Δευτέρα, 02 Νοεμβρίου 2020 19:32

Τρία ποιήματα του Ρέιμοντ Κάρβελ

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)

kathimerini24ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ 

Πάντα ήθελα ποταμίσια πέστροφα
για πρωινό.
 
Ξαφνικά, ανακαλύπτω καινούργιο μονοπάτι
μέχρι τον καταρράκτη.
 
Αρχίζω να βιάζομαι.
Ξύπνα,

λέει η γυναίκα μου,
ονειρεύεσαι.
 
Ομως, όταν κάνω να σηκωθώ,
το σπίτι γέρνει.
 
Ποιος ονειρεύεται;
Είναι μεσημέρι, λέει εκείνη.
 
Τα καινούργια μου παπούτσια περιμένουν δίπλα στην πόρτα.
Αστράφτουν. 

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΖΗΣΕΙ 

Οπου κι αν πήγαινε εκείνη τη μέρα βάδιζε
μέσα στο ίδιο του το παρελθόν. Περνούσε κλοτσώντας 
μέσα από σωρούς
αναμνήσεων. Κοιτούσε μέσα από παράθυρα
που δεν του ανήκαν πια.
Δουλειά και φτώχεια και να τους κλέβουν και τα ρέστα.
Εκείνες τις μέρες ζούσαν χάρη στη θέλησή τους,
αποφασισμένοι να είναι ανίκητοι.
Τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Οχι
για πολύ.
 
Στο δωμάτιο του μοτέλ
την ίδια νύχτα, τις πρώτες ώρες της ημέρας,
τράβηξε μια κουρτίνα. Είδε σύννεφα
να στριμώχνονται μπροστά απ’ το φεγγάρι. Πλησίασε
πιο κοντά στο τζάμι. Αέρας παγωμένος πέρασε
κι έβαλε το χέρι στην καρδιά του.
Σε αγαπούσα, σκέφτηκε.
Σε αγαπούσα πολύ.
Πριν σταματήσω πια να σ’ αγαπώ. 

ΤΟ ΣΤΙΛΟ 

Το στιλό που έλεγε την αλήθεια
κατέληξε στο πλυντήριο
για τον κόπο του. Βγήκε
μια ώρα αργότερα, και ρίχτηκε
στο στεγνωτήριο μαζί με παντελόνια τζην
κι ένα πουκάμισο καρό. Πέρασε μέρες
ήσυχο στο γραφείο
κάτω απ’ το παράθυρο. Εστεκε εκεί
και σκεφτόταν πως είχε ξοφλήσει.
Χωρίς την παραμικρή βεβαιότητα
στ’ όνομά του. Δεν είχε 
τη θέληση να συνεχίσει, ακόμα κι αν το επιθυμούσε.
Μα ένα πρωί, περίπου μια ώρα 
πριν χαράξει, ζωντάνεψε
κι έγραψε:
«Τα νοτισμένα λιβάδια κοιμισμένα στο φεγγαρόφως».
Υστερα έμεινε ακίνητο ξανά.
Η χρησιμότητά του σε αυτή τη ζωή
σαφώς στο τέλος της.
 
Εκείνος το κούνησε και το χτύπησε
στο γραφείο. Υστερα το παράτησε σχεδόν.
Ομως ακόμα μια φορά, με τεράστια
προσπάθεια, επιστράτευσε τα τελευταία του
αποθέματα. Να τι έγραψε:
«Ελαφρύ αεράκι, και πέρα απ’ το παράθυρο
δέντρα να κολυμπάνε στον χρυσαφένιο πρωινό αέρα».
 
Προσπάθησε να γράψει λίγο ακόμα
μα αυτό ήταν όλο. Το στιλό
σταμάτησε για πάντα να δουλεύει.
Κατέληξε τελικά
στην πυρά μαζί με
άλλα σκουπίδια. Ωσπου πολύ αργότερα
ένα άλλο στιλό,
ένα κοινό στιλό
που δεν είχε αποδείξει πως αξίζει
ακόμα, έγραψε με ευκολία:
«Σκοτάδι μαζεύεται στα κλαδιά.
Μείνε μέσα. Μείνε ακίνητος».

 Ο Αμερικανός διηγηματογράφος και ποιητής Ρέιμοντ Κάρβελ (Κλατσκάνι, Όρεγκον, 1938 - Πορτ Άντζελες, 1998),  κατέχει μιαν ιδιαίτερη θέση στη σύγχρονη αμερικανική γραμματολογία. Διάσημος για τα σύντομα πεζά του, στην παράδοση των μεγάλων Αμερικανών διηγηματογράφων, ο Κάρβερ θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ποιητή. Και δίκαια: το ποιητικό του έργο δεν υπολείπεται του πεζογραφικού.

Με άλλα λόγια, όπως με ακρίβεια το θέτει η δεύτερη σύζυγός του, Τες Γκάλαχερ, στην εισαγωγή της τελευταίας του συλλογής, ο Ρέη χρησιμοποιούσε την ποίησή του για να τραβήξει την τίγρη έξω από την κρυψώνα της».

Ο ίδιος έλεγε: Δεν είμαι “γεννημένος” ποιητής. Δεν ξέρω αν είμαι “γεννημένος” για τίποτε άλλο πέρα από το να είμαι ένα λευκό αμερικανικό αρσενικό. Ισως γίνω περιστασιακός ποιητής. Δεν πειράζει όμως. Είναι καλύτερο από το να μην είμαι καθόλου ποιητής».

Τώρα, ένας Έλληνας πεζογράφος (με έντονα όμως ποιητικά στοιχεία στη γραφή του), ο Ακης Παπαντώνης, αναλαμβάνει να γυρίσει στα ελληνικά την ποίηση του Κάρβερ, με τον τόμο «Εκεί που είχαν ζήσει», που αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κίχλη.

 

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 07 Νοεμβρίου 2020 05:23

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση