Παρασκευή, 28 Μαρτίου 2025 18:13

Γιώργος Λιάλιος: Η προστασία του περιβάλλοντος περνάει βαριά κρίση

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

epoxi25Ζωή Γεωργούλα, Μιχάλης Νικολακάκης. Συζήτηση με τον δημοσιογράφο, με ειδίκευση σε θέματα περιβαλλοντικά και πολεοδομικά

 Σε πρόσφατο ρεπορτάζ σου ανέδειξες το κύμα υπερδόμησης που αντιμετωπίζουν πολλά νησιά που είναι προσανατολισμένα στην τουριστική οικονομία. Πού οφείλεται, κατά την άποψη σου, αυτή η διόγκωση του κατασκευαστικού έργου σε περιοχές κατά τα άλλα παραδοσιακού τουρισμού; Ποιοι είναι οι επιχειρηματικοί φορείς αυτής της επενδυτικής δραστηριότητας;

Μετά το 2016-7 και την τεράστια πτώση της δόμησης κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, οπότε οι τιμές των ακινήτων είχαν πέσει επίσης πάρα πολύ, άρχισε να γίνεται αισθητή μια μεγάλη αλλαγή. Η Ελλάδα άρχισε να εμφανίζεται ως επενδυτική ευκαιρία.

Αυτό συνδυάστηκε και με άλλους παράγοντες, όπως η εμφάνιση της airbnb στη χωρά μας, γύρω στο 2015, της golden visa κ.ά. Ξεκίνησε αρχικά από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τους πιο γνωστούς στο εξωτερικό προορισμούς. Μετά το 2020, επειδή κάποια από τα δημοφιλή νησιά είχα αρχίσει να δείχνουν σημάδια κορεσμού στην αγορά, αναζητήθηκαν άλλοι προορισμοί, όπως για παράδειγμα η Πάρος, η Νάξος, η Σίφνος, η Μήλος. Μπήκαν στο επίκεντρο της τουριστικής δραστηριότητας και άρχισαν και αυτοί να παρουσιάζουν ξέφρενους ρυθμούς οικοδομικής δραστηριότητας. Σε αυτήν την εξέλιξη συντείνει και το γεγονός ότι δεν υπάρχει προστατευτικό νομοθετικό πλαίσιο, αφού η νομοθεσία για την εκτός σχεδίου δόμηση είναι και ξεπερασμένη και δεν εφαρμόζεται. Είναι λοιπόν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, για τον οποίο η κυβέρνηση δεν λαμβάνει μέριμνα. Φαίνεται ότι θέλει την οικοδομή, ίσως ως την κύρια επένδυση στη χώρα.

 Ως προς τους επιχειρηματικούς φορείς αυτής της δραστηριότητας, είναι όλοι όσοι μπορούν. Για παράδειγμα, στη Μήλο, για όσες οικοδομικές άδειες μπόρεσα να βρω ιδιοκτήτη, διαπίστωσα ότι περίπου οι μισές είναι στο όνομα ντόπιων. Ένας μεγάλος αριθμός οικοδομικών αδειών παραμένει ελληνικός και τοπικός. Όσον αφορά τους ξένους που βγάζουν οικοδομικές άδειες, είναι περισσότεροι από ό,τι πριν είκοσι χρόνια και είναι κυρίως μεγάλοι ξενοδοχειακοί όμιλοι, επενδυτές με off shore. Ως προς την εθνικότητα, πολλοί Ισραηλινοί.

 Στο ίδιο ρεπορτάζ αναδείκνυες την περίπτωση ξενοδοχείου στη Μήλο που είχε λάβει άδεια για 125 πισίνες σε προστατευόμενη περιοχή. Πρόσφατα έγινε μια σχετική ρύθμιση, η οποία προέβλεπε ότι οι πισίνες στα νησιά θα μπορούσαν να γεμίζουν με τη χρήση θαλασσινού νερού. Τέτοιες λύσεις είναι εν τέλει αποδοτικές;

Θεωρώ ότι ενυπάρχει μια μεγάλη αντίφαση στην πολιτική για τις υποδομές στις τουριστικές περιοχές. Από τη μία πλευρά, αρκετά νησιά, για παράδειγμα στο νότιο Αιγαίο, ήταν πάντα άνυδρα. Οπότε η αύξηση της ζήτησης, σε συνδυασμό με την επιβάρυνση που επιφέρει η κλιματική αλλαγή, δημιουργούν την ανάγκη εξεύρεσης εναλλακτικών πηγών νερού και ως τέτοια προτείνεται η αφαλάτωση. Από την άλλη πλευρά, η βελτίωση των υποδομών συχνά προσφέρεται ως πανάκεια, μια αποδοχή που υπονοεί ότι έτσι μπορεί να αυξάνεται η φέρουσα ικανότητα. Κάτι που ακούσαμε και από επίσημα χείλη.

Πράγματι σε αρκετά νησιά οι υποδομές είναι απαρχαιωμένες. Τα δίκτυα ύδρευσης είναι παλιά και με πολλές διαρροές. Η διαχείριση των απορριμμάτων συχνά είναι άθλια. Δεν γίνεται, όμως, κάθε νησί να έχει μια Αττική οδό ή ένα αεροδρόμιο όπως το Ελευθέριος Βενιζέλος. Και δεν μπορεί να καλλιεργείται η αίσθηση ότι όσο βελτιώνονται οι υποδομές, όλα θα πάνε καλά με την τουριστική ανάπτυξη.

Πρόσφατα έκανες ρεπορτάζ για το σχεδιαζόμενο τελεφερίκ στη Μονεμβασιά [www.kathimerini.gr/society/563471431/monemvasia-antidraseis-tis-topikis-koinonias-gia-to-teleferik], περίπτωση ενδεικτική μιας συνθήκης που εμφανίζεται σε διαφορετικούς προορισμούς ιστορικού-πολιτισμικού ενδιαφέροντος. Πόσο έτοιμη είναι η Ελλάδα, σε κεντρικό αλλά και σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης στην επιβολή περιορισμών ως προς την πρόσβαση σε ένα μνημειακό τόπο;

Γενικά δεν είναι εύκολη η επιβολή περιορισμών στην πρόσβαση σε μνημειακούς τόπους. Διότι είτε θα θέσεις φυσικούς περιορισμούς, που εγείρει ζητήματα, είτε θα αποθαρρύνεις με οικονομικά κίνητρα την τουριστική υπερεκμετάλλευση είτε θα περιορίσεις τις άδειες που εκδίδονται για φιλοξενία, που αφορούν ξενοδοχεία και airbnb. Ως προς το τελευταίο, η δύσκολη παράμετρος είναι τα Airbnb, διότι το πεδίο τους είναι αρρύθμιστο. Εύκολα δηλαδή μπορεί ένας οικισμός σαν τη Μονεμβασιά να μετατραπεί σε ένα ανοικτό ξενοδοχείο, χωρίς να έχει εκδοθεί ούτε μία άδεια για ξενοδοχείο. Τέτοιο παράδειγμα είναι η Οία της Σαντορίνης.

Σημαντικό ρόλο στην ετοιμότητα των θεσμών παίζουν οι τοπικές κοινωνίες, αλλά από την άλλη πλευρά οι αιρετοί συχνά δεν αποδέχονται την ύπαρξη των προβλημάτων που αναδεικνύουν οι πολίτες ή η τοπική αυτοδιοίκηση δεν επηρεάζει την κεντρική κυβέρνηση, αφού γνωμοδοτεί αλλά δεν αποφασίζει.

Αναμφίβολα η σημαντικότερη χωροταξική πολεοδομική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα είναι η ολοκλήρωση των τοπικών και ειδικών πολεοδομικών σχεδίων που εκκίνησε το 2018 ακυρώθηκε και επανεκκίνησε με λεφτά από το Ταμείο Ανάπτυξης, με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2025. Πώς βλέπεις την πορεία υλοποίησης αυτού του σχεδίου και τι εντάσεις εμφανίζονται σε τουριστικές περιοχές;

Η ολοκλήρωση του πολεοδομικού σχεδιασμού θα βελτιώσει πολύ την κατάσταση. Ακόμα κι αν ο σχεδιασμός έχει ατέλειες, είναι πολύ καλύτερος από το να μην υπάρχει καθόλου σχεδιασμός. Εδώ χρειάζεται να μπει ένας μεγάλος αστερίσκος, που λέει ότι χρειάζεται να έχουμε και τους μηχανισμούς για να επιτηρούν την εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδιασμού. Διότι και στη Μύκονο και στη Σαντορίνη και αλλού υπήρχε πολεοδομικός σχεδιασμός ο οποίος έχει καταστρατηγηθεί.

Όσον αφορά τις εντάσεις, είναι επόμενο να υπάρχουν σε περιοχές που η γη έχει μεγάλη αξία. Διότι οι πολίτες έχουν γαλουχηθεί εδώ και έναν αιώνα με την αντίληψη ότι κάθε κομμάτι γης είναι εν δυνάμει οικοδομήσιμο. Με συνέπεια κάθε περιορισμό να τον εκλαμβάνουν ως απομείωση της περιουσίας τους. Ωστόσο, βλέπουμε δημοτικές αρχές να αλλάζουν χέρια και να περνάνε σε αιρετούς που είναι πιο κριτικοί στο μοντέλο ανάπτυξης, όπως στη Σαντορίνη, και οι δημότες να ζητούν αυστηρότερους περιορισμούς.

Ο πολεοδομικός σχεδιασμός πάντως χρειάζεται και χρειάζεται να γίνει με επιστημονικά κριτήρια. Να πάψει το έλλειμμά του να χρησιμοποιείται ως μοχλός μικροπολιτικών πιέσεων.

Από την εποχή δημιουργίας του καθεστώτος Natura στην Ελλάδα, ο θεσμός καλυπτόταν από μια οριζόντια προστασία όλων των σχετικών περιοχών εν αναμονή των συγκεκριμένων μελετών που θα όριζαν δεσμεύσεις σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε οικοτόπου/προστευόμενου είδους. Την εκκρεμότητα αυτή προσπάθησε η ελληνική πολιτεία να την υπερβεί με την πρώτη καθολική προκήρυξη 23 Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών εντάσσοντας τις Natura σε αντίστοιχες ομάδες. Παρότι η υλοποίηση αυτών των μελετών βρίσκεται θεωρητικά εν εξελίξει, ο νόμος ν. 4685/20 της παρούσας κυβέρνησης δημιούργησε μια τομή στον περιβαλλοντικό «κανόνα-κεκτημένο» της χώρας: Πρώτον, υποχρέωσε τους μελετητές να υποδεικνύουν συγκεκριμένες χρήσεις γης στις περιβαλλοντικές περιοχές, δεύτερον, επέτρεψε την αδειοδότηση διαφορετικών χρήσεων γης πριν από την ολοκλήρωση των ΕΠΜ και, τρίτον, κατάργησε τους σχετικούς φορείς διαχείρισης. Είναι η τρέχουσα πενταετία μια στιγμή διείσδυσης του τουριστικού κεφαλαίου στα ευαίσθητα οικοσυστήματα της χώρας μας;

Είναι αδικαιολόγητο αυτό που συμβαίνει με τις ΕΠΜ. Έπρεπε να έχουν όλες ολοκληρωθεί ενώ δεν έχει κυρωθεί ούτε μία. Αυτό δημιουργεί πολλές απορίες. Πόσω μάλλον όταν ακούμε ότι σε πολλές περιοχές υπάρχουν πιέσεις είτε μέσω της εγκατάστασης ΑΠΕ είτε μέσω τουριστικών επενδύσεων για να υπάρξουν υποχωρήσεις, οι οποίες αν δοθούν δημιουργούν ένα δεδομένο που ο μελετητής των ΕΠΜ δεν μπορεί να παραβλέψει.

Όσον αφορά την αλλαγή του συστήματος διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών, θεωρώ ότι ήταν θετική. Οι φορείς διαχείρισης δεν μπορούσαν να συνεχίσουν, αφού χρηματοδοτούνταν περιστασιακά από τα ΚΠΣ. Δεν μπορούμε να έχουμε μια πολιτική για τις προστατευόμενες περιοχές που να εξαρτάται από το αν θα εξασφαλιστεί κάποιο κοινοτικό πρόγραμμα. Είναι μια ευθύνη που ανήκει στο κράτος και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται περιστασιακά.

Αυτό που με φοβίζει είναι το κομματικό χέρι. Είχαμε δει και στους φορείς διαχείρισης να διορίζονται ως επικεφαλής οδοντίατροι, γυμναστές κ.λπ., λόγω του ότι ήταν τοπικοί κομματάρχες κάποιων.

Όλη αυτή η συζήτηση περί του «υπερτουρισμού» έχει προκύψει από διαφορετικές περιπτώσεις κινημάτων κοινωνικής διαμαρτυρίας σε χώρες της δυτικής Ευρώπης, κυρίως σε αστικά κέντρα. Έχεις γράψει και εσύ για το «κίνημα της πετσέτας» στην Ελλάδα και την «από τα κάτω» διεκδίκηση πρόσβασης στις παραλίες. Τι άλλα στοιχήματα και διεκδικήσεις δεν έχουν τεθεί από τα κοινωνικά κινήματα στην Ελλάδα που να αφορούν την περιβαλλοντική προστασία και την πρόσβαση σε χώρους αναψυχής;

Από τη δική μου εμπειρία οι πολίτες στην Ελλάδα έχουν πολύ ισχυρά αισθήματα για την πρόσβαση στις παραλίες, σαν κομμάτι της ταυτότητας και της φυσιογνωμίας τους. Για αυτό και κάθε προσπάθεια να θιγεί η ελεύθερη πρόσβαση στις παραλίες επιφέρει πολύ μεγάλες αντιδράσεις, ακόμα και στην καρδιά των μνημονίων. Αυτή η ευαισθησία αποτελεί μια ειδική περίπτωση. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια μέσα από κινήματα πολιτών τέθηκε το ζήτημα του υπερτουρισμού αγγίζοντας ένα διακομματικό ακροατήριο, κάθε άλλο παρά περιθωριακό.

Ένα μεγάλο ζήτημα που θα μπορούσε να κινητοποιήσει μαζικά αλλά δεν το έχει κάνει ακόμα στην Ελλάδα, όπως σε άλλες χώρες της Ευρώπης, είναι η στέγαση. Ένα επίσης μεγάλο ζήτημα, που όμως βρίσκεται στα αζήτητα κινηματικά εν πολλοίς, είναι η διεκδίκηση περισσότερου δημόσιου χώρου. Ένα ακόμα ζήτημα, που όμως δεν ενώνει τους πολίτες για τη λύση του διότι τους ενώνει στη δημιουργία του, είναι τα αυθαίρετα. Ο βαθμός της πολεοδομικής αυθαιρεσίας είναι αδιανόητος. Αν το Υπουργείο Περιβάλλοντος κάποτε ασχολούταν να αναλύσει τη βάση δεδομένων που έχει συγκεντρώσει και παραδώσει στο ΤΕΕ, για να βγάλει συμπεράσματα, θα προέκυπταν σημαντικά.

Η προστασία του περιβάλλοντος, καλώς ή κακώς, είναι προνόμιο των κοινωνιών που έχουν λύσει το βιοποριστικό τους. Πριν την κρίση, τη δεκαετία των ’00, τα περιβαλλοντικά ζητήματα ήταν πολύ ψηλά στην ατζέντα των πολιτών. Όμως περάσαμε μια δεκαετία οικονομικής κρίσης η οποία διέλυσε τα πάντα. Όπως μετά από έναν πόλεμο.

Ο Γιώργος Λιάλιος σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακό στην Πολεοδομία-Χωροταξία στο ΕΜΠ. Εργάζεται στην εφημερίδα Καθημερινή από το 1999, τα πρώτα επτά χρόνια ως ελεύθερος συντάκτης και από το 2004 ως συντάκτης για περιβαλλοντικά και πολεοδομικά θέματα, καθώς και δημόσια έργα.

Πηγή: epohi.gr/articles

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 29 Μαρτίου 2025 20:40
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση