Σιγά σιγά όμως έφτανε η ώρα που πέρνανε την εκδίκησή τους τα απαρατήρητα. Ανακαλύπταμε μες τους αργούς ρυθμούς, την αραιή κίνηση και την μεταξένια ησυχία παράξενες γωνιές με τρεχούμενα νερά, καθημερινούς δρόμους που φανέρωναν κήπους στο βάθος τους. Αισθανόμασταν επίσης κάποιες στιγμές χρώματα, αρώματα και κινήσεις πρωτόγνωρα όλα, και προσέχαμε γνωστούς κι αγνώστους να κυκλοφορούν σαν υπέροχα φαντάσματα με τα οποία επικοινωνούσαμε δίχως λόγια.
Τότε διαχεόμασταν στο εντός μας κρυμμένο άπειρο και νιώθαμε ότι η πόλη μας αγκάλιαζε τρυφερά κι εμείς της το ανταποδίδαμε δίχως να το σκεφτούμε. Μια πόλη που μολονότι έρημη, εν τούτοις σπαρταρούσε από μυστική ζωή. Είμαι σχεδόν σίγουρος πια ότι σούρουπο ήταν πάντα όταν από χιλιάδες σημεία ανέβαιναν στον ουρανό σαν αναμμένα φαναράκια τα όνειρα και του πλέον χαμένου, ακόμα και τα ανεκλπήρωτα των νεκρών, όνειρα που διακρίναμε σ'αυτά όλα που κατά καιρούς μας ανέβαζαν δυο τρεις πόντους πάνω από τη γη, φέρνοντάς μας σε απόσταση αναπνοής από τις καρδιές των άλλων. Τέτοιες ακραίες στιγμές ξεκινούσε η πανωλεθρία εκείνου του βοερού φασισμού που μας κατακλύζει κάθε φορά που πνιγόμαστε και χαρακτηρίζουμε κάποιον συνάνθρωπό μας ως σκέτο μηδενικό θεωρώντας τον υπαίτιο των κακών που μας την πέφτουν και που το αμέσως επόμενο βήμα αν δεν συγκρατηθούμε είναι να μας κυριεύσει μια τυφλή διάθεση για την εξόντωσή του. Αυτόν τον φασισμό που τον σιγοντάρει το στριμωξίδι, η πολυκοσμία και η ανωνυμία των ανασφαλών.
Η άδεια πόλη όμως έχει τον τρόπο της να προσφέρει σε όσους δεν την φτύνουν και δεν την εγκαταλείπουν στα δύσκολα, ασφαλιστικές δικλείδες. Είναι αυτές που αναβιώνουν ξεχωριστές στιγμές του παρελθόντος, προσωπικές και με άλλους, όχι ως ένα αίσθημα deja vu, αλλά ως την μεταμόρφωση της αρχαίας επιθυμίας για ολοκλήρωση ως κάτι που λάμπει σαν χρυσός μπρος στα μάτια μας κάθε που είμαστε πανέτοιμοι να προσφέρουμε τώρα και αύριο ότι έχουμε και δεν έχουμε σ'αυτό που μας έχει σαγηνεύσει ή σ'αυτό που ζητάει τη βοήθειά μας.
Τέτοιες στιγμές θυμάται ο ποιητικός εαυτός μας λεπτομέρειες απ'αυτές που περνούν αμίλητες όταν τις ζεις, αλλά που με τον καιρό μαζεύουν όλους τους χυμούς φάσεων που υπήρξες ως μια θεότητα. Ξέρεις, απ'αυτές που ο ίλιγγος της εκμηδένισης στην παραδοσιακή ρουτίνα τις κάνει ακόμα πιο ωραίες λουσμένες στο απαλό πορτοκαλί φως της μελαγχολίας τους.
Βεράντα
Αυτή η βεράντα που περάσαμε ένα βράδυ
κατάμονοι μες την ερημωμένη πόλη
αυτή η βεράντα μες το καλοκαίρι
είναι η μόνη ανάμνηση που απόμεινε
τώρα που ο άνεμος σηκώνεται και φέρνει σκόνη
Το ποίημα Βεράντα είναι από την ποιητική συλλογή του Νίκου - Αλέξη Ασλάνογλου " Ο θάνατος του Μύρωνα" (1954-1959)
Στο βίντεο ( 8:40) μπορείτε να ακούσετε το τραγούδι "Pain in any language" των Apollo 440.