αλλά ο κιθαρίστας που το πραγματικό του όνομα είναι Θεολογίτης. Κατσαρό τον βαφτίσανε στην Αμερική λόγω των πυκνών και κατσαρών μαλλιών του που όταν μάκραιναν ανέμιζαν σαν χαίτη. Λοιπόν, αυτός ο Κατσαρός γεννήθηκε σ'ένα αγροτόσπιτο στην Αγ. Μαρίνα κοντά στη Χώρα της Αμοργού το 1895 και ήταν νόθο παιδί του Νικόλαου Θεολογίτη και της Άννας Στούπας. Ο παππούς του ο Αντώνης, που είχε δημιουργήσει μια μεγάλη οικογένεια με πάνω από δέκα παιδιά, ήταν ένας εξαιρετικός τραγουδιστής που βοήθησε το μικρό του εγγονό να πιαστεί από το τραγούδι. Το 1900 η Άννα, λόγω της μεγάλης φτώχειας, πήρε τον γυιό της και ήρθαν στην Αθήνα. Η ίδια με τα πολλά βρήκε δουλειά ως μαγείρισσα στα ανάκτορα όταν ήταν βασιλιάς ο Γεώργιος ο Α'. Ο νεαρός Γιώργος που έπαιζε μόνο κιθάρα, αλλά πολύ καλά, σιγά σιγά διχτυώθηκε και έπιασε δουλειά σε καλά μαγαζιά της Αθήνας και του Φαλήρου και σε διάφορα στέκια στον Πειραιά. Το 1909 ένας συγγενής του τού κλείνει δουλειά στο μαγαζί του στη Φλώριδα. Ξαναγύρισε στην Ελλάδα το 1911 και το 1914 έφυγε πάλι για την Αμερική. Επέστρεψε το 1927 και έπαιξε μαζί με τους εξαιρετικούς μικρασιάτες στα "Καφέ Αμμάν". Το 1988 ο Αργύρης Κουνάδης τον εντόπισε στην Αμερική και τον έπεισε να έρθει για μια συναυλία στο Ηρώδειο όπου κατενθουσίασε το κοινό. Τέλος το 1995, γέρος πια αλλά ακμαίος και στο σώμα και στη φωνή, και επ'ευκαιρίας της συμμετοχής του σ'ένα συνέδριο του απόδημου ελληνισμού στη Θεσ/νίκη, πήρε μέρος σε 4 συναυλίες με τους Χειμερινούς Κολυμβητές, όπου και αποθεώθηκε.
Στην Αμερική έκανε διάφορες δουλειές, αλλά σιγά σιγά βρέθηκε στον κύκλο των Ελλήνων μουσικών, όπου γρήγορα έγινε ένας από τους βασικούς που έπαιζε και τραγουδούσε δημοτικά, ρεμπέτικα, τραγούδια της επιθεώρησης, ρομάντζες, ελαφρά, αμερικάνικα, ιταλικά και ισπανικά. Το 1919 υπογράφει το πρώτο του συμβόλαιο με την RCA και αρχίζει τις γραμμοφωνήσεις. Έτσι άρχισε να γνωρίζετε με τους διασημότερους τραγουδιστές και οργανοπαίκτες του χώρου των Ελλήνων μεταναστών και γίνεται μέλος της μεγάλης αυτής οικογένειας μουσικών που διέσωσαν στην μακρινή Αμερική σπάνια διαμάντια του δημοτικού και λαϊκού τραγουδιού. Κάποια από τα τραγούδια που διέσωσε ο Κατσαρός ήταν τα Άντε σαν πεθάνω τί θα πούνε, Κακούργα Έλλη, Το Μποχώρι, Ο γιατρός, Πότε μαύρα πότε άσπρα, Χτες το βράδυ στου Καρίπη, Η μπαρμπουνάρα, το
Γαϊδουράκι, Και γιατί δεν μας το λες, Παίζω πόκα παίζω πινόκλι, Στης Σύρας τον ανήφορο
και πολλά άλλα παραδοσιακά αλλά και δικά του.
Πέρα όμως από τις μουσικές του κατακτήσεις, ο Κατσαρός ήταν πραγματικά κι ένας μεγάλος
Έλληνας. Ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο, ιδιαίτερα τη δεκαετία '20 - '30 όπου κάνει μεγάλα
ταξίδια για την εποχή εκείνη και περιοδεύει από τη Ν. Υόρκη και το Λος Αντζελες ως την
Αυστραλία, τις ελληνικές παροικίες της Λατινικής Αμερικής (Χιλή, Βραζιλία, Αργεντινή)
και ως πέρα στις Ινδίες, Αίγυπτο, Σουδάν, Αιθιοπία και Νότια Αφρική.
Το 1927 έρχεται στην Ελλάδα για λίγους μόνο μήνες και συνεργάζεται με τους γνωστούς μικρασιάτες καλλιτέχνες, τον Νταλγκά, τον Περιστέρη, τον Ογδοντάκη, τον Καρίπη κ.α. Εμφανίζεται επίσης σε θεατρικές παραστάσεις και τραγουδάει σε επιθεωρησιακά νούμερα.
Βασικό του μέλημα ήταν και η διατήρηση της Ελληνικής γλώσσας, της θρησκείας και των
παραδόσεων μέσα από τις συναυλίες, τα γλέντια τους χορούς και τα πανηγύρια.
Με άλλα λόγια η διάσωση της πνευματικής μας κληρονομιάς που πατάει στην απόλαυση ήταν η
συνειδητή επιλογή του Κατσαρού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλα τα μέρη που έδινε συναυλίες, έλεγε ότι θα παίξει για 2-3
βραδιές παραπάνω χωρίς χρήματα, έτσι ώστε να συγκεντρωθούν έσοδα για χτίσιμο εκκλησιών.
Η πρώτη εκκλησία που βοήθησε να χτιστεί ήταν ο Άγιος Γεώργιος στη Νέα Υόρκη.
Είναι γνωστό στους παλιούς Έλληνες της Αμερικής ότι μόνο για την περιοχή του Σικάγου,
με πρωτοβουλία του Κατσαρού, είχαν κτιστεί 25 ναοί.
Οι μοναδικές ερμηνείες του Κατσαρού, τον έκαναν να ξεχωρίζει, ενώ το καταπληκτικό παίξιμο
της κιθάρας του, τον έκανε ξακουστό σε όλη την υφήλιο.
Μερικές μόνο από τις προσωπικότητες που πήγαιναν να τον ακούσουν είναι ο Κλαρκ Γκέιμπλ,
ο Αλ Καπόνε ( Καπώνη τον αποκαλούσε ο Κατσαρός που τον θεωρούσε φίλο του), ο Αντρέας
Σεγκόβια, ενώ ο ίδιος ο πρόεδρος Ρούσβελτ τον είχε καλέσει στο Λευκό Οίκο το 1942.
Ο Κατσαρός στα σόλα του έπαιζε κιθάρα με ένα δικό του ιδιόρρυθμο τρόπο. Ενώ έπαιζε τη
μελωδική γραμμή με τις κάτω χορδές, ταυτόχρονα χρησιμοποιούσε τις μπάσες χορδές της
κιθάρας με τρόπο που θύμιζε έντονα το ίσο κράτημα στη βυζαντινή μουσική ή το μπάσο
κοντίνιουο στη μουσική μπαρόκ.
Κάποτε λοιπόν πίσω στο 1930, ενώ δούλευε ο Κατσαρός σε ένα μαγαζί στο Σαν Φρανσίσκο,
μπαίνει μέσα μια παρέα, ένας εκ των οποίων ήταν καρφωμένος συνεχώς στα δάχτυλα του
Κατσαρού, που έπαιζε κιθάρα (μη με ρωτήσετε που το ξέρω).
Όταν τέλειωσε το πρόγραμμα τον κάλεσε στο
τραπέζι του και συστήθηκε σαν Αντρέ Σεγκόβια ( 1893 - 1987).
Ο Κατσαρός έμεινε άναυδος. Ο Σεγκόβια είσαστε σίγουρα, τον ρώτησε ψιθυριστά.
Ναι ο Σεγκόβια ο Ισπανός ήταν. Αυτός ο αναμορφωτής της κλασσικής κιθάρας ο οποίος την
εισήγαγε για πρώτη φορά στη συμφωνική ορχήστρα
και την μετέτρεψε από συνοδευτικό σε σολιστικό όργανο.
Συνθέτης, δημιουργός και ίσως ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης κλασσικής κιθάρας που έχει γεννηθεί
μέχρι σήμερα.
Όμως εξίσου άναυδος είχε μείνει και ο πολύς Σεγκόβια από το παίξιμο του Κατσαρού,
που όμοιό του δεν είχε ξανασυναντήσει. Ταπεινοί και πηγαίοι άνθρωποι και οι δύο έγιναν από
τότε φίλοι στενοί.
Ξαναγυρίζουμε στην καραμπόλα. Η Ελληνική Απόλαυσις λοιπόν, ήταν ένα τραγούδι που
γραμμοφώνησε ο Κατσαρός,
μάλλον το 1919, και απ'αυτό πήρε το όνομά της το 1980 η ρεμπέτικη κομπανία στην οποία
αναφερθήκαμε στο προηγούμενο βιντεάκι της Πλημμύρας.
Ποιο είναι το θέμα αυτού του τραγουδιού;
Το πήγαινε έλα από το θάνατο στη ζωή εξ αιτίας του έρωτα. Μα αυτό είναι κάτι που
χαρακτηρίζει όλους τους ερωτευμένους ανθρώπους ανεξάρτητα από την καταγωγή τους.
Τι είναι αυτό το διαφορετικό που παίζει σε κάποιους πολιτισμούς, όπως ίσως και στον Ελληνικό;
Είναι το άφημα στην τρέλα αυτού του ταξιδιού και η βαθιά απόλαυση που τους γεμίζει η χαρμολύπη;
Ναι, απαντά ο Κατσαρός μέσω αυτού του ζεϊμπέκικου.
Που σε μια ερώτηση για το πως έμαθε τους δρόμους και τους
ρυθμούς του ρεμπέτικου είχε απαντήσει : «Να ξέρεις πως το πραγματικό μου επώνυμο είναι Θεολογίτης. Η οικογένειά μου είναι πολύ θρήσκοι. Από μικρός πήγαινα στην εκκλησία και κρατούσα το «ίσο» στους ψάλτες. Τα εκκλησιαστικά τροπάρια είναι η βάση. Πάντα ρωτούσα τους ψάλτες. Το βαρύ ρεμπέτικο είναι μια ψαλμωδία. Ένας μανές, ένα μινόρε, ένα ματζόρε. Αυτά τα ξέρανε οι καλλιτέχνες που παίζανε βυζαντινή μουσική. Οι καλύτεροι Έλληνες μουσικοί είχαν μεταναστεύσει εκεί, για το χρήμα. Το καλύτερο ούτι της Αμερικής ήταν ο Αχιλλέας Πούλος. Ήταν μικρασιάτης. Απ' αυτόν έμαθα πολλά»
Τον Κατσαρό ( πέθανε το 1997 στη Φλώριδα) τον συνάντησα ολοζώντανο να κοιτάζει πέρα μες τη νοσταλγία πηγαίνοντας Στην Αμερική ένα εξαιρετικό τραγούδι που έγραψε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου το 2006 και το τραγούδησε ο Σωκράτης Μάλαμας. Η Μαρίκα που θα ακούσετε είναι η Μαρίκα Παπαγκίκα ( Κως, 1890 - Νέα Υόρκη, 1943), η καλύτερη Ελληνίδα τραγουδίστρια στις Η.Π.Α που ηχογράφησε γύρω στα 250 τραγούδια. Και ο Δούσιας ο Κωστής που παίζει κι αυτός στα στιχάκια, κιθαρίστας ήταν και τραγουδιστής. Εμφανίστηκε ανάμεσα στο 1930 και στο 1937 να ηχογραφεί 18 ρεμπέτικα στην Columbia στο Σικάγο παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας ο ίδιος. Μετά εξαφανίστηκε από τη δισκογραφία. Εικάζεται ότι ήταν ο Κωνσταντίνος Δούσιος, ένας τύπος από τον Αχλαδόκαμπο που το 1912 σε ηλικία 44 ετών ταξδεύει με το πλοίο "Πατρίς" για την Νέα Υόρκη. Και πρέπει να ήταν ένας Δούσιας που το 1937 σε ηλικία 69 ετών πέθανε στο Σικάγο. Πατώντας εδώ θα ακούσετε το πανέμορφο τραγούδι του Θ. Παπακωνσταντίνου και ακολουθεί η Ελληνική Απόλαυσις στην πρώτη της εκτέλεση.