. Βλέπεις στους δρόμους της μαυροντυμένες γερόντισσες -πανομοιότυπες σου φαίνονται με τις γραίες των παιδικών σου χρόνων-, κοστουμάκηδες ραμμένους "sur mesure” ή με ετοιματζίδικα σακκάκια των πέριξ της Ομόνοιας καταστημάτων, φρικιά και χίπστερ, γυναίκες της βιοπάλης και δεσποινάρια στα δεκαεφτά, στα είκοσί τους, με νύχια σαν μικρά σπαθιά, με σορτς που ασπρίζουν στους γλουτούς. Τις νύχτες μυρμηγκιάζει όχι τόσο το Κολωνάκι, όσο η Νεάπολη Εξαρχείων, το Παγκράτι, οι δρόμοι κάτω από το Σύνταγμα. "Στα 90’ς, ο χαμός γινόταν στην πεζόδρομο της Χάρητος" λέω στην παρέα μου, που τότε δεν είχε καν γεννηθεί ή μπουσούλαγε. "Μάστιγα αποτελούσαν τα ποτά-μπόμπες, κινδύνευες να πάθεις με δυό γουλιές ουίσκι χανγκόβερ. Οι φάτσες όμως, τα ντυσίματα δεν διαφέρουν εντυπωσιακά, ίσως κάπως οι γυναικείες κομμώσεις. Η Ελλάδα ακόμα -να μια μεγάλη αλλάγη- ήταν ένα απέραντο τασάκι. Στις συναυλίες ανάβαμε αναπτήρες. Τώρα φακούς κινητών. Άλλη διαφορά; Οι λοάτκι. Διασκέδαζαν απελευθερωμένοι μόνο στα γκέι μπαρ – κάποια τους είχαν ακτινοβολία και για τους στρέιτ, το "Alexander” στην Τσακάλωφ, ο "Αλέκος”, το "Λάμδα”. Πλέον οι λοάτκι διατρανώνουν την παρουσία τους παντού…"
"Περνάγαμε καλύτερα;" αναρωτιέμαι. "Εάν ναι, ο μόνος λόγος ήταν η λαχτάρα μας να τρυπώσουμε παντού. Να εξερευνήσουμε κάθε κρυφή πτυχή. Έτσι και επέστρεφα στα στέκια της ύστερης εφηβείας και της μετεφηβείας μου, στο ζαχαροπλαστείο της Σκουφά, το φαγάδικο της Βαλτετσίου, το ρεμπετάδικο της Καλλιδρομίου, πιθανότατα να τα απομυθοποιούσα εντελώς. Άσε που θα εκπλησσόμουν με το πόσο χρόνο και ενέργεια ξοδεύαμε τριγυρνώντας ασκόπως, φλερτάροντας κορίτσια που δεν μας άρεσαν και τόσο -ούτε κι εμείς τους αρέσαμε αλλά ύστερα από τόσο μπίρι-μπίρι ενέδιδαν-, μη στέργοντας να πέσουμε για ύπνο πριν από τις τέσσερις ή από τις πέντε τα χαράματα.
Δεν χάνεται ο χρόνος. Το φοιτητικό χαζολόγημα λειτουργεί ως πηγή έμπνευσης, ως αφετηρία δημιουργίας. Ομοίως οι μεσήλικοι περίπατοι. Ακονίζεται η σκέψη σου παρατηρώντας γύρω σου. Βαθαίνει το αίσθημα σου. Κατηφορίζεις την Ιπποκράτους, θυμάσαι τα παμπάλαια λεωφορεία που αγκομαχούσαν κάποτε στην κοίτη της και άφηναν πίσω τους μαύρο καπνό. Βγαίνεις στη Σόλωνος, σαν χτες σου φαίνεται που έκαναν εκεί κοπέλες πεζοδρόμιο, οι τραβεστί προτιμούσαν τη Βουκουρεστίου. Φτάνεις στο δρομάκι πίσω από το Ρεξ, εκεί σερβίρεται ακόμα ούζο με μεζέ, βαράνε τρίχορδα μπουζούκια, υπάρχει ένα θρησκευτικό βιβλιοπωλείο κι ένα κατάστημα που -άκουσον, άκουσον!- πουλάει γραφομηχανές. Παίρνεις την Εμμανουήλ Μπενάκη που πριν από εκατό χρόνια την έλεγαν "οδό Προαστείου". Βγαίνεις στην Πανεπιστημίου, ο πλανόδιος μανάβης πουλάει ακόμα εκεί, στο καρότσι του, βασιλικά σύκα και αχλάδια κρυστάλια.
Θυμάσαι και απαγγέλλεις δοξαστικά τους στίχους του Σεφέρη: Εγώ είμαι ο τόπος σου. Ίσως να μην είμαι κανείς. Αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις.
Πηγή: capital.gr