Πέμπτη, 12 Φεβρουαρίου 2015 19:44

Ένα αφιέρωμα της ταινιοθήκης της Ελλάδος στον Αντρέι Ταρκόφσκι

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Αυτό μόνο με μύγες εξηγείται. Δηλαδή για να σου αρέσει ο Γκοντάρ κάποια μύγα θα σε τσίμπησε κάποτε δίχως να το πάρεις είδηση. Και από τότε όλες οι ταινίες του σε ανεβάζουν σε διάφορα ύψη. Παραμένοντας στον χώρο του σινεμά, το ίδιο θα συνέβη και με τον Όζου, με τον Ντράγιερ και με τον Μπέργκμαν, με τον Μπονιουέλ, τον Ιοσελιάνι, τον Τζάρμους και τον Μπρεσσόν, τον Κασσαβέτη, και τον Ρομέρ, το ίδιο και με τον Ταρκόφσκι. Με μύγες εξηγούνται κι αυτοί.

Το θέμα μας είναι ο Αντρέι Αρσένιτς Ταρκόφσκι ( χωριό Σεβράγιε, ΕΣΣΔ, 1932 - Παρίσι, 1986), γιός του σπουδαίου ποιητή Αρσένι Ταρκόφσκι. Σπούδασε μουσική, ζωγραφική, γλυπτική, αραβικά και δούλεψε ως γεωλόγος στην Σιβηρία. Από το 1956 έως το 1960 παρακολουθεί μαθήματα κιν/γράφου υπό την επίβλεψη του μεγάλου σκηνοθέτη Μιχαήλ Ρόμ.

Και είναι το θέμα μας διότι η Κινηματογραφική Λέσχη Ελλάδος - κιν/γράφος Λαΐς, Ιερά Οδός 48 & Μεγάλου Αλεξάνδρου - διοργανώνει ένα αφιέρωμα στον Ταρκόφσκι από σήμερα έως και την Τετάρτη 18.2, όπου θα προβληθούν όλες οι ταινίες του. Εκτός απροόπτου κάποιες θα πάμε να τις δούμε. Πατώντας  εδώ   θα σας εμφανιστεί η σελίδα της ταινιοθήκης με το αναλυτικό πρόγραμμα.         

Να πούμε και κάτι και για τις μύγες. Αυτό συνδέεται με καλλιτέχνες γενικώς, το έργο των οποίων στην εποχή τους ξεφεύγει αρκετά από τον μέσο όρο των έργων της τέχνης τους, ως προς τον συνδυασμό φόρμας και περιεχομένου. Για να αρέσουν λοιπόν τέτοια έργα τέχνης σε μια μειονότητα συνήθως, πρέπει αυτή η λόξα να έχει προκύψει από ένα κοκτέιλ αινιγματικών επιδράσεων που συνέβη σε μια ηλικία και σε μία φάση όπου τα ρολά ήταν ανεβασμένα. Τότε φτιάχνονται κάτι εσωτερικά δρομάκια που οδηγούν σε γωνίες και άκρες όπου χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τα παιχνίδια του. Προφανώς αυτό, σε όσους συμβαίνει, δε σημαίνει ότι το ξεχωρίζειν τους δίνει πόντους παραπάνω στα της ζωής. Αυτά τα τσιμπήματα δεν γεννούν υπεροψία και μέθη, ούτε καβάλλημα καλαμιού. Μα ούτε σημαίνει ότι θα'ναι και πιο ευτυχισμένοι από τους άλλους. Απλά μια διαπίστωση είναι που τιμά τις μύγες που τσιμπάνε κι όπου η τυχαιότητα έχει την τιμητική της. 

Ο Ταρκόφσκι θεωρείται ξεχωριστός σκηνοθέτης/σεναριογράφος από μια πλειάδα σημαντικών ομότεχνών του από όλον τον κόσμο και από ανθρώπους που βρήκαν στις ιστορίες του κάτι διαφορετικό από αυτά που κυκλοφορούν αφειδώς στην πιάτσα. Στο τέλος υπάρχουν αντιγραμμένα τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα που μιλούν για την τέχνη του, όπως τα έγραψε στο βιβλίο του "Σμιλεύοντας το χρόνο".  

Η ταινία του: Πρόκειται για την ασπρόμαυρη "Αντρέι Ρουμπλιόφ", που την κουτσουρεμένη κατά μια ώρα κόπια της την είδαμε λίγο μετά την χούντα. Ο Ρουμπλιόφ (1360-1427) είναι ο πατριάρχης των Ρώσων αγιογράφων που ξεκίνησε την μοναχική πορεία του όταν ο Θεοφάνης ο Έλληνας τον επέλεξε ως βοηθό του. Αργότερα θεωρήθηκε εθνικός ήρωας και το 1988 ανακηρύχθηκε από το Πατριαρχείο της Μόσχας άγιος. Ήταν η πρώτη ταινία που είδα του Ταρκόφσκι. Να πω ότι ελάχιστα κατάλαβα. Να πως επίσης ότι βγαίνοντας από τον σινεμά μετά από ώρες και κάτι ήταν σαν να επέστρεφα από το ρώσικο μεσαίωνα στον 20 αιώνα πλήρης. Να πω τέλος ότι ήμουν πλημμυρισμένος δεν ξέρω κι εγώ από τι. Οι άλλοι της παρέας έτσι και λίγο παραπάνω από το έτσι. Γι'αυτό μίλησα για εκείνες τις ειδικές μύγες. Θυμάμαι επίσης πως κάθε πλάνο της με ωθούσε απαλά στο να το ζήσω, να ζήσω τη ροή της ζωής εκείνων των χρόνων, της ζωής σε ένα άπλωμά της και σε μια ενότητα από τα μικρά κι ασήμαντα έως τις μεγάλες φάσεις, δίχως να χάνω την αίσθηση του παρατηρητή. Αυτό ήταν. Ο κύβος ερρίφθη... τότε έγινα Ταρκοφσκικός δίχως να το επιλέξω. Εν αντιθέσει με τους σοβιετικούς ιθύνοντες που επέτρεψαν την προβολή της ταινίας αυτής, παραγωγής του 1966-67, το 1971. 

Για την ταινία του αυτή έχει γράψει ο Ταρκόφσκι, ανάμεσα στα άλλα και τα εξής: Με ενδιέφερε κάτι άλλο: να διερευνήσω τη φύση της ποιητικής ιδιοφυΐας του μεγάλου ρώσου ζωγράφου. Ήθελα να χρησιμοποιήσω το παράδειγμα του Ρουμπλιόφ για να αναλύσω τη νοοτροπία και την πολιτική συνείδηση ένός καλλιτέχνη που δημιούργησε πνευματικούς θησαυρούς διαχρονικής αξίας.

Η ταινία θα έδειχνε πως ο εθνικός πόθος για αδελφοσύνη, την εποχή του παράφορου αδελφοκτόνου αγώνα και του ζυγού των Τατάρων, γέννησε την εμπνευσμένη «Αγία Τριάδα», η οποία συνοψίζει το ιδανικό της αδελφοσύνης, της αγάπης και της γαλήνιας ευσέβειας. Αυτή ήταν η καλλιτεχνική και φιλοσοφική βάση του σεναρίου.

Είναι εύκολο να καταλάβουμε πόσο ανεφοδίαστος ήταν ο Αντρέι για να αντιμετωπίσει τη ζωή, όταν έφυγε από την προστασία του στενού μοναστηριακού περιβόλου, που του έδινε μια στρεβλή άποψη της ζωής πέρα μακριά. Και μόνο αφού πέρασε όλους τους κύκλους της οδύνης, έγινε ένα με τη μοίρα του λαού του κι έχασε την πίστη του στην ιδέα του καλού, που δεν συμφιλιωνόταν με την πραγματικότητα, μόνο τότε επιστρέφει στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε: στην ιδέα της αγάπης, του καλού, της αδελφοσύνης. Τώρα όμως έχει βιώσει τη μεγάλη, εξαίσια αλήθεια αυτής της ιδέας σαν έκφραση των ελπίδων του βασανισμένου λαού του. Οι παραδοσιακές αλήθειες παραμένουν αλήθειες μόνο όταν τις δικαιώνει η ατομική εμπειρία...

Και λίγα για την ιστορία της, από τον Πάνο Ερμείδη

Η ταινία γυρίστηκε το 1966 με διάρκεια 205'. Η έντονη θρησκευτικότητα και η βία των σκηνών ενόχλησαν το σοβιετικό καθεστώς. Ο σκηνοθέτης κατηγορήθηκε για "νατουραλισμό" και απαγορεύτηκε η προβολή της.

Το 1967 η ταινία προτάθηκε να προβληθεί στο φεστιβάλ των Καννών, αλλά η επίσημη σοβιετική απάντηση ήταν ότι το φιλμ δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη.

Η δεύτερη πρόσκληση για το φεστιβάλ Καννών έγινε το 1969 και οι σοβιετικοί επέτρεψαν την προβολή της, υπό την προϋπόθεση ότι η ταινία θα προβληθεί εκτός του επίσημου προγράμματος. Έτσι η ταινία προβλήθηκε την τελευταία μέρα στις 4.00 τα ξημερώματα και έλαβε το ειδικό βραβείο FIPRESCI.

To 1971 επιτράπηκε η προβολή της στη Σοβιετική Ένωση σε μια νέα έκδοση των 186'.

Το 1973 έγινε διανομή της ταινίας εκτός ΕΣΣΔ σε μια ακόμη μικρότερη έκδοση των 165'. Ωστόσο η COLUMBIA PICTURES που είχε την ευθύνη της διανομής αφαίρεσε άλλα 20'. Αυτήν την "κουτσουρεμένη" ταινία (146') προβλήθηκε στην Ελλάδα το 1974.

Τέλος το 1999 κυκλοφόρησε η αυθεντική έκδοση των 205'. Σύμφωνα με την αδελφή του Tarkovsky, μία συνεργάτης του σκηνοθέτη είχε κρυφά φυλάξει όλα αυτά τα χρόνια την πλήρη κόπια κάτω από το κρεβάτι του σπιτιού της.

Από τις υπόλοιπες ταινίες του, μου άρεσαν πολύ δύο επιστημονικής φαντασίας, το "Σολάρις" και το "Στάλκερ". Γενικά μιλώντας, μπορώ να πω πως αυτό που μου άρεσε στις ταινίες του ήταν ο τρόπος που παρουσίαζε την πραγματικότητα. Ένας τελείως προσωπικός τρόπος όπου ο ρεαλισμός και η ποιητικότητα ήταν σιαμαία, το ένα γεννούσε το άλλο. Είναι προφανές πως ο Ταρκόφσκι σεβόταν την πραγματικότητα και πως είχε μια σαφή αντίληψη της υλικότητάς της και μάλλον γι'αυτό κατάφερνε να της εμφυσήσει μια ποιητικότητα επιπέδου. Υποστηρίζω ότι, θα αισθανθεί αυτό το δίδυμο εκείνος ο θεατής που θα αφεθεί στην μαγεία της, που θα καρφωθεί μέσα της με όση δύναμη διαθέτει. Είναι το στάδιο που πέρασε και ο σκηνοθέτης για να τις δημιουργήσει. Για να φτιάχνει τέτοια πλάνα, πιστεύω ότι θα πρέπει πολλάκις να έχει φιλήσει το χώμα που πατά, θα πρέπει να έχει υποκλιθεί ξανά και ξανά στον κόσμο, τον Μικρό και τον Μέγα και να τον έχει νιώσει σε διαστάσεις που οι περισσότεροι από εμάς δεν μπορούμε να τις συλλάβουμε. Το καταπληκτικό με τον Ταρκόφσκι, όπως είχε δηλώσει εξ άλλου και ο ίδιος κι όπως φαντάζομαι ότι θα έκαναν οι περισσότεροι μεγάλοι σκηνοθέτες, ήταν πως έκανε σινεμά, με έναν τρόπο λες και τον ανακάλυπτε εξ αρχής, εκείνη τη στιγμή, προβάλλοντας στο πανί ότι είχε άμεση σχέση μ'αυτόν, δίχως να κάνει φιγούρα, δίχως να προσπαθεί να εντυπωσιάσει και να κερδίσει τον θεατή με ωραίες και αφύσικες εικόνες.

Ένα τελευταίο που πρέπει να ειπωθεί είναι η σχέση του με τον Αϊζενστάιν (1848-1948), τον πατριάρχη των Ρώσων σκηνοθετών, μια θρυλική μορφή του παγκόσμιου σινεμά. Κι αυτό γιατί συχνά παρουσιάζουν τον Ταρκόφσκι ως τον επόμενο Αϊζενστάιν. Να πούμε εδώ, κάτι που το έχουμε διαβάσει, και είναι ένα από τα βασικά που διαφοροποιεί το σινεμά του Ταρκόφσκι απ'αυτόν του Αϊζενστάιν. Ο Αϊζενστάιν υποστήριζε πως με το μοντάζ μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε. Κι αυτό που ήθελε ο ίδιος ήταν να παράγει μία ιδεολογία. Ο Ταρκόφσκι έριχνε το βάρος στο ρυθμό που έχει η ταινία, που ο ρυθμός αυτός υπάρχει σε κάθε πλάνο. Το μοντάζ λοιπόν προσφερόταν γι'αυτόν για να ανακαλύψει τον ρυθμό της ταινίας σε κάθε εικόνα. Το θέμα που απασχολούσε τον Ταρκόφσκι δεν ήταν ιδεολογικής τάξης, αλλά πνευματικής.

Όπως όλοι οι μεγάλοι Ρώσοι και πριν Σοβιετικοί καλλιτέχνες, έτσι και ο Ταρκόφσκι ταλαιπωρήθηκε τα μάλα από το Σοβιετικό καθεστώς. Παρένθεση: Τελευταίο παράδειγμα ταλαιπωρίας, ένα φιλμ που βγήκε αυτήν την εβδομάδα στις αθηναϊκές οθόνες. Είναι η ταινία του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ ( "Η Επιστροφή", "Η Έλενα") "Λεβιάθαν", που κέρδισε το βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ των Κανών και είναι υποψήφια για Όσκαρ, καλύτερης ξένης ταινίας. Ε, οι εκπρόσωποι της εκκλησίας και της κυβέρνησης Πούτιν χαρακτήρισαν την ταινία αντιρωσική και κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να εμποδίσουν την προβολή της στη Ρωσία και στα πέριξ. Κλείνει η παρένθεση. Ο Ταρκόφσκι λοιπόν, δεν άντεξε άλλο αυτήν τη γραφειοκρατική ανελευθερία ανθρώπων μικρόψυχων και στενών οριζόντων και αυτοεξορίστηκε το 1984, πρώτα στην Ιταλία και μετά στην Γαλλία, γράφοντας στο ημερολόγιό του το 1983 όταν πήρε την απόφασή του «Είμαι χαμένος. Δεν μπορώ να ζήσω στη Ρωσία, αλλά ούτε μακριά από αυτήν». Παρόλο που ο Ταρκόφσκι δεν υπήρξε ποτέ ανοικτά «διαφωνών» με το σοβιετικό καθεστώς, υπέφερε απ'αυτό. Το κυριότερο παράπονό του από τις σοβιετικές αρχές ήταν ότι δεν του επέτρεψαν να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη όλα του τα σχέδια και τις ιδέες. Πέθανε στο Παρίσι από καρκίνο το 1986, λίγο μετά την ολοκλήρωση στη Σουηδία της ταινίας του "Θυσία", τη χρονιά που έγινε το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνόμπιλ της ΕΣΣΔ. Τρία χρόνια αργότερα πέθανε και ο πατέρας του, ο οποίος το 1929 είχε παντρευτεί την μητέρα του Μαρία Ιβάνοβνα Βισνιγιάκοβα. Απέκτησαν και μία κόρη και το 1937 χώρισαν. Ο Αντρέι και η Μαρίνα μεγάλωσαν με τη μητέρα τους. Στον πατέρα τους επετράπη να δημοσιεύσει για πρώτη φορά ποιήματά του το 1962, ποιήματα που τα έγραφε από τον πόλεμο και μετά, στον οποίο έχασε και το ένα πόδι του.        

Αποσπάσματα από το "Σμιλεύοντας το χρόνο", εκδόσεις "Νεφέλη". 

...Επιπλέον, η μείζων λειτουργία της τέχνης είναι η επικοινωνία, εφ'όσον η αλληλοκατανόηση είναι μία δύναμη που ενώνει τους ανθρώπους και το πνεύμα επικοινωνίας είναι είναι μία από τις σημαντικές πλευρές της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τα έργα τέχνης, αντίθετα με τα επιστημονικά, δεν έχουν πρακτικούς στόχους, με καμιά υλική έννοια. Η τέχνη είναι μετα-γλώσσα, με την οποία οι άνθρωποι προσπαθούν να επικοινωνήσουν, να μεταδώσουν πληροφορίες για τον εαυτό τους και να αφομοιώσουν την εμπειρία των άλλων. Αυτά τα στοιχεία δεν έχουν σχέση με πρακτικά οφέλη, παρά με την συνειδητοποίηση, της ιδέας της αγάπης που το νόημά της έγκειται στη θυσία, στο άκρο αντίθετο του πραγματισμού. Μου είναι αδύνατο να πιστέψω πως ένας καλλιτέχνης μπορεί ποτέ να εργαστεί μόνο και μόνο για να "εκφραστεί". Η έκφραση του εαυτού του δεν έχει νόημα αν δεν βρίσκει ανταπόκριση. Για να δημιουργηθεί πνευματικός δεσμός με τους άλλους, η έκφραση αυτή πρέπει να αποτελεί μία οδυνηρή πορεία που δεν έχει κανένα πρακτικό όφελος - να είναι εντέλει πράξη θυσίας. 

Η τέχνη γεννιέται και στεριώνει εκεί όπου υπάρχει διαχρονική και ακόρεστη δίψα για το πνευματικό, το ιδεώδες. Η σύγχρονη τέχνη έχει πάρει λανθασμένη τροπή, καθώς εγκαταλείπει την αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης και επικυρώνει την αυταξία του ατόμου. Ό,τι φιλοδοξεί να είναι τέχνη αρχίζει να μοιάζει εκκεντρική ενασχόληση διαβλητών προσώπων που υποστηρίζουν ότι κάθε ατομική δραστηριότητα έχει καθ'αυτήν αξία, απλώς και μόνο ως επίδειξη πεισματικής επιμονής. Στην καλλιτεχνική δημιουργία όμως η προσωπικότητα δεν επιβάλλεται, παρά υπηρετεί μιαν άλλη, υψηλότερη και συλλογική ιδέα. Ο καλλιτέχνης πάντα είναι υπηρέτης και προσπαθεί μονίμως να ξεπληρώσει το χάρισμα που του δόθηκε...... Όταν αναφέρομαι στην επιθυμία για το ωραίο, για το ιδεώδες, ως τελικό σκοπό της τέχνης, η οποία και γεννιέται απ'αυτήν την δίψα γι'αυτό το ιδεώδες, δεν εννοώ διόλου ότι η τέχνη θα'πρεπε να μείνει μακρυά από τη "βρωμιά" του κόσμου. Το αντίθετο. Το καλλιτεχνικό έργο είναι πάντοτε μετωνυμία, όπου το ένα υποκαθιστά το άλλο. Το μικρό υποκαθιστά το μεγάλο. Ο καλλιτέχνης όταν θέλει να μιλήσει για κάτι ζωντανό χρησιμοποιεί κάτι πεθαμένο, όταν θέλει να μιλήσει για το άπειρο, δείχνει το πεπερασμένο. Όως επίσης η ασκήμια και η ομορφιά περιέχουν η μία την άλλη. Αυτό το θαυμαστό παράδοξο, με όλον τον παραλογισμό του, διαποτίζει την ίδια τη ζωή και δημιουργεί στην τέχνη την πληρότητα όπου ένταση και αρμονία γίνονται ένα.... Με την τέχνη κατακτά ο άνθρωπος την πραγματικότητα μέσα από μια υποκειμενική εμπειρία. Η καλλιτεχνική ανακάλυψη παρουσιάζεται κάθε φορά σαν νέα και μοναδική εικόνα του κόσμου, σαν ιερογλυφικό της απόλυτης αλήθειας. Εμφανίζεται σαν αποκάλυψη, σαν στιγμιαία, παράφορη επιθυμία να γνωρίσουμε διαισθητικά και διαμιάς όλους τους νόμους του παρόντος κόσμου - την ομορφιά και την ασκήμια του, τη συμπόνια και τη σκληρότητά του, την απεραντοσύνη και τα όρια του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τέχνη είναι σύμβολο του σύμπαντος, εφ'όσον έχει σχέση με την απόλυτη πνευματική αλήθεια, που μας την κρύβουν οι θετικιστικές πρακτικές ενέργειές μας.... Γίνεται σαφές λοιπόν, ότι σκοπός κάθε τέχνης - εκτός και αν απευθύνεται στον "καταναλωτή" σαν εμπορεύσιμο αγαθό - είναι να εξηγήσει στον ίδιο τον καλλιτέχνη και στους γύρω του γιατί ζει ο άνθρωπος, ποιο είναι το νόημα της ύπαρξής του, ή τουλάχιστον να του θέσει αυτό το ερώτημα.

Η ανθρώπινη αδυναμία, που τη βρίσκω τόσο ελκυστική, δεν επιτρέπει ατομικό "επεκτατισμό", επιβεβαίωση της προσωπικότητας εις βάρος άλλων, ή εις βάρος της ίδιας της ζωής, δεν επιτρέπει να "ζέψουμε" άλλον άνθρωπο για υλοποιήσει αλλότριους στόχους και να εκπληρώσει αλλότρια καθήκοντα. Με γοητεύει η ικανότητα ενός ανθρώπινου πλάσματος να αντιστέκεται σθεναρά στις δυνάμεις που οδηγούν τους συνανθρώπους του στη ράτσα των ποντικών, στο δρόμο του ωφελιμισμού. Σ'αυτό το υλικό βρίσκω υλικό για ολοένα περισσότερες ταινίες.   

Πατώντας  εδώ  θα σας εμφανιστεί ένα άρθρο του Γιάγκου Αντίοχου με τίτλο ΕΞΙ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΝΑ (ΞΑΝΑ)ΔΟΥΜΕ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ, όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αθηνόραμα, τεύχος 770.

 

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 16 Φεβρουαρίου 2015 17:35
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση