Τούτη τη λέξη πχιάζ την είχα ακούσει πολλές φορές από πολλούς και διάφορους, χωρίς να καταλαβαίνω τη σημασία της. Ήξερα μόνο ότι τη λέγανε για τα ξερά φασόλια που βράζανε με σκέτο νερό, που μένανε άσπρα και τα 'τρωγαν προσθέτοντας λίγο λάδι, λίγο ψιλοκομμένο κρεμμύδι και μαϊντανό.
Μου 'βαλε η μάνα μου να φάω και τρώγοντας που λέει ο λαός, εμένα μου άνοιξε μια αλλιώτικη όρεξη. Εντελώς ξαφνικά, παιδί στα δεκατέσσερα, μού μπήκε η ιδέα να ψάξω την έννοια και την καταγωγή της λέξης "πχιάζ".
Επιστράτευσα τη φαντασία μου, άκουσα την όσφρησή μου που μου 'δειχνε Τουρκία και όχι Γαλλία και με τα ελάχιστα τούρκικά μου, βρήκα την άκρη.
Δεν μου 'μενε καμία αμφιβολία ότι η λέξη πχιάζ, που μάλλον δεν σήμαινε τίποτα, προέρχεται από την συντόμευση στην προφορά, της τούρκικης λέξης "μπεάζ" που θα πει "άσπρο".
Φασόλια άσπρα. Φασόλια μπεάζ λοιπόν και όχι πχιάζ.
Η μάνα μου όταν της εξήγησα τη λέξη με ρώτησε: "Τα φασόλια θα είναι πιο νόστιμα τώρα;"
Αυτή η αποκατάσταση του ορθού, ήταν μια νίκη που με λίγη υπεροψία, με έκανε να πιστεύω ότι σε τούτο το άθλημα του ανασκαλέματος κάποιων ιδιαίτερων λέξεων θα μπορούσα να έχω και άλλες επιτυχίες. Να 'ναι καλά η φαντασία μου, η διαίσθησή μου και η λόξα που έχω να μην πιστεύω σε επιστήμονες - θεούς και σε γλωσσολόγους αλάνθαστους.
Να ' ναι καλά δηλαδή η "τριάς η αφανής του ανθρώπου."
Η επόμενη λέξη που έγινε αφορμή να κονταροχτυπηθώ με συμμαθητές μου, με φίλους μου, με λεξικά και οπαδούς τού, "ό, τι πει το βιβλίο", δεν άργησε να έρθει.
Ήταν η λέξη ΤΣΙΜΠΟΥΣΙ.
Όλοι οι Έλληνες από τον πιο αγράμματο μέχρι τον πλέον σπουδαγμένο, πίστευαν ότι η λέξη είναι τούρκικη. Αυτό διαβάζανε αυτό λέγανε. Εγώ μαχητικά επέμενα ότι η λέξη ΤΣΙΜΠΟΥΣΙ είναι ελληνικότατη επειδή είναι εγγόνι της αρχαίας ελληνικής λέξης "ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ". Και είναι ελληνικότατη επειδή... του παιδιού μου το παιδί δυο φορές παιδί μου.
Η αλήθεια είναι ότι τότε τα λεξικά γράφανε πως είναι τούρκικη.
Περάσανε αρκετά χρόνια μέχρι ν' αρχίσουνε να προσθέτουν στην ετυμολογία της λέξης ότι "ίσως να κατάγεται από το ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ."
Άλλη μια νίκη μετά από μεγάλη επιμονή και πολλούς τσακωμούς.
Φεύγουμε από τους κάπως εύκολους γλωσσολογικούς γρίφους και πάμε πιο βαθιά.
Εδώ και εξήντα πέντε χρόνια έχω επισημάνει μια λέξη πανέμορφη που όλα τα λεξικά δίνουνε γι' αυτήν ελλιπείς πληροφορίες. Κυρίως σημειώνουν ότι είναι "αγνώστου (ή αβέβαιου) ετύμου". Ότι δεν ξέρουμε δηλαδή την εξήγησή της.
Λόγω κάποιας αμηχανίας μου, νοιώθω άσκημα που αναγκάζομαι να δηλώνω ότι στα δέκα έξι μου, όπου μοναδικός σύμβουλός μου ήταν η "τριάς η αφανής" (φαντασία, διαίσθηση, λόξα), έγινε από εμέ η ανυπακοή καθώς και του απ' αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις.
Το μυστήριο τούτο ήταν πάντα η ετυμολόγηση της λέξης "Ψιμύθιο"* και των συγγενών της.
Μέχρι και σήμερα η άγνοια συνεχίζεται. Γλωσσολόγοι, λεξικογράφοι. φιλόλογοι και άπαντες οι ειδικοί και οι εραστές του λόγου, σηκώνανε τα χέρια τους άπραγοι.
Και ιδού τώρα η φανέρωσις:
Εκείνος ο άγνωστος πρόγονός μας, ο αρχαίος...Ρασούλης, όταν βάφτισε την ασχολία καλλωπισμού του προσώπου και μαζί τα χρησιμοποιούμενα προς τούτο υλικά, ήξερε πολύ καλά τι έλεγε και το είπε πεντακάθαρα.
Είπε: ο οψίμυθος (Όψις + Μύθος).
Είπε: Το οψιμύθιον και στον πληθυντικό τα οψιμύθια.
Είπε δηλαδή, το παραμύθι της όψεως.
Έπαιξε με 'κείνο το ψέμα που το προτιμάμε από την αλήθεια.
Είπε: Θήλεα, τα οψιμύθια και τα μάτια σας!
Τα είπε όσο πιο ποιητικά και πιο καίρια γίνεται.
Φυσικό και αναμενόμενο ήταν με τον καιρό ο προφορικός λόγος να καταργήσει σιγά-σιγά, χάριν ευκολίας και ευφωνίας, το πρώτο φωνήεν αυτών των λέξεων, το όμικρον. Έτσι ο οψίμυθος έγινε ψίμυθος, το οψιμύθιον έγινε ψιμύθιο και αργότερα ψιμύθι, τα οψιμύθια γίνανε ψιμύθια κ.λ.π.
Τέτοια παιχνίδια η γλώσσα κάνει πάμπολλα.
Παραδείγματος χάριν, το όξυνο έγινε ξυνό, το οψάριον έγινε ψάρι, ο όνυχας νύχι, η οφρύς φρύδι, το ηλιόγερμα λιόγερμα, το ωρολόγιον ρολόι.
Μετά τον προφορικό, ήρθε η σειρά του γραπτού λόγου και το ...ενοχλητικό "ο" (όμικρον) της κεχαριτωμένης λέξης μας, χάθηκε δια παντός. Τόσο απλά, τόσο φυσικά, τόσο ελληνικά που όμως τώρα χρειάζονταν εκείνος ο άνθρωπος ο οποίος και θα ξέρει και θα αποτολμήσει τη μεγάλη κόντρα:
Ένας εναντίον όλων.
Και αυτός ο "ένας" είμαι εγώ.
Σήμερα, η μέχρι χτες "αγνώστου ετύμου" λέξη ΨΙΜΥΘΙΟ, ύστερα από πάρα πολλά χρόνια είναι πλέον γνωστού και μάλλον αμάχητου ετύμου και αυτό οφείλεται αποκλειστικά σε μένα. Πιο σεμνά και πιο ταπεινά δεν μπορούσα να το πω!
Εγώ το χρέος μου το έκανα. Χρέος τώρα των αρμοδίων επιστημόνων, είναι να βρουν τρόπο ώστε η δραματική αυτή μεταβολή στα στοιχεία του επίμαχου λήμματος να γίνει γνωστή στους έλληνες κατόχους λεξικών της χώρας μας.
* ΨΙΜΥΘΙΟ, καλώπισμα, στολίδι. Τα λεξικά αναφέρουν ότι ψιμύθιον ονόμαζαν οι αρχαίοι μια λευκή σκόνη βαφής προσώπου και ότι κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για μία λέξη δάνειο αιγυπτιακής αρχής, δίχως όμως αυτή η πληροφορία να μας ετυμολογεί την λέξη.
Σχόλια
Υγ.Η μικρασιάτισσα πεθερά μου τα έλεγε "πιάζ"!
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.