Δευτέρα, 05 Οκτωβρίου 2015 22:34

Αύριο με τον κηδεμόνα σου

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Οκτώβρης του 1944.

Πρωί-πρωί, πήρε η κυρά Μαρίκα

τον γιόκα της απ' το χέρι

και κατηφόρισε προς το Δημοτικό Σχολείο γ

ια να τονε γράψει.

Σπίτι-σχολείο η απόσταση ήτανε τρία λεφτά

αλλά αυτή τη φορά, μέχρι να φτάσουνε πέρασε μισή ώρα.

Σ'  όλη τη διαδρομή, ο εξάχρονος έκλαιγε ασταμάτητα και τράβαγε το χέρι της

μάνας του ανάποδα για να γυρίσουνε πίσω στο σπίτι, λέγοντας συνέχεια, "Δεν θέλω να πάω σκολείο".

 

Τσίριζε, έβριζε, κλώτσαγε, τρέχανε τα ματάκια του και φώναζε μονότονα "δεν θέλω να πάω σκολείο σου λέω." Στο τέλος έκατσε σ' ένα πεζούλι και δεν τον κούναγες από 'κει με τίποτα.

"Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου δεν γίνεται να μη πας σχολείο, όλα τα καλά παιδιά πάνε σχολείο!" του 'λεγε η καημένη η μήτηρ για να τον μαλακώσει αλλά πού αυτός! Δεν άκουγε τίποτα.

Είδε κι απόειδε η κυρά Μαρίκα που το στραβόξυλό της δεν έπαιρνε από λόγια και άλλαξε τακτική. Έβαλε μπρος την πονηρή, σατανική συνταγή τη δοκιμασμένη από Γενέσεως  κόσμου.

"Και δεν είναι κρίμα βρε Φανάκη μου να χάσεις εσύ όλα αυτά τα καλούδια που χαρίζουνε στους μαθητάς κάθε μέρα στο σχολείο;" είπε κοιτάζοντας τον ουρανό.

"Και τι τους χαρίζουνε μωρέ μαμά;"

"Και τί δεν τους δίνουνε γιαβρούμ! Κοίτα, κάθε μέρα το πρωί τους γεμίζουνε τα κύπελλα με ζεστό γάλα ανακατεμένο με μυρωδάτο κακάο. Μαζί, τούς δίνουνε σταφιδόψωμα φρέσκα και αφράτα, που μπορείς να φας όσα θες. Στο μεγάλο διάλλειμα τους μοιράζουν τσικουλάτες εγγλέζικες, χοντρές και μεγάλες στο μπόι σου. Ύστερα τους δίνουνε για το σπίτι κονσέρβες με αράπικα φιστίκια ψημένα στο φούρνο με αλάτι. Γιατί να τα χάσεις όλα αυτά βρε κουτό, αμαρτία δεν είναι;

 

Πώς αλλάζουν έτσι τα παιδιά απ' τη μια στιγμή στην άλλη! Πώς περνάνε στο άψε-σβήσε απ' την ανυπακοή στην υποχώρηση!

 

"Μαμά εγώ θα παίρνω μαζί μου εκείνον το μαστραπά μας, που είναι μεγάλος σαν κουβάς και χωράει πολύ γάλα" είπε το καημένο το πιτσιρίκι νικημένο απ' τις δύο τυραννίες, τη μια της μάνας, με την αφόρητη επιμονή της και την άλλη, την άτιμη την πείνα της τετράχρονης Γερμανικής κατοχής.

Μάνα και γιός μπήκαν στο σχολείο. Πήγε η Μαρίκα κατ' ευθείαν στο γραφείο του διευθυντή και τον κατάφερε η καπάτσα να γράψει τον εξάχρονο Φανάκη της παράτυπα στη Δευτέρα αντί στην Πρώτη. Είχε επιχειρήματα, είχε αποδείξεις, είχε και πείσμα η ανατολίτισσα : Το παιδί κύριε διευθυντή μου, την πρώτη τάξη την τέλειωσε πέρσι. Σπούδασε σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο, στο σπιτικό σχολείο της κυρά Στάσας, τσάμπα ένεκα η μεγάλη ανέχεια. Βάλτονε να διαβάσει ό, τι  θες, βάλτονε να γράψει ό, τι θες, βάλτονε να μετρήσει όσαμε τα εκατό και θα δεις.

Έτσι κάπως έγινε η αρχή. Έτσι κάπως ξεκίνησε μια οικειότητα της κυρά Μαρίκας με τους δασκάλους και αργότερα με τους καθηγητές του Γυμνασίου(εξατάξιου).  Έτσι κάπως παραδόθηκε κι ο Φανάκης στη σχολική ζωή, στην περιπέτεια που ποτέ δεν την συμπάθησε και πάντα την υπέμενε μόνο σαν αναγκαίο κακό.

Τα καλύτερα του σε κάθε σχολική χρονιά, ήτανε το διάλειμμα, το σχόλασμα, οι διακοπές των Χριστουγέννων, οι διακοπές του Πάσχα, οι τρεις άγιοι μήνες του καλοκαιριού, οι εθνικές γιορτές, οι σχολικές εκδρομές, οι ασθένειες και οι απεργίες των διδασκόντων, και γενικά ότι γινόταν αφορμή να μην έχουνε σχολείο.

Τη μάνα του τη Μαρίκα, την έλεγε για κάμποσο "ψευτρού μαμά" επειδή οι εγγλέζικες σοκολάτες ήτανε μικρότερες απ' ότι του είχε περιγράψει.

Η θητεία του Φανάκη στο 2ο Δημοτικό Σχολείο της Κοκκινιάς έληξε το 1949. Πέντε χρόνια περάσανε σχεδόν μονορούφι, αναπαράγοντας τα μαθητούδια τις μακραίωνες παραδόσεις της ανήλικης ζωής. Ολημερίς κι ολονυχτίς, χειμώνα καλοκαίρι, παιχνίδι και άγιος ο θεός. Όλοι οι συμμαθητές φίλοι, πέντε-έξη απ' αυτούς αδελφικοί και ένας ξεχωριστός. Ο αγαπητός Κώστας Βασιλείου, ο Κωτσαρής,  ο άφοβος, ο παράτολμος, ο πανταχού παρών, το παιδί της θυσίας για τους φίλους κι ένα χαμόγελο για όλους.

Ο Φανάκης ήτανε καλούτσικος μαθητής. Και όπως έλεγε κι η μάνα του: "είσαι ο πιο έξυπνος της γειτονιάς, ο πιο έξυπνος του σχολείου και γιατί να το ντραπώ, όλης της Κοκκινιάς."

"Και από εμάς τους δύο ποιός είναι πιο έξυπνος μαμά;" ειρωνευόταν  ο μικρός.

"Τι ρωτάς αγόρι μου, μα φυσικά εσύ."

"Κι όταν διαφωνούμε εμείς οι δυο μαμά, ποιός έχει δίκιο;" επέμενε ο υιός.

"Τι ρωτάς αγόρι μου, μα φυσικά εγώ".

Μέχρι και την Πέμπτη τάξη οι σχέσεις μάνας και γιού δεν είχαν να παρουσιάσουν τίποτα το φανερά ανησυχητικό για την μεταξύ τους μακρόβια εκεχειρία.

Τα πράγματα λίγο αλλάζουν όταν μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά και υποψίες στην γκλάβα. Οι υποψίες πολλαπλασιάζονται, στην Έκτη τάξη, όπου κάνουν την εμφάνιση τους βεβαιότητες ότι η κυρά Μαρίκα πάει κι έρχεται στο σχολείο και μιλάει με τους δασκάλους, πράγμα που κάνει τον Φανάκη έξαλλο.

Η μάνα έκανε ζαβολιές. Φρόντιζε να 'χει πάντα μια δικαιολογία για την περίπτωση που θα την έβλεπε ο Φανάκης ή θα μάθαινε την άφιξη της από κάποιον συμμαθητή του.

Άλλοτε είχε μαζί της ένα πλοβεράκι για το παιδί επειδή έβγαλε ξαφνικό κρύο, άλλοτε είχε λίγο μουρνέλαιο που ξέχασε να πιει ο μικρός το πρωί και τις πιο πολλές φορές κουβάλαγε λίγα φρέσκα αυγουλάκια απ' τις κότες τους, για την καημένη τη δεσποινίς Ευτέρπη τη δασκάλα.

"Μήπως είπες τίποτα στη δασκάλα για μένα;" Ρώτησε τη μάνα του όταν την είδε στο σχολείο.

" Όχι, τίποτα"

"Μήπως εκείνη σου είπε τίποτα για μένα;"

"Όχι τίποτα"

Δεν την πίστεψε. Ήταν βέβαιος ότι πίσω απ' την πλάτη του, μάνα και δασκάλα τονε κάνανε φύλο και φτερό. Του τα 'βγαλαν όλα στη φόρα η μία τα ιδιαίτερά του στο σπίτι και στη γειτονιά, η άλλη τις επιδόσεις του στο μάθημα και τις συμπεριφορές του στην αυλή. Δεν είπε τίποτα. Μόνο που του 'ρχότανε να σπάσει ότι βρει μπροστά του, να το ρίξει απ' την οργή του στο κλάμα. Όσο σκεφτότανε τα ειρωνικά πειράγματα των συμμαθητών του: "Φανάκη πες αλεύρι, ήρθε πάλι η μαμά  σου", απ' τη ντροπή του ήθελε ν' ανοίξει η γη να την καταπιεί.

Τον Οκτώβριο του 1949 ο Φανάκης, Φάνης πλέον με τους επαίνους των οικείων του και την τσαντίλα τη δική του, (άλλα έξι χρόνια μαρτυρίου) εισέρχεται στο μοναδικό Δημόσιο Γυμνάσιο της Κοκκινιάς γνωστό και ως παράγκα. Κτήριο φημισμένο, αλλιώτικοι μαθητές, μεγαλόπρεποι διδάσκοντες και μόνο το κούρεμα της κεφαλής με την ψιλή και η πρωινή προσευχή μείνανε τα ίδια.

Πρώτη Γυμνασίου λοιπόν και πάλι απ' την αρχή. Τώρα  ο ξεχωριστός είναι ο ευέξαπτος, ο ατίθασος, ο φίλος δίχως όρια, ο γιός της κυρά Κατίνας της δασκάλας, ο περιλάλητος Γιώργης Κατσάρας ισοϋψής και ομοθράνιος του Φάνη. Αχώριστοι εντός και εκτός σχολείου μέχρι παρεξηγήσεως, που δεν άργησε κι αυτή να 'ρθει κάποια μέρα σαν καψόνι, σαν άκρον-άωτον του παραλογισμού.

Έχουν φτάσει αισίως στην Τρίτη τάξη.

Στις διακοπές του Πάσχα, την μεγάλη Παρασκευή η κυρά Μαρίκα ανακοίνωσε επίσημα στο γιό της ότι γράφτηκε στο Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων και έχει υποχρέωση να συναντάει που και που καθηγητές για την βελτίωση της εκπαίδευσης. Ο Φάνης την κοίταξε επίμονα βαθειά στα μάτια, μετά την συνεχάρη και της ευχήθηκε "με το καλό και στην Κ.Υ.Π."

Οι τρεις πρώτες τάξεις πέρασαν λίγο πιο ευχάριστα απ' ότι ο Φάνης περίμενε. Τίποτε το ιδιαίτερα σπουδαίο, τίποτε ιδιαίτερα εξοργιστικό, τίποτα ιδιαίτερα μεγάλο, καλό ή κακό, μέχρι εκείνο το πρωινό του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 1953 και της τάξεως Τετάρτης που μπήκε ο Γυμνασιάρχης στην τάξη έδειξε τον Γιώργη και δίπλα του τον Φάνη, είπε: "εσείς οι δύο στο γραφείο μου " και έφυγε.

Πήγανε.

Τους αποκάλυψε ότι οι μητέρες τους, σκασμένες, διαπίστωναν ότι μέρα με τη μέρα τα παιδιά τους ολίσθαιναν παραμελώντας τα μαθήματα και τις σχολικές υποχρεώσεις τους, πράγμα που βεβαιώνουν και οι καθηγητές  στις επαφές τους με τους γονείς. Τα απολωλότα, παρατούσανε τα διαβάσματα και το ρίχνανε στις τσάρκες, στα σινεμά, στα κεμπάπ, στα ουζάκια και στην αλητεία. Εκάστη μάνα πίστευε ότι αποκλειστικά υπεύθυνος για την κατάντια του γιού της ήταν ο αχώριστος συμμαθητής του.

Έτσι, το συμβούλιο των καθηγητών αποφάσισε να διατάξει τον παντελή και οριστικό χωρισμό των δύο συμμαθητών, εντός  και εκτός σχολείου, με παρακολούθηση δια την τήρησιν της εντολής. Από αύριο, ο Γεώργιος θα μετακομίσει στο δεύτερο τμήμα της τάξεως, στα διαλλείματα δεν θα πλησιάζει ο ένας τον άλλο και στους δρόμους της Νίκαιας δεν θα συνοδοιπορούν. Οι γονείς έχουν λάβει οδηγία να αρνούνται την είσοδο του συμμαθητή στο σπίτι.

Τα είπε ο Γυμνασιάρχης και τους έστειλε στην τάξη για τελευταία φορά μαζί.

Έφτασαν στην πόρτα σιωπηλοί και πριν μπούνε μέσα ο Γιώργης είπε: Γάμησέ τους.

Και ο Φάνης είπε: Γάμησέ τους.

Χτυπήσανε την πόρτα και μπήκανε. Για τελευταία φορά μαζί στην τάξη και στην αυλή. Όμως όπου αλλού, παντού στον κόσμο, πάντα μαζί σαν πρώτα ως το τέλος.

Στα δεκαπέντε του τώρα ο Φάνης, παλικαράκι πρώτης, όταν γύρισε σπίτι μίλησε στη μάνα του όσο μπορούσε πιο ήρεμα." Δεν θα σου πω τίποτα" της είπε, "ότι έγινε, έγινε."

Τούτο μόνο και βάλτο καλά μες το μυαλό σου:

"Μην ξαναπατήσεις ποτέ στο σχολείο μου γιατί θα σου κόψω τα ποδάρια. Και μη μάθω ότι συνάντησες ποτέ κανέναν καθηγητή και μιλήσατε για μένα, γιατί θα σου ξεριζώσω όλες τις τριανταφυλλιές και τα χρυσάνθεμα του σπιτιού". Μέχρι το Πάσχα δεν ξαναμιλήσανε. Η σιωπή έσπασε μαζί με το τσούγκρισμα του κόκκινου αυγού στο Χριστός Ανέστη.

Σ' αυτή την ιστορία αθλιότητας και παραλογισμού, όσο και να προσπαθήσεις, όση καλή θέληση και να 'χεις, λογική εξήγηση δεν θα βρεις. Το τέλος της, που επίκειται,  θα μπορούσε άραγε, να συνετίσει τουλάχιστον εκείνους τους γονείς που κουβαλάνε την προαιώνια ανοησία ότι το δικό τους παιδί, σώνει και καλά, πρέπει να είναι καλύτερο απ' όλα τ' άλλα, πάση θυσία;

Την επόμενη χρονιά, στην Πέμπτη τάξη, πριν το τέλος του Α΄ εξαμήνου, βγήκε ο Γυμνασιάρχης στην πρωινή προσευχή και μπροστά στους μαθητές όλων των τάξεων ανακοίνωσε:

"Εις τον μαθητήν της Πέμπτης τάξεως κλασσικής κατευθύνσεως Γεώργιον Κατσάρα επιβάλλεται η ποινή της οριστικής αποβολής εκ του Γυμνασίου Νικαίας διότι δεν συνεμορφώθει με τας εντολάς, υποδείξεις και παραινέσεις ημών των καθηγητών αλλά και των γονέων του, εις ζητήματα σχέσιν έχοντα με την διαγωγήν και την εν γένει μαθητικήν του συμπεριφοράν.

Ο έταιρος της ομοουσίου δυάδος ας γνωρίζει ότι γλύτωσε παρά τρίχαν.

Η χαριστική βολή είχε μόλις δοθεί.

Ο Γιώργης και ο Φάνης συνεχίσανε ν' αλητεύουνε μαζί όπως πάντα, να πίνουνε τα ουζάκια τους μαζί, να πηγαίνουνε ο ένας στο σπίτι του αλλουνού και να τιμούν ανελλιπώς το κακόφημο σινεμά της Κοκκινιάς Αλκαζάρ, μαζί όπως πάντα.

 

Δυο τρία χρόνια μετά την αποφοίτηση του Φάνη μαθεύτηκε ότι στο Γυμνάσιο της Κοκκινιάς διορίστηκε ένας καθηγητής θεολόγος , άλλο πράμα.

Όλοι οι μαθητές τρελαμένοι και όλες οι μαθήτριες ερωτευμένες με τον Καράμπελα.

Διηγούνται πολλά γι' αυτόν.

Ένα όμως, που δύσκολα το πιστεύει κανείς, οι γνωρίζοντες επιμένανε ότι ήταν πέρα για πέρα αληθινό:

Κάποια μέρα ζήτησε να δει τον Καράμπελα ένας πατέρας παπάς. Ο γιός του ήτανε στην Πρώτη Λυκείου. Μετά τα καλημέρα, πήγε ο παπάς να πει κάτι, αλλά τον πρόλαβε ο καθηγητής:

Άκου παπά μου, αν ήρθες για να με ρωτήσεις οτιδήποτε που να αφορά τον γιό σου, τον μαθητή μου Μιχάλη, σου λέω εξ' αρχής χωρίς περιστροφές ότι δεν πρόκειται να σου πω ούτε λέξη. Αν έχεις επίσης στο μυαλό σου να μου μιλήσεις για καμώματα και ξεσπάσματα του Μιχάλη, μην το κάνεις γιατί θα τα βουλώσω τ' αυτιά μου. Αν πάλι περιμένεις να σε ρωτήσω εγώ κάτι σχετικό με τον μαθητή μου, σου λέω ότι δεν πρόκειται να βγάλω άχνα.

Πιστεύω ακράδαντα παπά μου, ότι τα παιδιά σας, όταν διαβαίνουνε την Πύλη και βρίσκονται στην επικράτεια του σχολείου, μέχρι να σχολάσουνε δεν είναι παιδιά σας , είναι παιδιά μας, δικά μας παιδιά. Εκ των πραγμάτων, οικογένεια των παιδιών σας γινόμαστε εμείς. Μάνα τους και πατέρας τους και αδέρφια είμαστε εμείς, όλο το διδακτικό προσωπικό, με μεγάλες ευθύνες και ανυποχώρητη επιδίωξη την αξιοπρέπεια και την ακεραιότητα του χαρακτήρα τους.

Γι' αυτό παπά μου, εγώ έχω αποφασίσει να προστατεύω τα παιδιά μας και να μη τα ρουφιανεύω, πίσω απ' την πλάτη τους, ούτε καν στον ίδιο τους τον πατέρα. Και ακόμα δεν επιτρέπω σε κανέναν, ούτε στον ίδιο τον γονιό, να ρουφιανεύει το γιό του, το παιδί μας, στους πονηρούς και αδιάκριτους και φυσικά ούτε και σε μένα.

Ξέρω παπά μου, βαριά κουβέντα, μα όχι πιο βαριά απ' την πράξη.

Σε συμβουλεύω λοιπόν, μη ξανακάνεις τον κόπο να 'ρθείς στο σχολείο με πρόφαση το καλό το γιού σου.

Από την Πύλη και μέσα για την προστασία και το καλό του Μιχάλη είμαστε εμείς εδώ!

 

 

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 12 Δεκεμβρίου 2015 06:50

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση