Αν και ο όρος «μεταπολιτευτική» μάλλον είναι αδόκιμος, αφού η καριέρα του Βαλτινού ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 και συνεπώς δεν τυποποιείται βολικά μονάχα στο κουτάκι της περιόδου της μεταπολίτευσης. Το ερώτημα λοιπόν που λογικά προκύπτει είναι γιατί υπήρξε ο Βαλτινός μία τόσο κυρίαρχη φιγούρα στα ελληνικά γράμματα;
Οι λόγοι είναι πολλοί αλλά συγκλίνουν σε μία κοινή συνισταμένη: ελάχιστοι αποπειράθηκαν να πειραματιστούν τόσο τολμηρά με τη φόρμα με στόχο να αποκαλύψουν πίσω από επάλληλες στρώσεις, προσωπεία, μυθολογίες, συμβάσεις, τα αληθινά, χαρακτηριστικά γνωρίσματα της σύγχρονης Ελλάδας. Η διαρκής υφολογική του ανησυχία δεν αντανακλούσε έναν στείρο φορμαλισμό αλλά μία ειλικρινή απόπειρα να σφυρηλατήσει μία γλώσσα, έναν κώδικα αναπαράστασης, που να μπορεί να αποφλοιώσει το δήθεν για να αναδείξει την ουσία.
Όμως αυτή η προσέγγιση προϋποθέτει και έναν αναστοχασμό γύρω από την ίδια την έννοια της αφήγησης και τον ρόλο του συγγραφέα, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση μοιάζει με έναν αποστασιοποιημένο συλλέκτη εγγράφων και αρχείων. Όμως και αυτό βεβαίως είναι ένα προσωπείο, άλλος ένας υιοθετημένος ρόλος. Αντίστοιχα, στα Στοιχεία για τη Δεκαετία του ’60 (1989), το κείμενο αποτελεί κολάζ από έγγραφα, ειδήσεις, αποκόμματα εφημερίδων, αγγελίες, διαφημίσεις, αιτήσεις, επιστολές κλπ. Μέσα από ένα ευρύ φάσμα λόγου φιλοτεχνεί ένα ψηφιδωτό που αναδεικνύει τη δεκαετία του εξήντα αποφεύγοντας τα μεγάλα «γεγονότα» και εστιάζοντας στους απλούς ανθρώπους, στη φαινομενικά ασήμαντη καθημερινότητα, φτιάχνοντας έτσι ένα πορτρέτο της ιστορίας χρησιμοποιώντας το «αρνητικό» του φιλμ, με τρόπο έμμεσο και πλάγιο.
Το επόμενο λογικό βήμα ήταν η μεταμυθοπλασία, η αφήγηση με θέμα τη φύση της ίδιας της αφήγησης. Χαρακτηριστικότερο έργο Ο Τελευταίος Βαρλάμης (2010), ένα αφήγημα με εμφανή την επιρροή του Μπόρχες και του Ναμπόκοφ, όπου η αναζήτηση για έναν Πελοποννήσιο κλέφτη από τον 18ο αιώνα οδηγεί σε ιστορικές και φιλολογικές μελέτες με υποσημειώσεις και αναφορές, και κατόπιν μία οικογενειακή σάγκα που διασχίζει ολόκληρο σχεδόν τον 20ό αιώνα και θέτει το ερώτημα αν η λογοτεχνία αντλεί από την ιστορία ή το αντίθετο και τελικά η λογοτεχνία «γεννάει» τη δική της αλήθεια.
Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ο Βαλτινός ήξερε να γράφει μόνο έτσι, αν και αυτά είναι τα έργα της πιο ώριμης περιόδου του. Αντίθετα, ορισμένα από τα πιο αγαπημένα του έργα ήταν πολύ πιο νατουραλιστικά σε ύφος: τόσο η περίφημη Κάθοδος των Εννιά (1963) όσο και το Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο Πρώτο: Αμερική (1972) επιδεικνύουν μία εξαιρετική αίσθηση ρυθμού, μία πολύ αποτελεσματικά λιτή γλώσσα που απογυμνώνει την αφήγηση, τα βασικά, πρωτογενή της στοιχεία και την μπολιάζει με μια α-χρονικότητα που τελικά μετουσιώνεται σε μια διαχρονική γλώσσα, ενώ χαρακτηρίζονται και από μια κινηματογραφική σχεδόν οπτική (άλλωστε ο Βαλτινός σπούδασε κινηματογράφο ενώ έγραψε και σενάρια, εκ των οποίων το πιο γνωστό υπήρξε το «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Αγγελόπουλου).
Τα περισσότερα έργα του Βαλτινού ήταν σύντομα, φλερτάροντας με τα όρια του διηγήματος και της νουβέλας. Έκρυβαν όμως πίσω τους πολλή σκέψη, αποτελούσαν σύνθετα, περίτεχνα αρχιτεκτονήματα που έπλεκαν αρμονικά ύφος και περιεχόμενο. Παράλληλα, ο βασικός στόχος του ως συγγραφέα ήταν να απομυθοποιήσει τις στρεβλές νόρμες της ελληνικής κοινωνίας, να συντρίψει τις κάθε είδους πλασματικές εξιδανικεύσεις και να εξερευνήσει το συχνά φευγαλέο σημείο τομής της ιστορίας (ή αυτό που εκλαμβάνουμε ως ιστορία) με τη μυθοπλασία. Σε δύο συμπεράσματα καταλήγω: το πρώτο είναι ότι η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία χωρίς τον Βαλτινό θα ήταν πολύ πιο φτωχή. Το δεύτερο είναι ότι έχουμε τελικά κάποιους συγγραφείς που θα άξιζαν να υπερβούν τα περιορισμένα δικά μας σύνορα.
Πηγή: elculture.gr/thanasis-valtinos-afieroma
Και lifo.gr/culture Δημοσιογράφοι και άνθρωποι των γραμμάτων περιγράφουν γιατί ο σημαντικός πεζογράφος και ακαδημαϊκός που έφυγε χθες από τη ζωή κατατάσσεται στους πρωτοπόρους των ελληνικών γραμμάτων.