Παρ’ όλα αυτά, η απληστία προηγείται των χρηματιστηρίων και των σύνθετων χρηματοοικονομικών παραγώγων. Η απληστία προϋπάρχει του καπιταλισμού όσο και αν αυτός ο τελευταίος, ως περίπλοκη λογική και κοινωνική εμπειρία θα μετατρέψει την απληστία σε πηγή του δυναμισμού της βούλησης για κέρδος.
❧
Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η απληστία είναι από τις αμαρτίες που δεν βρήκε πολλούς συμμάχους στην ιστορία. Η έμφαση του χριστιανισμού στην αρετή της πενίας, το ρεπουμπλικανικό εγκώμιο της ολιγάρκειας, η σοσιαλιστική καταδίκη της εκμετάλλευσης δημιούργησαν μέσα στον χρόνο ισχυρές παραδόσεις περιφρόνησης για τον πλεονέκτη και τον άπληστο. Αν η λαγνεία είχε τους ανυπότακτους ιερείς της, τους ελευθέριους και όσους εντέλει δόξαζαν τις απολαύσεις της σάρκας, η απληστία δεν κατάφερε να βρει υπερασπιστές παρά μόνο «πρακτικούς ακολούθους»: πολλοί άρχισαν να γίνονται άπληστοι όταν το υπόδειγμα οργάνωσης του συλλογικού βίου μέσα στο οποίο δρούσαν επικύρωνε την κατεύθυνση του «ολοένα και περισσότερο». Οι παλαιές μορφές απληστίας άρχισαν να δίνουν τη θέση τους σε μια πλεονεξία, η οποία διείσδυσε βαθιά σε κάθε πτυχή της παραγωγής και της κατανάλωσης.
❧
Θα κάναμε όμως λάθος αν ταυτίζαμε την απληστία της πρώιμης νεωτερικής εποχής, αυτής που πέρασε στο σχόλιο των Γάλλων Moralistes ή στον Λοκ και στον Άνταμ Σμιθ, με τις σύγχρονες εκδοχές της. Η κλασική αστική εποχή είχε αποστολή να αποκαταστήσει τον ζήλο για υλική ευημερία και τη σημασία της ευζωίας των μοντέρνων μέσα από την εργασία. Η διαμάχη για την πολυτέλεια και τη σχέση της με την αρετή και το δημόσιο πνεύμα[2] υπήρξε ουσιαστικά μια διένεξη για την εμβέλεια και για τα όρια της απληστίας στη μοντέρνα ζωή: πώς μπορεί άραγε να προοδεύσει ο κόσμος αν δεν στηρίζεται και στην επιθυμία της υπερβολής, στην «περιττή» κατανάλωση ή στην υπέρβαση της κλίμακας του χρειώδους; Όπως έχει αναλύσει, μεταξύ άλλων, ο Άλμπερτ Χίρσμαν, η απληστία θα γίνει το προνομιακό πάθος των μοντέρνων τη στιγμή που το ‘συμφέρον’ έπαιρνε μια σχεδόν αποκλειστικά οικονομική σημασία[3]. Έτσι, η εγελιανή θέση ότι ελευθερία είναι η συνείδηση της αναγκαιότητας θα ήταν αδύνατο να εμπνεύσει την κίνηση των σύγχρονων κοινωνιών, καθώς αυτές πέρασαν από την ηθική της εργασίας στην αισθητική της σχόλης και της κατανάλωσης. Αυτή η ‘συνείδηση της αναγκαιότητας’ έθετε όρια στην ορμική ασυδοσία που αποδεσμευόταν από τις νέες οικονομικές πρακτικές. Η απελευθέρωση της επιθυμίας για ισχύ, πλούτο και ηδονές δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη ρητορική της αναγκαιότητας, έτσι ιδιοποιήθηκε τη ρητορική της ελευθερίας: έγινε η σκιά του φιλελευθερισμού, αν και αυτός ο τελευταίος δεν ανάγεται καθόλου (ούτε προϋποθέτει αναγκαστικά) μια θετική αντίληψη για τα άπληστα εγώ.
❧
Η ορμική απελευθέρωση περιορίστηκε στη σφαίρα της φαντασίας ή στον φθόνο που προκαλούσαν οι επιτυχίες των άλλων. Ήταν περισσότερο η ψυχολογική αίσθηση ότι εφεξής όλα γίνονται δυνατά, όχι μια πραγματική υπέρβαση των φραγμών ανάμεσα στο υποκείμενο και στα αντικείμενα του κόσμου γύρω του. Η ακραία υποκειμενική ελευθερία των μοντέρνων υφίσταται τη λογοκρισία του νόμου, αντιμετωπίζοντας κληρονομημένους από το παρελθόν αλλά και νέους θεσμικούς περιορισμούς. Η απληστία όμως δεν θα μπορούσε να γίνει μια από τις κινητήριες δυνάμεις του σύγχρονου κόσμου εάν δεν είχε έρεισμα στην απελευθέρωση κάποιων μοντέρνων φαντασιώσεων και στις νέες μορφές οικονομίας. Έτσι, όσο είχε βαρύτητα και ισχύ ένας κώδικας ηθικών και συνειδησιακών περιορισμών, όσο, για παράδειγμα, οι διδαχές της Εκκλησίας ή η ιδεολογική αίγλη αντιπλουτοκρατικών δυνάμεων κρατούσαν τα ηνία, η απληστία διατηρούσε τον χαρακτήρα που ξέρουμε από την Ιστορία και τις Γραφές: ιδιότητα κάποιων μεμονωμένων ατόμων που ξεχωρίζουν από την κοινότητα αποτελώντας κατά κανόνα αντικείμενα λοιδορίας και ηθικού κολασμού. Η απληστία ήταν απλώς η αμαρτία των μεμονωμένων άπληστων. Εν ολίγοις, κάτι ανάλογο με τη λαιμαργία των λαίμαργων ή με τη λαγνεία των ακόλαστων. Αρκούσε επομένως να ψέγει κανείς τον άπληστο τύπο ως παραβάτη ενός ηθικού μέτρου και ως αρνητικό χαρακτήρα. Το μέτρο, η απαίτηση δηλαδή για ισορροπία μεταξύ αντίρροπων δυνάμεων και μεταξύ διακριτών ηθών διατήρησε επί αιώνες τον ρόλο του ύψιστου ιδεώδους. Σε κανονιστικό επίπεδο, εξακολουθούμε να ορκιζόμαστε στη μεσότητα μεταξύ πενίας και επιδεικτικής αφθονίας, στις ίσες αποστάσεις από τον μιζεραμπιλισμό και την άκρατη χλιδή. Αυτό που συντελέστηκε ωστόσο στον εικοστό αιώνα (κυρίως) είναι κάτι πραγματικό: μια παγκόσμια, μαζική μεταβολή κλίμακας. Η απληστία δεν παράγεται πλέον στους χαρακτήρες (σε έναν τύπο ανθρώπου) αλλά στην ίδια τη μηχανική των κοινωνικών και πολιτιστικών συστημάτων που διέπουν τον κόσμο μας. Το συγκεκριμένο πάθος μεταπήδησε από τις γραφικές ή αναίσχυντες συμπεριφορές κάποιων προσώπων στη σπατάλη ενέργειας και στην υπερβολή που χαρακτηρίζει σημαντικούς τομείς της σύγχρονης ζωής. Η απληστία έγινε τελικά δημοκρατικό πάθος από ολιγαρχικό ή αριστοκρατικό προνόμιο.
❧
Εξακολουθεί βεβαίως να ισχύει η ηθική καταδίκη της απληστίας. Μάλιστα, μετά τις χρηματοπιστωτικές φούσκες, την εκτίναξη των δημόσιων χρεών και τις άλλες μορφές χρεοκοπίας, οι γενιές του 2000 ανακάλυψαν (εκ νέου) την ηθική αποστροφή στην απληστία. Η αναγόρευσή της σε cult καπιταλιστική αρετή ή ο εξωραϊσμός της ως δημιουργικής ορμής για καινοτομίες ανήκει στο παρελθόν ή τη συναντά κανείς πλέον ως μια εξαιρετικά μειοψηφική θέση δίχως επίδραση στις σύγχρονες ιδεολογικές και ηθικές στάσεις. Η εμπειρία των παγκόσμιων κρίσεων και η άνοδος μιας συμπονετικής μηντιακής κουλτούρας θα συναντηθεί με μια υπαρξιακή-φιλοσοφική διερώτηση για το νόημα της εργασίας, του πλούτου και της καριέρας. Πολλοί άνθρωποι στις κοινωνίες μας προβληματίζονται για τη σχέση ανάμεσα στην ευδαιμονία και στη συσσώρευση αγαθών ή στα πιθανά οφέλη μιας πιο ήρεμης ζωής. Με άλλα λόγια, από την άποψη των προτύπων και των δόκιμων συμπεριφορών, η απληστία βρίσκεται στη χαμηλότερη κλίμακα σαν μια ριζικά απονομιμοποιημένη στάση. Αν επιπλέον προσθέσουμε και τη διάσταση της οικολογικής κρίσης και τη συζήτηση για τις ποικίλες ανθρωπογενείς καταστροφές, η απληστία θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας ιδιαίτερος ανθρωπολογικός κίνδυνος που καθιστά επισφαλές το μέλλον του Πλανήτη.
Αυτή ωστόσο η «αυτονόητη» (κοινότοπη) καταδίκη της απληστίας έχει σχετική μόνον αξία. Παραφράζοντας την ορολογία του Χέγκελ, μπορεί να πούμε ότι η απληστία καταδικάζεται ηθικά ενώ θριαμβεύει ακόμα στο επίπεδο της ενεργού πραγματικότητας. Το υποκειμενικό της πνεύμα αποκηρύσσεται, ενώ η ισχύς της παραμένει εξαιρετικά μεγάλη στη διαμόρφωση των κοινωνικών, τεχνολογικών και οικονομικών ονείρων. Και ενώ προβάλλει ως βουλιμική σχέση με τα πράγματα, αποκαλύπτει συγχρόνως μια ψυχική ανορεξία στα όρια της κατατονικής σχέσης με έναν στραγγισμένο κόσμο. Ξέρουμε ότι η λέξη απληστία συνδέεται ετυμολογικά με το πλήθος και την ίδια την πληρότητα. Με άλλα λόγια η απληστία νεύει προς την υψηλή ιδέα της Πλήρωσης και της Εκπλήρωσης. Δείχνει έτσι αυτό που γεμίζει αλλά δεν χορταίνει, κάτι που υπερχειλίζει και ωστόσο η ψευδής του πληρότητα δεν ικανοποιεί ποτέ το υποκείμενο, το οποίο γίνεται απλώς όμηρος μιας ανέφικτης ευχαρίστησης. Η απληστία μοιάζει έτσι με δεσποτικό μηχανισμό ενεργοποίησης της συρρικνωμένης ή της άτονης επιθυμίας, μια νεκρωτική διαδικασία, η οποία συχνά κρύβεται πίσω από την αναζήτηση όλο και εντονότερων εμπειριών πλούτου, ηδονής και ισχύος.
❧
Ξέρουμε πως κάθε αμαρτία μάς εισάγει πάντα σε ένα λάθος, σε μια οντολογική αστοχία. Το αμαρτάνειν μαρτυρά μια εκδοχή κακής έλλειψης, ένα έλλειμμα. Φυσικά, στη βαθύτερη χριστιανική συζήτηση (αχανή και απροσπέλαστη στον κοσμικό διανοούμενο), κάθε νομική και εξωτερικά μοραλιστική αντίληψη για την αμαρτία είναι ακατάλληλη και φτωχή για να περιγράψει το βάθος και τις διαστάσεις της. Στεκόμαστε λοιπόν αναγκαστικά στο πρακτικό ηθικό επίπεδο, δίχως να αποτολμούμε ανοίγματα σε περιοχές της σκέψης που ανήκουν αλλού. Επανέρχομαι έτσι στην απληστία: αν αυτή συνδέεται αναπότρεπτα με μια φαντασίωση πληρότητας και πλησμονής, με άλλα λόγια με τη συγκάλυψη ενός πρωταρχικού ελλείμματος, τότε μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την απληστία σαν μια εσφαλμένη σχέση με τον κόσμο. Ακριβώς επειδή δεν αναγνωρίζει την έλλειψη, το όριο και την παύση, διαιωνίζει ένα θλιμμένο πάθος, ένα πάθος με καταστροφικό φορτίο. Το πάθος για ψευδή πληρότητα ή για διαρκή ένταση ενός «εγώ θέλω» απελευθερώνει έναν μηδενισμό δίχως τέλος, μια βίαιη σχέση με τα πράγματα και τους άλλους.
Δικαιούμαστε επομένως να ισχυριστούμε ότι ένας κόσμος δίχως απληστία θα ήταν πλουσιότερος ως προς την ποιότητα των κοινωνικών του σχέσεων και την ίδια στιγμή πιθανόν λιγότερο δυναμικός σε ορισμένα επιτεύγματα και υλικούς μετασχηματισμούς. Θα ήταν ένας κόσμος με λιγότερες ανέσεις και περισσότερη (ίσως) πνευματικότητα. Είναι γεγονός ότι η ένωση παθών, όπως η απληστία, με συγκεκριμένες εκδοχές οικονομικής μεγέθυνσης έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην ανάδυση και επέκταση του μοντέρνου κόσμου και του μαζικού δημοκρατικού πολιτισμού μας. Καταλαβαίνουμε όμως ότι η επανάληψη και εμμονή στην άπληστη δυναμική αντιβαίνει στους όρους κατοίκησης της γης και στη διατήρηση σημαντικών πολιτισμικών αγαθών. Η απληστία έχει πάψει να είναι απλώς ένα προσωπικό αμάρτημα ή το κουσούρι κάποιων λίγων. Μάς κληρονομείται ως ένας μηχανισμός παραγωγής προβλημάτων που τείνουν να γίνουν ανεπίστροφες βλάβες.
Για να διασωθεί η δημοκρατία χρειάζεται εντέλει να συγκρουστεί με τη λογική της απληστίας σε όλες της τις εκφάνσεις: τεχνολογική ύβρι, οικονομική ασυδοσία, αλλά και σε εκείνες τις λογικές κοινωνικής ανάπτυξης που δεν συνάδουν με το βάρος της ευθύνης για τις μελλοντικές γενιές. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στην απληστία και στην εμπειρία της ελευθερίας περιμένει τώρα νέους τρόπους για να σκεφτούμε τη ζωή μας και κυρίως τη ζωή των νεότερων.
[1] Σε κάποια στιγμή, ο Γκέκο (Μαικλ Ντάγκλας) λέει: «Greed, for lack of a better word, is good». Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η απληστία σε όλες της τις μορφές (για ζωή, χρήμα, εξουσία, γνώση…) εκφράζει την ουσία του εξελικτικού πνεύματος της ανθρωπότητας.
[2] Μια μεγάλη συλλογή κειμένων δυο αιώνων για το θέμα της πολυτέλειας και της κριτικής παρουσιάζουν οι Elise Pavy-Guilbert και Francoise Poulet (Contre le luxe, XVIIe– XVIIIe siècle, Classiques Garnier, 2021).
[3] Αlbert Hirshman, Tα πάθη και τα συμφέροντα, Αθήνα, Επίκεντρο, (μετ: Ιουλία Τσολακίδου), 2003.
Ο πίνακας του άρθρου είναι της: Λήδα Κοντογιαννοπούλου
Πηγή: mag.frear.gr