Πρώτο ήρθε το «Αλάρμ» και μετά το «Αμόρ». Τώρα ο Θόδωρος Τερζόπουλος μας λέει «Ανκόρ»…
Η παράσταση βασίζεται στο ποίημα του Θωμά Τσαλαπάτη, μ’ ένα ζευγάρι στη σκηνή του «Αττις» να συγκρούεται και να ενώνεται ώς το τέλος. Μόνο που αυτή τη φορά τον λόγο έχει η σαγήνη. Η Σοφία Χιλλ είναι μια γυναίκα ικανή να παραλύσει τον Αντώνη Μυριαγκό είτε τραγουδώντας είτε ασκώντας βία.
Τόσο σαγηνευτική που εκείνος θέλει «ανκόρ», «ανκόρ», «ανκόρ»... Δύο διασταυρωμένοι άξονες το σκηνικό και στο βάθος μια κόγχη όπου εκεί μέσα το ζευγάρι θα ενωθεί σε μια ερωτική σκηνή που παίζεται μόνο με τις ανάσες τους... Ομως το διαρκές ανκόρ οδηγεί κάποτε στο αδιέξοδο. Ο άντρας και η γυναίκα γίνονται πια θύματα του παιχνιδιού που ξεκίνησαν.
Ο Θόδωρος Τερζόπουλος μετά την πρεμιέρα του «Ανκόρ» στις 25 Νοεμβρίου ξαναφεύγει για την Αγία Πετρούπολη, όπου ανεβάζει στο Θέατρο Αλεξαντρίνσκι το «Μάνα κουράγιο» του Μπρεχτ.
Oταν τον συναντήσαμε είχε μόλις επιστρέψει από την Ταϊβάν, ενώ ετοιμαζόταν για ακόμα ένα ταξίδι στο Βρότσλαβ της Πολωνίας όπου θα παρουσιαζόταν ο «Προμηθέας» και το «Αμόρ» στο πλαίσιο της Θεατρικής Ολυμπιάδας στην οποία ο σκηνοθέτης προεδρεύει επί 20 χρόνια.
Εκεί συγκεντρώθηκαν για να παρουσιάσουν δουλειά τους σπουδαίοι σκηνοθέτες όπως οι Μπρουκ, Σουτζούκι, Ουίλσον, Γκέμπελς, Νεκρόσιους.
Ομως ο Θόδωρος Τερζόπουλος ήταν ακόμα συνεπαρμένος από την εμπειρία των «Βακχών» στην Ταϊπέι.
«Εμπειρία από αυτές που συμβαίνουν σπάνια. Μετά τον “Αγαμέμνονα” στο Πεκίνο ήμουν τόσο κουρασμένος που σκεφτόμουν να αναβάλω ή να ακυρώσω την παραγωγή. Πήγα με βαριά καρδιά μαζί με τον Σάββα Στρούμπο, που είχε τώρα αυξημένα καθήκοντα. Από την τρίτη μέρα της πρόβας άρχισα να νιώθω απίστευτη ευφορία, μια πρωτόγνωρη χαρά. Δεν ήταν μόνο οι “Ten Drums” (οι τυμπανιστές του σταυρού) αλλά τα 16 εκπληκτικά, αφοπλιστικής αθωότητας κορίτσια του Χορού με τα οποία συντονίστηκα απολύτως.
Πρώτη φορά συνέβαινε να αποκτώ τόσο άμεσα λειτουργική επαφή. Αν και έχουν διδαχτεί ψυχολογικό θέατρο, κατανόησαν αμέσως στο νόημα της μεταμόρφωσης, της συνεχώς μεταβαλλόμενης μάσκας, τα στοιχεία της τραγωδίας: ευωχία, πένθος, σαγήνη, έκσταση, φόβος, πάθος. Δουλεύαμε με τη μέθοδό μου, ίσως για πρώτη φορά τόσο διεξοδικά και μάλιστα σε μεταφυσικά πεδία.
Ηθελα να δω πώς επαληθεύεται το σύστημα εργασίας μου χωρίς να παρεμβαίνω διαρκώς -χαίρομαι που οι ηθοποιοί που έπαιξαν τον Διόνυσο και την Αγαύη διδάσκουν τη μέθοδό μου στην Ακαδημία της Ταϊπέι.
Ακολούθησα τις γυναίκες των “Βακχών” στον χώρο της πρωτογένειας, αφέθηκα σ’ αυτήν την ψυχολογική παρενδυσία, αποφορτίστηκα. Σαν να ήμουν ο αγρότης πατέρας μου που διηγιόταν ένα παραμύθι σε νέους ανθρώπους»…
• Ουρές υπό βροχή για ένα εισιτήριο...
Η παράσταση παίχτηκε στον ανοιχτό χώρο μεταξύ δύο υπέροχων παραδοσιακών κτιρίων αλλά συνέπεσε με το πέρασμα πολλών τυφώνων από την περιοχή. Την πρώτη μέρα άρχισε μια δυνατή βροχή κι ένας δαιμονισμένος αέρας.
Οι γυναίκες επί μία ώρα και σαράντα λεπτά πάλευαν σαν τα θεριά, πραγματικές Βάκχες. Ο κόσμος μέσα στο πανδαιμόνιο χειροκροτούσε. Τριάντα παραστάσεις έχω σκηνοθετήσει έξω, κι αυτή ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες. Τον Μάρτιο θα παρουσιαστεί στο ανακαινισμένο Εθνικό Θέατρο και θα ξαναπάω για αλλαγές.
• Πόσες φορές ακόμα θα σκηνοθετήσετε «Βάκχες»;
Κυριευμένος από τον Διόνυσο... Γιατί εδώ υπάρχει η ιδέα του revolt, της εξέγερσης, της ανταρσίας… Στην Ταϊβάν ήταν «Βάκχες» για πέμπτη φορά. Θα ανεβάσω το έργο στην Ιταλία και μετά στη Σενεγάλη με μαύρους, στηριγμένο σε αφρικανικά δρώμενα.
Από τώρα σκέφτομαι ότι θα το πάω στα άκρα, πίσω στην καταγωγή, στον διθύραμβο. Θέλω να ολοκληρώσω και την έβδομη εκδοχή των «Βακχών». Κάτι σημαίνει το επτά. Επτά ημέρες της δημιουργίας, επτά κύκλοι της καταστροφής, επτά θανάσιμα αμαρτήματα, ο αριθμός της πληρότητας, της αυτοσυγκέντρωσης…
• Και στο «Αττις» το τρίτο μέρος μιας τριλογίας με τρία «άλφα» στους τίτλους: «Αλάρμ», «Αμόρ» και τώρα «Ανκόρ».
Το Ανκόρ συνδέεται με την ύπαρξη του «Αττις», να κι άλλο ένα άλφα... Φέτος το θέατρο κλείνει 30 χρόνια, έκανε πρεμιέρα το 1986 με τις «Βάκχες» στους Δελφούς, παράσταση που προκάλεσε ρήξη ξεσηκώνοντας σύγκρουση, μεγάλη αποδοχή και μεγάλη επιθετικότητα.
Το «Ανκόρ» λοιπόν ακούγεται και ως ένα μήνυμα αισιοδοξίας, επιμονής στο πρόσταγμα της ζωής, όσο τουλάχιστον είμαστε καλά: κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Το κείμενο του Θωμά Τσαλαπάτη είναι συνταρακτικό, βιώνεται με αμεσότητα σαν θεατρική άσκηση.
Η Χιλλ και ο Μυριαγκός μπορούν να κάνουν δύσκολα πράγματα, ερμηνευτικά ακραία. Αν σκεφτείς ότι χορεύουν ένα παράξενο, συγκλονιστικό ταγκό καθιστοί στο δάπεδο...
• Σας προτείνουν συχνά θεσμικές θέσεις τις οποίες όμως αρνείστε. Γιατί;
Με αφήνουν εντελώς αδιάφορο. Οπως η πρόταση να διευθύνω ένα μεγάλο θέατρο στη Μόσχα ή κάποιο άλλο στην Ισπανία πριν από 18 χρόνια. Οπως και οι προτάσεις που έγιναν εδώ, Εθνικό Θέατρο, ΚΘΒΕ, Φεστιβάλ. Θέλω να βρίσκομαι μίλια μακριά από το κράτος γιατί αυτό δεν είναι κράτος, είναι παρακράτος...
Αν ήταν κράτος θα παρείχε δυνατότητα δημιουργικού διαλόγου. Είναι παρακράτος που αν δεν του υποταχτείς θα σε καταστρέψει. Κινούμαι σε πολλές χώρες, γνωρίζω τι σημαίνει κράτος με δομές.
• Περνάτε τα 2/3 του χρόνου στο εξωτερικό. Πολύωρα ταξίδια, διαφορετικές πόλεις και θέατρα, καινούργιοι κάθε φορά άνθρωποι.
Με κουράζουν μόνο τα υπερατλαντικά ταξίδια, πέρσι έκανα πέντε. Είναι ένα διαρκές ξεβόλεμα που όμως γεννάει πράγματα. Πρόβλημα είναι η αλλαγή της διατροφής.
Τα τελευταία χρόνια μένω σε διαμερίσματα ώστε να μπορώ να μαγειρεύω. Είμαι ικανός να φτάσω μέχρι την άκρη της πόλης αναζητώντας μεσογειακά προϊόντα. Ας αφήσουμε που μια βαλίτσα μου, αποκλειστικά, περιέχει τρόφιμα. Παίρνω μαζί μου δύο κιλά καφέ...
• Και η επιστροφή; Προσγείωση στην ελληνική πραγματικότητα;
Επιστρέφοντας ξαναζώ το μεγαλείο της ελληνικής αντίφασης. Τη βρομιά των πεζοδρομίων, την εγκατάλειψη της πόλης αλλά και την ιστορία, την ομορφιά της. Περπατάω ρίχνοντας μια ματιά στην Ακρόπολη ή περνάω επίτηδες μπροστά από ένα ωραίο νεοκλασικό. Εκανα μια ευχάριστη διαδρομή από το σπίτι στο θέατρο, όμως αναγκάστηκα να διπλασιάσω τον χρόνο διαγράφοντας οκταράκια.
Αλλαξα την πορεία μέσα από πάρκο του Πνευματικού Κέντρου κάνοντας πια κύκλο για να μην πατάω τις σκόρπιες σύριγγες από τη χρήση της προηγούμενης νύχτας. Πλησιάζοντας στο θέατρο κάνω πάλι μια μεγάλη στροφή για ν’ αποφύγω ένα βουνό σκουπιδιών. Κι όταν μπαίνω στο ορμητήριό μου αρχίζει η δουλειά και ξεχνάω το έξω.
• Εχουμε χρόνια να δούμε παράστασή σας στο Φεστιβάλ.
Στην Ελλάδα δεν παρέχονται οι δυνατότητες για παραστάσεις επικών διαστάσεων, για την προοπτική της μεγάλης εικόνας. Οι απαιτήσεις έξω είναι διαφορετικές, γι’ αυτό κανείς δεν σου λέει «κόψε», αντίθετα παρέχουν ό,τι χρειάζεσαι: εκατοντάδες κοστούμια, ακριβά σκηνικά, πλήθος.
Ζήτησα π.χ. για τη «Μάνα Κουράγιο» στην Αγ. Πετρούπολη επτά τεράστιες μεταλλικές αγχόνες μήκους δέκα μέτρων και εκατό γλυπτά πρόσωπα.
• Το «Αττις» αποτελεί σημείο αναφοράς;
Αν δεν υπήρχε, ίσως να ζούσα μόνιμα εκτός, στη Μόσχα ή στην Αγία Πετρούπολη, πόλεις που αγαπώ πολύ. Οι συνεργάτες μου εδώ είναι η οικογένειά μου. Οταν δημιουργείς, η παρούσα κατάσταση δεν σ’ ενοχλεί γιατί τη διασχίζεις, η ματιά σου είναι στο μέλλον.
Αυτό τους λέω: Δείτε αυτό που κάνουμε ως προβολή από το μέλλον. Μην πορνογραφείτε την καθημερινότητα γιατί δεν θα φτάσετε στην υπέρβαση. Τέχνη σημαίνει άρση του καθημερινού. Διαδικασία που απαιτεί παιδεία, τεχνικές, εργατικότητα.
Είμαστε όλοι πρόσφυγες
• Μέρες πριν από την πρεμιέρα στην Ταϊπέι χάσατε τη μητέρα σας.
Δεν μπορούσα να επιστρέψω. Αλλά και πριν από 20 χρόνια, ενώ βρισκόμουν στην άλλη μεριά του πλανήτη, στην Μπογκοτά, προετοιμάζοντας ξανά «Βάκχες», είχε πεθάνει ο πατέρας μου.
Ούτε τότε μπόρεσα να έρθω στην κηδεία. Η μητέρα μου έφυγε υπερπλήρης ημερών -είχε κλείσει τα 100 χρόνια- γαληνεμένη. Κι εγώ μίλια μακριά είχα το αντίστοιχο αίσθημα: γαλήνη, ηρεμία.
Εκείνη την ημέρα επέστρεψα στην παιδική ηλικία, θυμήθηκα τα ανορθόγραφα γράμματά της όταν ήμουν στο Γυμνάσιο, μετά στην Αθήνα και στη Γερμανία. Η μητέρα μου βίωσε την ιστορία ενός αιώνα, όλους τους ξενιτεμούς, κι έφυγε για το τελευταίο προσφυγικό ταξίδι, εκεί που είναι η πατρίδα όλων μας.
Ο τόπος, ακόμα και ημών των υπερήφανων ημεδαπών, λέγεται προσφυγιά. Αν στοχαστούμε πάνω σ’ αυτό, θα κατανοήσουμε την ουσία του μεταναστευτικού κύματος. Ολοι είμαστε πρόσφυγες, αναχωρητές.
Και η χειρότερη προσφυγιά είναι όταν είμαστε ακατοίκητοι, όταν μένουμε έξω από την ουσία μας. Βρισκόμαστε εδώ αλλά ήδη φεύγουμε γι’ αλλού. Μια διαρκής μετακίνηση από το οικείο στο ανοίκειο, από το ανοίκειο στο ανοίκειο...
Οι πολιτικοί παλεύουν με το χθες
• Πώς είναι να δουλεύετε έχοντας πλάνο πενταετίας;
Η κάθε μέρα μου είναι σαν χθες, βρίσκομαι ήδη στην επόμενη, τη μεθεπόμενη. Ενα διαρκές μετά, σαν να ζω λίγο στο μέλλον. Είναι λογικό όταν σχεδιάζεις το επόμενο βήμα να προηγείσαι του παρόντος χρόνου.
Ολα αυτά τα χρόνια δουλεύω με τις ημερομηνίες του επόμενου μήνα αλλά και του επόμενου χρόνου μέρα μέρα στο μυαλό μου. Ξέρω τι θα κάνω στις 3 Αυγούστου ή στις 5 Ιανουαρίου χωρίς καν να συμβουλεύομαι ατζέντα. Είμαι σε θέση να οργανώνω τα οικονομικά της τρέχουσας χρονιάς δύο χρόνια πριν.
Δηλαδή τώρα που μιλάμε ξέρω ότι το «Αττις» θα είναι ασφαλές οικονομικά για την τριετία 2017-2018-2019. Αρκεί να είμαι υγιής φυσικά.
• Μακάρι να είχαμε και πολιτικούς οραματιστές, να δουλεύουν σχεδιάζοντας το μετά…
Οι πολιτικοί παλεύουν με το χθες, παρελθοντολογούν κατ’ εξακολούθηση. Το τώρα περνά μιλώντας για το πριν χωρίς κουβέντα για το αύριο. Πώς να προχωρήσουμε; Στην Ταϊβάν ήταν όλα οργανωμένα. Με πέντε βοηθούς γνώριζα όλο το πλάνο των προβών μέχρι την πρεμιέρα.
Είχα τη διαβεβαίωση αλλαγών, αν το επιθυμούσα, ωστόσο το πλαίσιο ήταν συγκεκριμένο, ασφαλές. Την κανονισμένη ώρα, όχι μέρα, ερχόταν το κάθε κοστούμι, το κάθε υλικό.
Είναι πολύ σημαντικό να δουλεύεις με συνέπεια, πρόγραμμα. Στην Ελλάδα επικρατεί ένα μοναδικό στο είδος του μπάχαλο. Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα σε μια κρίση διαρκείας. Από νωρίς είχα συγκεκριμένες επιθυμίες και προσανατολισμό. Ηξερα ότι πρέπει να απαλλαγώ από καταναγκασμούς, ενοχές. Αρνήθηκα το διχαστικό χθες, εγκατέλειψα τα δογματικά τσιτάτα της Αριστεράς.
• Τι κρατήσατε από εκείνη την Αριστερά;
Εμεινε ένας πόνος, όχι πικρία. Ενιωσα τον κίνδυνο, την ασχήμια ζώντας στη μετεμφυλιακή εποχή και μάλιστα στην επαρχία. Πολύ νέος πήρα αποστάσεις από το περιβάλλον. Αρχισα να διαβάζω ό,τι δεν διάβαζαν στο χωριό. Ο Ντοστογιέφσκι βρέθηκε στα χέρια μου σε ηλικία 12 ετών.
Είπα: Εγώ θα φύγω. Κι έφυγα. Οταν ήρθα στην Αθήνα συναντήθηκα με τον Λευτέρη Βογιατζή, συμμαθητές στη Σχολή Μιχαηλίδη. Ανταλλάσσαμε σκέψεις, βιβλία, αυτό ήταν το πρώτο «ταξίδι».
Επειδή με ενδιέφερε ο Μπρεχτ κι επειδή ο αδελφός μου ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Καρλ Μαρξ στην Αν. Γερμανία -δάσκαλος και της Μέρκελ…-, κατάφερα να πάω μετά από απίστευτες δυσκολίες. Η μάνα μου στην αρχή μού έλεγε: «Πού πας παιδί μου;». Και λίγο αργότερα: «Πρέπει να φύγεις. Εμείς, εδώ, δεν έχουμε τίποτα...».
• Και βρεθήκατε στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ...
Οπου γνώρισα τα πραγματικά μεγάλα μεγέθη της τέχνης, ανθρώπους σπουδαίους, βαθιάς ψυχής, όπως την Ελενα Βάιγκελ, σύζυγο του Μπρεχτ, τον Μίλερ, μέντορα και φίλο, πολλούς ακόμα. Ακολούθησα τον δρόμο που ήθελα, στην αρχή μάλιστα σαν μονομάχος.
Οταν πάτησα γερά στα πόδια μου κατάλαβα ότι έπρεπε να αποχαιρετήσω αγκυλώσεις, ιδεολογικές και ψυχολογικές, ότι έπρεπε να παλέψω για να φτιάξω αρχές. Ασχολήθηκα με το σώμα μέσα από το θέατρο και απελευθερώθηκαν δυνάμεις που εκείνες πια έδειχναν τον δρόμο. Μετά ξεκίνησα τις γλώσσες.
Και μετά άρχισα να μαθαίνω τον κόσμο. Από τη στιγμή που διέρρηξα το πλέγμα της ελληνικής εσωστρέφειας ησύχασα. Γνώρισα τον Αλλον, τον μέχρι τότε ξένο, αποδέχτηκα τη διαφορά και με αποδέχτηκε. Από τότε δεν υπάρχει γκρίνια, μιζέρια, δεν μου φταίει ο διπλανός, αυτός ο πανταχού παρών ένοχος για δικά μας λάθη.
Πηγή : ΕτΣ
Πατώντας εδώ θα σας εμφανιστεί μία παρουσίαση του θεάτρου του Τερζόπουλου, κι εδώ μία συνέντευξη που παραχώρησε στις αρχές του '15 στην Ματίνα Καλτάκη και δημοσιεύτηκε στη lifo.
