Υπάρχει επίσης και ένα άλλο κριτήριο που για να πάρει μπρος και να μπορεί να συζητηθεί σοβαρά θέλει πολύ ψάξιμο και συζήτηση. Κι αυτό είναι αν οι πολιτικές επιλογές της όποιας κυβέρνησης καταφέρνουν να αξιοποιούν σε ικανοποιητικό βαθμό όλες τις εν δυνάμει υπάρχουσες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας έτσι ώστε ο προς μοίρασμα πλούτος να είναι όσο γίνεται πιο μεγάλος. Εννοείται με σεβασμό στο περιβάλλον και λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη το μεγάλο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής.
Κάθε φορά όπως σε όλα τα θέματα μπαίνει και στα θέματα οικονομίας επιτακτικά και το ζήτημα του τι μπορεί να κάνει ο κάθε πολίτης για να προκύπτουν λύσεις υπέρ του. Στο συγκεκριμένο ένα είναι να παρακολουθεί την αγορά φροντίζοντας να επιλέγει προϊόντα με τις πιο συμφέρουσες τιμές και εν γένει είναι το να προσπαθεί όσο μπορεί να μειώνει τα έξοδά του και να αυξάνει τα έσοδά του. Τα περιθώρια όμως παρέμβασης στην βελτίωση της μεγάλης εικόνας είναι σχεδόν ανύπαρκτα μιας και έχουν φροντίσει να παίζουν μπάλλα σ'αυτό το γήπεδο οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι τράπεζες και το πολιτικό προσωπικό της χώρας και ιδιαιτέρως όσοι ανήκουν στο κάθε φορά κυβερνητικό στρατόπεδο.
Βοηθάει πάντως τον καθένα να υπάρχουν πληροφορίες και αναλύσεις που ως ένα βαθμό να φωτίζουν την οικονομική κατάσταση. Το κεράκι σ'αυτήν την προσπάθεια αποτελούν οι σκέψεις που προκύπτουν από την προσωπική εμπειρία του καθενός και προβολείς μπορεί να'ναι οι αναλύσεις που αναφέρονται στην μεγάλη εικόνα της οικονομίας. Αυτές οι προσεγγίσεις είναι πολλές και διαφορετικές. Ο καθένας όμως που ενδιαφέρεται να μάθει πληροφορίες και στοιχεία ερχόμενος σε επαφή με τις αναλύσεις ειδικευμένων αρθογράφων, συγγραφέων και ερευνητών, ινστιτούτων, συνδικαλιστικών φορέων και κομμάτων.
Τότε είναι πιθανόν ότι σιγά σιγά θα βρει κάποιους που θα τον πείθουν πιο πολύ από τους άλλους και θα του ταιριάζουν. Στην καλύτερη περίπτωση, θα ξεκινήσει τότε ένας διάλογος μεταξύ του αναγνώστη και του μελετητή που εκτιμά. Κι αυτό θα τον βοηθά να βλέπει καλύτερα και εις βάθος την μεγάλη εικόνα και τη μικρή δική του και να ανακαλύπτει τους φανερούς και αφανείς δεσμούς τους. Το πολύ δύσκολο κάθε φορά είναι το τι μπορεί να κάνει, εννοείται μαζί με άλλους, για να αλλάζει προς όφελός τους η οικονομική κατάσταση τόσο η δική τους όσο και αυτή της χώρας.
Ένας τέτοιος αρθρογράφος για μένα είναι ο Κώστας Καλλίτσης που αρθρογραφεί στο Οικονομικό Ένθετο της Κυριακάτικης Καθημερινής. Το άρθρο που ακολουθεί του δημοσιεύτηκε στις 4 Ιουνίου και είναι μία παρουσίαση της οικονομίας μας με βάση το ισοζύγιο πληρωμών. Έτσι όπως το είδα, αποτελεί μία εκδοχή της μεγάλης εικόνας της οικονομίας μας. Είναι πάντως ένα από τα άρθρα εκείνα που διαβάζοντάς τα νιώθω ένα κόμπο στο στομάχι και εύχομαι να είναι λανθασμένα τα στοιχεία και τα επιχειρήματά του συγγραφέα, διότι διαφορετικά μαύρο φίδι θα μας φάει, ιδιαίτερα τους νέους.
Κώστας Καλλίτσης. Την πρώτη μεγάλη οικονομική κρίση του 21ου αιώνα, που ξέσπασε το 2007-08 και το τσουνάμι της έφθασε στις ακτές της Ευρώπης το 2010, πέντε ευρωπαϊκές χώρες δεν κατάφεραν να αποφύγουν κάποιο πρόγραμμα διάσωσης: η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Κύπρος και, εν μέρει, η Ισπανία. Από αυτές, μόνο μία, η Ελλάδα, είχε δίδυμα ελλείμματα – δημοσιονομικό και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι άλλες τέσσερις έπασχαν μόνο από ένα μεγάλο έλλειμμα: στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Και αυτό το έλλειμμα ήταν αρκετό, με το ξέσπασμα της κρίσης, για να τις ρίξει στα βράχια.
Στο ισοζύγιο πληρωμών αποτυπώνονται διαρθρωτικά προβλήματα μιας οικονομίας, που συνοψίζονται στη χαμηλή ολική παραγωγικότητά της και, συνεπώς, στη χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητά της. Οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης το παρακολουθούν στενά για να ανιχνεύουν πιθανούς κινδύνους ανατροπής της μακροοικονομικής ισορροπίας μιας οικονομίας. Εχουν επεξεργαστεί, μάλιστα, και χρησιμοποιούν ένα κριτήριο-δείκτη: όταν το έλλειμμα του ισοζυγίου μιας χώρας υπερβαίνει το 4% του ΑΕΠ και διατηρείται πάνω από αυτό για αρκετό χρονικό διάστημα, στις Βρυξέλλες χτυπά σήμα κινδύνου και στις διαδικασίες ελέγχου μακροοικονομικών ανισορροπιών ανάβει κόκκινο. Εχει ανάψει για τη χώρα μας.
Το έλλειμμα ισοζυγίου πληρωμών από 2,9% του ΑΕΠ το 2018 και 1,5% του ΑΕΠ το 2019, σκαρφάλωσε στο 6,8% το 2021 και εκτοξεύθηκε στο 10% περίπου το 2022. Εν μέρει αυτή η εκτόξευση οφειλόταν στις αυξημένες τιμές των καυσίμων και στην ταχεία ανάκτηση των (λόγω COVID-19) απωλειών του ΑΕΠ. Αλλά το πρόβλημά μας δεν είναι συγκυριακό. Είναι διαρθρωτικό. Για την Ελλάδα έχει ανάψει κόκκινο. Το έχει κατ’ επανάληψη επισημάνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Ενα έλλειμμα του ισοζυγίου «που διατηρείται πάνω από 4% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα έρχεται σε σύγκρουση με τον έλεγχο των μακροοικονομικών ανισορροπιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης», προειδοποιεί ο Γ. Στουρνάρας. Εσχάτως, δε, αφυπνίστηκε και η Κομισιόν. Στη δεύτερη έκθεσή της για τη μεταμνημονιακή εποπτεία της Ελλάδας δεν παραβλέπει (όπως πριν…) τα δομικά προβλήματα που συνδέονται με την αυτόματη και απότομη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου αντανακλά την κρίσιμη διαχρονική ανισορροπία ότι η εθνική δαπάνη είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την εγχώρια παραγωγή, ένα. Δύο, η διαφορά ανάμεσα στο ΑΕΠ που παράγουμε κι εκείνο που θα μπορούσαμε να παράγουμε με την πλήρη εκμετάλλευση των διαθέσιμων παραγωγικών συντελεστών (το παραγωγικό κενό) έχει μηδενιστεί. Αρα, τρία, για να αυξηθεί το ΑΕΠ χρειάζονται επενδύσεις (διαφορετικά θα αυξάνονται μόνο οι τιμές), που σήμερα είναι χαμηλές, αντιστοιχούν στο 14% του ΑΕΠ. Δεν αρκεί να παράγουμε γενικώς, γιατί το κρίσιμο είναι να παράγουμε διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, τέσσερα.
Η Ελλάδα, μια χώρα με ανησυχητικό έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών και υπερχρέωση-ρεκόρ, δεν έχει θέσει τέτοιους στόχους, ούτε διαθέτει κάποιο ανάλογο σχέδιο. Ισως, μάλιστα, έχουμε πάει λίγο πίσω. Την τελευταία τριετία μοιράστηκαν πάνω από 60 δισ. ευρώ στο όνομα της διάσωσης της οικονομίας και της στήριξης της κοινωνίας, με κριτήρια χαλαρά, όχι τόσο διαφανή, δίκαια ή αναπτυξιακά. Ετσι μπορεί να κερδίζονται εκλογές, ωστόσο προκαλούνται παρενέργειες και δυναμώνουν αυταπάτες. Διαδεδομένη μεταξύ αυτών η αυταπάτη ότι η οικονομία έχει τεθεί σε τροχιά ανάπτυξης, ενώ, βασικά, η οικονομία φουσκώνει από την πληθώρα δημόσιου ντόπιου ή ευρωπαϊκού χρήματος χωρίς να αλλάζει δομικά. Το παραδοσιακό, παρασιτικό μοντέλο είναι εδώ – μαζί και οι στυλοβάτες του. Αυτό καθρεφτίζεται στο μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών.