Τρίτη, 01 Ιανουαρίου 2019 18:40

Πολωνέζα και Μεξικάνα, Αμερικάνα και Γιαπωνέζα, παρούσες, η Ελληνίδα που'ναι;

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

film1Ο Ψυχρός πόλεμος ανάμεσά μας: Από τις ταινίες που είδα από τον Οκτώβριο μέχρι και τον Δεκέμβριο, τέσσερις με ταρακούνησαν. Μία απ'αυτές είναι ο "Ψυχρός πόλεμος". Όταν μετά σκέφτηκα την ταινία, αντιλήφθηκα ότι εγώ ήμουν ο προκατειλημμένος κι όχι ο Πολωνός σκηνοθέτης Πάβελ Παβλόφσκι ( Βαρσοβία, 1957). Εγώ, που ως επικριτικός στα νιάτα μου του υπαρκτού σοσιαλισμού, εισέπραττα στη διάρκεια της προβολής ως πρόβλημα μόνο τα αρνητικά του καθεστώτος της Λαϊκής Δημοκρατίας στην Πολωνία.  Και διαπίστωσα ότι καλώς με ενοχλούσε αυτός ο από τα πάνω μετασχηματισμός του λαϊκού πολιτισμού της σε προπαγανδιστικό μηχανισμό ενός ανελεύθερου καθεστώτος.  Αλλά κακώς έμεινα εκεί και είναι ένα πρόβλημα γιατί δεν είδα και την καμπούρα της Δύσης, την καμπούρα μας. 

Ο Παβλόφσκι, όμως, που έζησε ως παιδί/έφηβος τον ανελεύθερο υπαρκτό σοσιαλισμό και ως έφηβος/άντρας τον αγγλικό καπιταλισμό, όπου όπως λέει ο ίδιος, στη Βρετανία έβρισκε κάτι που τον ενθουσίαζε μόνο όταν έψαχνε στο περιθώριό της, δεν μπορούσε παρά να χρεώσει και στα δύο στρατόπεδα τον ψυχρό πόλεμο ενάντια στην επιθυμία για ζωή των γονέων του. Γι'αυτό και δεν χαρίζει κάστανα στη δύση, όπου κατέφυγε ο πρωταγωνιστής μουσικός για να εκφραστεί ελεύθερα και μερικά χρόνια αργότερα πήγε να τον βρει κι ο έρωτας της ζωής του. Κι αυτό γίνεται πιο φανερό μέσα από τη στάση της τραγουδίστριας, που αν και πετυχαίνει ως τέτοια στη Γαλλία αποφασίζει να επιστρέψει στην Πολωνία όταν συνειδητοποιεί ότι ό έρωτάς της εκεί στη ξένη χώρα, όπου όλα αγοράζονται κι όλα πουλιούνται, όχι απαραίτητα με χρήμα, δεν την ικανοποιεί. film2  

Όσες ταινίες έχω δει που στο κέντρο τους έχουν το γνωστό " αυτοί μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε", παρόλο που στην ερωτική μου ζωή ποτέ δεν υπήρξα μέλος αυτής της φυλής, με έκαναν να θέλω να ανήκω. Για πρώτη φορά αυτή η σχέση στο "Ψυχρός πόλεμος" δεν με εξίταρε, κι αυτό δεν είμαι σίγουρος ότι σωστά κάνω που το πιστώνω στα συν της ταινίας. Διότι μπορεί να οφείλεται περισσότερο στο ότι μεγάλωσα και δεν έχω ως επιθυμία πια να γίνω κάτι άλλο. Ή ίσως και γιατί το ζευγάρι είχε ως αντίπαλο όχι μόνο τους εαυτούς τους και τον άμεσο περίγυρο αλλά και κάτι που δεν παλεύεται. Την ψυχροπολεμική δηλαδή κατάσταση στην Ευρώπη, μια άκρως μεγάλη δύναμη που τους εμπόδιζε να ζήσουν τη ζωή τους όπως την ήθελαν.

Θέλω, όμως, μετά από καιρό να ξαναδώ την ταινία, που δεν ξέρω γιατί μετά την προβολή το άρωμά της γρήγορα εξανεμίστηκε. Θέλω, για να δοκιμάσω τα όρια της, να δω αν μπορώ να την αντικρίσω με άλλο μάτι μετά από όλες στο πόδι σκέψεις που έκανα, να διακρίνω πράματα που έχω την αίσθηση ότι μου ξέφυγαν, και γιατί όχι, αφού ποιος δεν θέλει να μυρίσει πάλι ένα άρωμα που τον διεγείρει;  

film5Μια μπαλάντα για την υπηρέτρια: Νομίζω ότι σε όσες ταινίες και βιβλία από εδώ και πέρα συναντήσω υπηρέτριες ασυναίσθητα θα τις συγκρίνω με την Κλεό, την υπηρέτρια στο "Ρόμα", του Αλφόνσο Κουαρόν ( Πόλη του Μεξικού, 1961). Μια ιθαγενής που όχι μόνο φροντίζει πάνω κάτω, μέσα έξω να κυλάει απρόσκοπτα η καθημερινότητα μιας μεοσαστικής οικογένειας στη συνοικία Ρόμα του Μεξικού τη δεκαετία του '70, αλλά αβίαστα να καλύπτει και τις συναισθηματικές ανάγκες των τεσσάρων παιδιών. 

Λίγες ήταν οι φορές που σ'αυτήν την ταινία σκεφτόμουν την ίδια ώρα που αισθανόμουν συντονισμένος με την κίνηση της κάμερας και την ίδια ώρα που φχαριστιόντουσαν τα μάτια μου. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που δεν κατάφερε να με κερδίσει, όπως αρκετούς άλλους. Ίσως επίσης που σε όλα αυτά, τα τόσο ρεαλιστικά με ποιητική πνοή ταμπλό της καθημερινής ζωής εκείνη την ταραγμένη δεκαετία, πλάνα που το πίσω, το γύρο και το μπρος είναι ισότιμα, δε βρήκα κάτι που να κουμπώνει ή έστω και να συμπληρώνει τα δικά μου βιώματα, τις δικές μου ελπίδες και φόβους, τις δικές μου εικόνες. Αλλά όταν η τέχνη δεν καταφέρνει το ιδιαίτερο και προσωπικό να το κάνει κατ'εμέ οικουμενικό, δεν δικαιούμαι βάσιμα να ισχυριστώ ότι ο ουρανός της δεν είναι ουρανός μου;  Μπορεί πάλι, όμως, εγώ να έχω σουρώσει και να δυσκολεύομαι να ανταποκριθώ σε πράματα έξω από τα άμεσα βιώματά μου και ως εκ τούτου να είναι αυτός ο λόγος που δεν με συνεπήρε το Ρόμα. Έχω πάντως συνήγορο υπεράσπισης τους Κλέφτες καταστημάτων.  

Δεν ξέρω αλήθεια τι να πω, μιας και υποθέτω ότι αντιλαμβάνομαι αρκετά από τα προτερήματα μιας ταινίας που βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια της παιδικής ηλικίας του σκηνοθέτη. Παρεμπιπτόντως, άραγε είναι πραγματική ή κινηματογραφική αλήθεια που ο χωρισμός των γονιών του έπεσε στα μαλακά εξ αιτίας της Κλεό; Αποδεκτές βεβαίως και οι δύο αλήθειες που η κάθε μία προσθέτει δύναμη στην άλλη. Μια ταινία λοιπόν που αν δεν απογειωνόταν κάπως στο δεύτερο μέρος θα απορούσα εντελώς με τους διθυράμβους όλων των κριτικών. Εν κατακλείδι, να πω ότι μου άρεσε, ψέμματα θα πω, αφού κάποιες φορές έπιασα φορές τον εαυτό μου να βόσκει αλλού. Να πω πάλι ότι δεν μου άρεσε, δεν θα είναι όλη η αλήθεια μου, αφού συχνά με έκανε με τον άμεσο τρόπο της να χάνω κάθε επαφή με τον έξω κόσμο και το χαιρόμουν. 

Σίγουρα πάντως, τώρα, δεν μου βγαίνει να την ξαναδώ, όπως και δεν μου γεννήθηκε η επιθυμία να ήμουν εγώ ο βιρτουόζος σκηνοθέτης της.  Και παρόλο που αρκετές φορές ταυτίστηκα με την Κλεό, προπάντων όταν η αγάπη της για τα ξένα παιδιά ξεπερνούσε την αγάπη για το εαυτό της, δεν ένιωσα ότι θα ήθελα να ήμουν αυτή. Ίσως γιατί μου φαίνεται αδύνατο να εκπέμπω εκείνη τη θερμή τρυφερότητα που αρκετοί, προπάντων γυναίκες,  χαρίζουν σε ότι αγαπούν ή ακόμα και σε ότι φροντίζουν.  

Και μια τελευταία σκέψη. Αυτή η ιθαγενής από το βορά, από εκείνες τις φυλές που οι λευκοί Μεξικανοί τις έχουν κατατάξει στη β' κατηγορία, όποια άλλη δουλειά κι αν έκανε μήπως δε θα ένιωθε τόσο καλά όσο ένιωθε ως υπηρέτρια; Ο αντίλογος ισχυρίζεται δικαίως, ότι με μια άλλη φροντίδα και εκπαίδευση και με καλές ζαριές της ζωής της θα ήταν υποψήφια και να πετύχει σε άλλες, πιο αναβαθμισμένες, ας πούμε, εργασίες. Αυτό που θέλω να πω, είναι πως και στις αποκαλούμενες ταπεινές δουλειές, η πείρα μου μου υποβάλλει την ιδέα ότι υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκουν σ'αυτές τον εαυτό τους κι αυτό είναι κάτι καλό, προπάντων γι'αυτούς. Και όσο πιο γρήγορα το αποδεχτούν αυτοί και οι γύρω τους, τόσο λιγότερο θα έχουν ανάγκη τον ψυχώ, λέω εγώ.     

film4Ένα σκεπτόμενο τον θάνατο γουέστερν ζει λαϊκά. Τυχερός είμαι και φέτος γιατί είδα μια ταινία που θα ήθελα να την είχα γυρίσει εγώ. Την «Μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς», των αδελφών Κοέν ( Μινεσότα, Τζόελ, 1954, Ίθαν, 1957). Που είναι έξι κινηματογραφικά διηγήματα. Και που δεν την είδα σε σινεμά. Είναι κι αυτή μια ταινία της Netflix και είναι πολύ πιθανό να μη βγει στη μεγάλη οθόνη. Καινούργια ήθη, απ'αυτά που μεγαλώνουν τις αποστάσεις ανάμεσά μας.

Τι έχουμε εδώ; Μια ταινία που παίζει με το γουέστερν, όχι απομυθοποιώντας το, ούτε ανατρέποντάς το. Αλλά μένοντας πιστό σ'αυτό που είναι, ένα δηλαδή κατεξοχήν είδος ψυχαγωγικού σινεμά, που το χρησιμοποιεί για να μιλήσει με λιτές παραβολές και προπάντων με τις φυσικά αφύσικες εικόνες του για τον θάνατο.

Ποιος από τους φόβους μου με κάνει να θέλω ξορκίσω μ' αυτή την ταινία; Ο φόβος ότι μπορεί να προκαλέσω κακό μικρό ή μεγάλο μέχρι θανάτου όταν οι προθέσεις μου είναι καλές. Κακό σε άνθρωπο που αγαπάω, κακό σε άνθρωπο που συναναστρέφομαι, ακόμα και κακό σε έναν άγνωστό μου. Αρκετοί ισχυρίζονται, κι όχι μόνο θρησκόληπτοι, ότι το κακό που προκαλείς σε άλλον βρίσκει δρόμο κι επιστρέφει σ'εσένα. Ότι είναι ένας μικρός θάνατος, και του θύματος που τίποτα δεν το αποκλείει να γίνει θύτης αλλά και του θύτη. Ακόμα κι αν εξ αμελείας ή εξ αγνοίας πήρε μπρος η μηχανή. 

Κι αυτός ο φόβος είναι η άλλη όψη ενός άλλου φόβου που μου προκαλεί άγχος. Που μου γεννιέται όταν χιλιάδες μικρά πραματάκια που μπορεί και τυχαία πιαστούν στη δίνη του ένα φέρνει το άλλο και αυτό το άλλο να μου τινάξει στον αέρα την καθημερινότητά μου. Είναι αυτές οι μικρές συνήθως αλλαγές που μου χαλάνε το πρόγραμμα. Εκεί που όλα ήταν υπό έλεγχο ξαφνικά να βρίσκομαι έξω από τα νερά μου. Σε τέτοιες φάσεις σκέφτομαι το πόσο λίγο μας ανήκει η μέρα μας.

Κάτι τέτοιες στιγμές, που ακόμα κι αν σκεφτείς, α τι ωραία, ευκαιρία να ξαναδέσω τα δεσμά, να ρολάρω εξ αρχής τις συνήθειές μου, να συμφιλιωθώ με τις εναλλαγές, σίγουρα όμως δεν μπορείς να μην σου περάσει από το μυαλό το "είμαστε τι είμαστε, τίποτα δεν είμαστε". Και τότε είναι πολύ πιθανό να νιώσεις ως το μεδούλι σου το ότι όσα μέτρα κι αν πάρουμε, στο δια ταύτα "από μια κλωστή κρέμεται η ζωή μας". Αυτή η επίγνωση φτιάχνει σε άλλους ένα τρυφερό βάθος που τους βγαίνει ως χάδι στον εαυτό τους και στους διπλανούς τους και σε άλλους τους φορτσάρει μ' έναν πανάλαφρο οίστρο που τους βγαίνει ως τρέλα κι όποιον πάρει ο χάρος. 

Αυτή την ταινία, με το που τέλειωσε, ένιωσα ότι εγώ την είχα γυρίσει. Κι αυτό με έκανε να νιώθω καλύτερος και ψηλότερος και ομορφότερος. Με φόρτισε με μια χαρωπή ηρεμία και με έκανε να δω κατά πρόσωπο, έστω και για λίγο, το θάνατό μου ως ένα αναπόφευκτο τέλος που ίσως να'ναι καλύτερα για μένα και τους γύρω μου αν τον συναντήσω δίχως μιζέρια και φόβο, εγώ ένας άθεος. Αλλά έτσι όπως έχουμε τραφεί, αυτό για να συμβεί απαιτεί προετοιμασία. Ένα σκάψιμο στα ενδότερά μου και μια συζήτηση με τα αόρατα. Και ίσως χρειαστεί να δω τη ζωή μου, τη ζωή μας, αυτή την ενδιάμεση έκρηξη ανάμεσα στις δύο ανυπαρξίες, της πριν της γέννησης και της μετά του θανάτου, με άλλο μάτι. Να, κάτι σαν ένα διάλειμμα δηλαδή.

film3Κλέφτες παιδιών, αληθινή οικογένεια. Όπως και οι τρεις προηγούμενοι σκηνοθέτες έτσι κι ο Χιροκάζου Κόρε Έντα ( Νερίμα, Τόκιο, 1962) και έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία του "Κλέφτες καταστημάτων". Πρωταγωνιστεί μια περιθωριακή λόγω φτώχειας οικογένεια όπου σιγά σιγά αποκαλύπτεται ότι όλοι τους κάποιο λάκκο έχει η φάβα τους. Ολοι εξαπατούν, κλέβουν, σκοτώνουν, κερδίζουν πονηρά κι άνομα τα προς το ζην για να συμπληρώσουν το πενιχρό ημερομίσθιο του εργάτη άντρα, της μαγείρισσας "μάνας" και της συνταξιούχου γιαγιάς. Κανείς όμως δε θεωρεί ό,τι κάνουν «κλοπή», ότι είναι παραβάτες. Ούτε στην περίπτωση του μικρού κοριτσιού που με την αρπαγή της ξεκινά ή ταινία.

Τι το εκπληκτικό ένιωσα μ'αυτήν την ταινία; Πως η επιβίωση έχασε κατά κράτος από τις σχέσεις των μελών αυτής της παράτυπης οικογένειας. Αυτό το νοιάξιμο του ενός για τον άλλο, αυτή η απλόχερη αγάπη των ξένων έκανε αυτούς τους ανθρώπους οικογένεια κι όχι οι δεσμοί αίματος. Με τρόπους απλούς και αβίαστους σε κάθε πλάνο αυτής της ταινίας ανάβλυζαν αλήθειες απ'αυτές που σπάνε κόκκαλα. Γιατί αυτό που ενεργοποιεί τα μέλη της οικογένειας είναι οι συναισθηματικοί δεσμοί που δένουν τους πρωταγωνιστές της. Σ'αυτήν την ταινία που οι εικόνες κουμπώνουν με τα λόγια κι αυτά προκαλούν τη δράση, αισθάνθηκα μια αγνή να πω και βραδυφλεγή συγκίνηση, που στο τσακ μου θόλωνε το μάτι. Μια συγκίνηση λυτρωτική, μακριά από κάθε χειραγώγηση.

Όταν στο τέλος επενέβησαν οι αρχές και αποκαταστάθηκε η τάξη κι ο νόμος, ακόμα και τότε δεν σφράγισε το καλό και το κακό τη συνείδησή μου. Αυτό που μέτρησε πάνω απ'όλα ήταν η ευτυχία τους που κράτησε λίγο, αλλά ένιωσα μαζί τους ότι άξιζε ο κόπος. Ακόμα και τότε λοιπόν, που η "οικογένεια" διαλύθηκε, εξακολουθούσα να θέλω να είμαι αυτή, γιατί αυτό που μέτρησε μέσα μου ήταν η μικρή και σύντομη ευτυχία τους που άνθισε μέσα σ'ένα ψέμα. Να είμαι ο καθένας απ'αυτούς και να'μαι κι όλοι μαζί ένα. Σκέφτηκα πως αυτή η επιλογή μου ίσως φανερώνει πως ευτυχώς η επιθυμία μου για ευτυχία δεν έχει σβήσει εντελώς. Και μάλλον αυτή θα'ταν που στο τέλος εκφράστηκε ως λαχτάρα να υιοθετήσω τη μικρούλα που οι αρχές την επέστρεψαν στη φυσική κι αδιάφορη μητέρα της.

Ωραία παιχνίδια, πάνω στο πανί της συνείδησής μας και στο βυθό του ασυνειδήτου μας, που μας επιτρέπουν να παίρνουμε εκ του ασφαλούς επιλογές με ρίσκο. Αλλά πιστεύω ότι μέσα στις σκοτεινές αίθουσες λίγα ρινίσματα χρυσού γλιστρούν στο αίμα μας. Κι ότι ήθελε προκύψει για τον καθένα μας. 

Αυτή η ζεστή κι όμορφη ταινία μ'άρεσε πιο πολύ από όσες είδα μετά τον Σεπτέμβρη και θέλω να την ξαναδώ.

Όπως θέλω πολύ να δω και κάποια ελληνική ταινία που θα βγάλει στο φως όλα αυτά τα λίγα που στη χάση και στη φέξη ονειρεύομαι ακόμα και τα άλλα που δίνουν φτερά στην καταπτοημένη καρδιά μας. Μια ελληνική ταινία που θα τολμήσει να εικονοποιήσει τα σώψυχά μας.    

Τι προτίμησαν να δουν οι Έλληνες το 2018 στον κινηματογράφο  

 

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 04 Ιανουαρίου 2019 17:05
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση