Είναι και το επίσημο και αγέλαστο στόμα, η μεγάλη αλλά συμμετρική μύτη και, πιο πολύ, αυτά τα μαλλιά, χτενισμένα πίσω και κολλημένα με άφθονη μπριγιαντίνη, που με τη σειρά της τονίζει τη γυαλάδα της με άλλον, καταλλήλως τοποθετημένο, μικρό προβολέα.
Σ’ όλη την αίθουσα ακούγεται διακριτικά ένα μελωδικό θέμα με βιολοντσέλο και πιάνο, που του φαίνεται οικείο, αλλά δεν το αναγνωρίζει, όπως ακριβώς αισθάνεται και για το πρόσωπο του άντρα στον πίνακα.
Τον ξανακοιτάζει.
Μολονότι η τεχνική είναι σύγχρονη και η πινελιά ελλειπτική –με εξαίσιες αφαιρετικές καμπύλες -, διαθέτει συγχρόνως έναν ρεαλισμό που κατάγεται, θαρρείς, από φωτογραφικό φακό ή παραπέμπει σε επεξεργασμένη φωτογραφία.
Πώς μπορεί κάτι να είναι τόσο εξαϋλωμένο και συνάμα πραγματικό, με χαρακτηριστικά που σχεδόν κινούνται εν ακινησία;
Δεν μπόρεσε ν’ απαντήσει στο ερώτημα, παρά την αργή περιστροφή γύρω απ’ τον άξονά του, πριν ξαναγυρίσει στην αρχική του θέση.
Ανοίγει αμήχανα το πρόγραμμα της έκθεσης και διαβάζει το όνομα του άγνωστου (σε κείνον) ζωγράφου – κάτι φυσικό, μια και ελάχιστα γνωρίζει από την τέχνη αυτή και τους τεχνίτες της. Μόνο το ένστικτο, ίσως, καλύπτει την αγραμματοσύνη του.
Προχωρεί στο εισαγωγικό σημείωμα. Διαβάζει στην προμετωπίδα:
Θα φύγεις από δω, κι αυτό το μέλλον που το προμελέτησες με τόση ακρίβεια θα ’χει έρθει πια – καταλαβαίνεις; Θα ’χει χάσει τη μοναδική του ουσία: θα ’χει πάψει να διαρκεί! Θα φύγεις από δω κυνηγημένος – όχι από μένα, όχι από άλλους, μα απ’ τον εαυτό σου τον ίδιο.
Συνεχίζει, αφήνοντας τις σκέψεις του ζωγράφου να τον ξεναγήσουν στους ευδιάκριτους πόρους του δέρματος του προσώπου που εκείνος δημιούργησε, και στις πρώτες αχνές και χαρακτηριστικές του ρυτίδες.
Δεν ξέρω πώς συνέλαβα αυτή τη μορφή –την ονειρεύτηκα, την επινόησα ή τη θυμήθηκα;-, δεν ξέρω καν τι θέλησα να εκφράσω σχεδιάζοντας το περίγραμμά της.
Πάντως, διευκρινίζω απ’ την αρχή πως δεν οδηγήθηκα από κάποια φωτογραφία, δεν χρησιμοποίησα κάποιο μοντέλο (δωρεάν ή επί πληρωμή), δεν οδηγήθηκα από παλιά γκραβούρα ή δαγεροτυπία.
Γνωρίζω πως το να συνθέσεις τα επιμέρους χαρακτηριστικά με αυτό που θεωρείς κατά περίπτωση ιδανικό και εξωραϊσμένο μπορεί εύκολα να σε κάνει να διολισθήσεις σε τερατούργημα. Αλλά φαίνεται πως, εν προκειμένω, στάθηκα τυχερός.
Δεν ξέρω αν βοήθησε αυτό που κάποιοι μου αναγνωρίζουν ως ταλέντο. πάντως, η χαμηλή μου αυτοεκτίμηση με οδηγεί να το αποδώσω στην καλή μου τεχνική – αρετή που, ως γνωστόν, με μεθοδικότητα και σπουδή αποκτάται σχετικά εύκολα.
Όποιος κι αν είναι ο λόγος, το αποτέλεσμα διαθέτει –θέλω να πιστεύω- το απαιτούμενο μίνιμουμ αρμονίας, ενώ και οι ενδεχόμενες δυσαρμονίες φυσικώ τω τρόπω κατατίθενται, έτσι ώστε ορισμένοι να τις θεωρήσουν άποψη.
Ποιος ήταν, όμως, ο άνθρωπος που ονειρεύτηκα, επινόησα ή θυμήθηκα; Τι προσπάθησα να εκφράσω – αν κανείς ποτέ μπορεί να εκφράσει με οποιονδήποτε τρόπο οτιδήποτε – φτιάχνοντας μια προσωπογραφία πέρα από τη διακαή μου εμμονή να περιγράψω μια «τρέλα φτωχική, ατελή, μεταφορική»;
Θέλησα να αποτυπώσω ένα πρόσωπο ρευστό, ευμετάβλητο και, άρα, ευπροσάρμοστο στη χαρά, τη θλίψη, τη στέρηση, την πλησμονή, τη μοναξιά, τον χρόνο και τον θάνατο.
Αν και ζωγράφος, γοητεύομαι από το παιχνίδι των λέξεων. Λέω, λοιπόν, ευμετάβλητος ή μεταποιήσιμος ή μεταμορφώσιμος. ή ακόμα, μεταπλαστός αναγώγιμος, αβέβαιος, ευαλλοίωτος, ρευστός, εξίτηλος, πρωτεϊκός.
Μπορεί κανείς να τα πετύχει όλα αυτά ή, έστω, ένα ελάχιστο μέρος τους μέσα από μια ακίνητη εικόνα, μέσα από την τελεσιδικία της γραμμής και του χρώματος που επιχειρεί να διαχωρίσει τη μορφή;
Παρ’ όλα αυτά, επιχείρησα να εμφυσήσω την κινητικότητα (των συναισθημάτων, ίσως), επιλέγοντας και συνδυάζοντας –όπως ξαναείπα- αταίριαστα, αλλά εξωραϊσμένα επιμέρους χαρακτηριστικά.
Τα μάτια, φερ’ ειπείν, ήθελα να κοιτάζουν με καχυποψία, αλλά και πραότητα, προς το μέλλον, να μπορούν να διακρίνουν και όχι απλώς να βλέπουν, και, το κυριότερο, να παρατηρούν με την ίδια δεξιότητα προς τα πίσω, δηλαδή να θυμούνται. Ίσως γι’ αυτό επέλεξα αυτό το βαθύχρωμο σταχτί χρώμα, συγκερασμό του μαύρου και του φωτεινού.
Ήθελα ο ήρωάς μου να θυμάται, αλλά να μη νοσταλγεί. Αγαπώ τη μνήμη, αλλά μισώ τη νοσταλγία (γι’ αυτό λατρεύω την ώχρα και απεχθάνομαι το μοβ). Ήθελα, εν τέλει, το πρόσωπο αυτό να συστήνεται με το βλέμμα.
Σχεδίασα τη μύτη έτσι ώστε να απορροφά με μια ανεπαίσθητη αθέατη κίνηση όλα τα αρώματα των ρόδων, των υακίνθων, των κρίνων, του νάρκισσου, της βιολέτας, της ελικόνιας, της ζέρμπερας.
Δεν ξέρω, αλήθεια, αν όλα έχουν άρωμα, αλλά εγώ αναπνέω τα ονόματα, τις λέξεις και, εν τέλει, τα χρώματα. Στην ίδια πάντα ανάσα συγκέρασα και το πετρέλαιο, την αιθάλη, τη μυρωδιά του σάπιου, του μαύρου τις αναθυμιάσεις.
Αφτιά; Μόνο για λέξεις ακατάληπτες, μουσική και σιωπή.
Στόμα; Όχι για της τροφής το καταφύγιο (ίσως μόνο για οπωροφόρων επίγευση), αλλά για την άγουρη πάντα γεύση των φιλιών.
Το δέρμα με του λείου την αγριάδα και της χλομάδας την παραμυθία (ναι. θυμάται και το δέρμα).
Όσο για τα μαλλιά, τα θέλησα ομοιόχρωμα, συγκολλημένα και απαράλλαχτα στη διαδοχή των ηλικιών, καθώς το χέρι μου οδηγούσε ο στίχος: «σαν την κατάνυξη λάμπει μοναχική η μπριγιαντίνη μέχρι σήμερα».
Συνεχίζει να βηματίζει δεξιά κι αριστερά, διασχίζοντας μέτρα πολλά σε εμβαδόν περιορισμένο, μπροστά στη μικρή επικράτεια του πίνακα, κλείνει το πρόγραμμα και ξανακοιτάζει το πρόσωπο απέναντί του.
«Άραγε, το πρόσωπο αυτό που μου είναι οικείο κι ας μην το αναγνωρίζω, υπήρξε;» σκέφτεται. «Κι αν ναι, ζει ή πέθανε;». Δεν το ξέρει, καθώς έχει μπροστά του μόνο χαρακτηριστικά χωρίς βιογραφικά στοιχεία.
Άθελά του καταριέται ή και μακαρίζει τη ζωγραφική, γιατί αδυνατεί να διακρίνει τη ζωή από τον θάνατο, γιατί με την ίδια ομοιόχρωμη γραμμή ορίζει και την αλκή της νεότητας και το άλγος του πένθους.
Για πρώτη φορά στρέφει την πλάτη του –σαν να μη θέλει να το αντικρίσει πια- στο πρόσωπο του πίνακα και αποχωρεί αργά από την αίθουσα.
Με το βραδινό αεράκι σύμμαχο και τη συμπαράσταση αχνού φωτός παρακείμενης βιτρίνας, διαβάζει τα καταληκτικά λόγια του ζωγράφου:
Κανείς δεν θα καταλάβει ποτέ πως το πρόσωπο που ονειρεύτηκα, επινόησα ή θυμήθηκα, ήταν το δικό μου. Έφτιαξα την αυτοπροσωπογραφία μου. Με μόνη διαφορά: δεν ζωγράφισα αυτό που είμαι, αλλά αυτό που ήθελα να είμαι.
Η Προσωπογραφία είναι από τα 14 διηγήματα που περιέχονται στο βιβλίο του Γιάννη Ευσταθιάδη (Αθήνα, 1946) "Μαύρο εκλεκτό", εκδόσεις Μελάνι, 2015. Πρόκειται για μία συλλογή με άξονες τον έρωτα, τη μοναξιά, τον χρόνο και τον θάνατο. Ιστορίες που εναλλάσσεται το κλασσικότροπο με το αντισυμβατικό και το ρεαλιστικό με το παράλογο, διατηρώντας πάντα ενιαία στυλιστική άποψη. Ο Γιάννης Ευσταθιάδης έχει εκδώσει ποίηση, πεζά, μικρά δοκίμια για τη μουσική και με το ψευδώνυμο Απίκιος, γαστρονομικά κείμενα. Το 2012 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο διηγήματος και με το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τα μουσικά και λογοτεχνικά του κείμενα. Παράλληλα είναι μουσικός παραγωγός του Τρίτου Προγράμματος. Το διήγημα αυτό είναι αφιερωμένο στον Κώστα Μαυρουδή.