Οι δείκτες επιδεινώθηκαν δραματικά μέσα στην πολυετή κρίση, αλλά παρά την ανάκαμψη των τελευταίων ετών η απόσταση σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες παραμένει χαώδης. Αυτή την απόσταση μετρούν στην κυβέρνηση και υπολογίζουν ότι αν πιάσουμε τους κοινοτικούς μέσους όρους σε μια σειρά από κρίσιμους δείκτες (απασχόληση νέων, γυναικών, συνταξιούχων κ.λπ.) είναι δυνατόν να αυξηθεί το συνολικό εισόδημα της χώρας με την προσθήκη ακόμη και 400.000 ατόμων στην «ενεργό δράση».
Τα στοιχεία της απασχόλησης δείχνουν ότι ακόμη και σήμερα, με την ανεργία να έχει μειωθεί στο 10%, δηλαδή αρκετά κοντά στα προ κρίσης επίπεδα, ο αριθμός των απασχολουμένων είναι κατά 400.000 μικρότερος σε σχέση με τον αντίστοιχο του 2009 (οι απασχολούμενοι είναι 4,2 εκατ. σήμερα, από 3,8 εκατ. το 2018 αλλά και 4,6 εκατ. το 2008).
Για να αυξηθεί ο αριθμός των απασχολουμένων κατά 400.000, δύο «δεξαμενές» υπάρχουν: αυτή των ανέργων που «μετράει» σήμερα περίπου 500.000 άτομα, αλλά και αυτή των μη οικονομικά ενεργών που αριθμεί πάνω από 3 εκατ. άτομα. Για να καταστεί κάποιος εργαζόμενος, από μη οικονομικά ενεργός, απαιτούνται κίνητρα και στοχευμένες πολιτικές, καθώς μιλάμε για γυναίκες που έχουν ως αποκλειστική απασχόληση την ανατροφή παιδιών ή τη φροντίδα ηλικιωμένων, τους νέους που σπουδάζουν και δεν εργάζονται (η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια και στους NEETs, δηλαδή τους νέους που ούτε σπουδάζουν ούτε εργάζονται), αλλά και τους συνταξιούχους. Σε όλες αυτές τις κατηγορίες οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι πολύ χειρότερες σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη και οι στατιστικές της Eurostat το αποδεικνύουν:
Η απασχόληση των γυναικών περιορίζεται στο 57,6%, ποσοστό με το οποίο η Ελλάδα ξεπερνάει μόνο τη Βοσνία και την Τουρκία.
• Η απασχόληση των γυναικών στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, καθώς περιορίζεται στο ισχνό 57,6%, ποσοστό με το οποίο η Ελλάδα ξεπερνάει ουσιαστικά μόνο τη Βοσνία και την Τουρκία. Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης διαμορφώνεται στο 69,8%, ενώ πολλές χώρες έχουν σπάσει και το φράγμα του 80% (Ολλανδία, Σουηδία, Εσθονία και Ισλανδία). Στην κορύφωση της κρίσης την περίοδο 2012-2013, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών είχε βυθιστεί στο 42,9%. Τέτοιο «κενό» απασχόλησης στις τάξεις των ανδρών δεν υπάρχει. Ο δείκτης φτάνει στην Ελλάδα στο 77,4%, με τον μέσο όρο απασχόλησης στην Ε.Ε. να διαμορφώνεται στο 79,7%.
• Η απασχόληση –ανεξαρτήτως φύλου– στην ηλικία των 55 έως 64 ετών περιορίζεται στην Ελλάδα σε μόλις 54,1%, ποσοστό με το οποίο η Ελλάδα ξεπερνά μόνο την Τουρκία, τη Βοσνία, το Λουξεμβούργο, τη Ρουμανία και την Κροατία. Η Ευρωζώνη είναι στο 64,1%, ενώ πολλές χώρες κινούνται πάνω από 70%. Στην περίοδο της κρίσης η Eurostat είχε καταγράψει εφιαλτικά ποσοστά της τάξεως του 33,9%, που την έφερναν στην 3η θέση από το τέλος στον ευρωπαϊκό χάρτη.
• Η απασχόληση των νέων ηλικίας 15 έως 24 ετών είναι επίσης πολύ χαμηλά σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Καθώς το σχετικό ποσοστό διαμορφώνεται στο 18,3% (υψηλότερο μόνο από το αντίστοιχο της Βοσνίας), η Ελλάδα απέχει πολύ από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης που διαμορφώνεται στο 36,7%, ενώ με πολλές βόρειες χώρες δεν τίθεται θέμα σύγκρισης. Η Νορβηγία, για παράδειγμα, είναι στο 57%, η Ελβετία στο 61% και η Ολλανδία στο 76,5%.
• Κάνουμε… πρωταθλητισμό στους NEETs, δηλαδή τους νέους οι οποίοι δεν κατατάσσονται ούτε στους απασχολουμένους, ούτε στους σπουδαστές, ούτε καν στους εκπαιδευόμενους (ΝΕΕΤ: not employed, educated or trained). Το ποσοστό στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 11,6%, ποσοστό που μας κατατάσσει στις 8 χώρες με τις χειρότερες επιδόσεις της Ε.Ε. Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης διαμορφώνεται στο 9,2%. Παρήγορο στοιχείο, η βελτίωση σε σχέση με την περίοδο της κρίσης, καθώς το 2012 το ποσοστό είχε ξεπεράσει το 20%.
• Η παραγωγικότητα της εργασίας ανά άτομο παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, καθώς μετρήθηκε το 2023 στις 70,1 μονάδες, με τον δείκτη της Ε.Ε. να διαμορφώνεται στο 100. Με εξαίρεση τη Βουλγαρία, καμία άλλη χώρα της Ε.Ε. δεν έχει τόσο κακή επίδοση. Ακόμη και αν η παραγωγικότητα της εργασίας μετρηθεί με την ώρα εργασίας και όχι ανά άτομο, το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει: πολύ χαμηλή επίδοση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Πηγή: kathimerini.gr/economy