Η συγγραφέας Αντζελα Δημητρακάκη, με πλούσιο έργο πάνω στα ζητήματα φύλου, φεμινισμού, τέχνης και κριτικής θεωρίας, σε μια αναλυτική συνέντευξη για όλα αυτά τα θέματα που μαζεύονται σ’ ένα μοχθηρό νεφέλωμα πάνω από τα κεφάλια μας.
—Η σύγχρονη ακροδεξιά σε σχέση με τα παλιότερα φασιστικά κόμματα έχει σημαντικές διαφοροποιήσεις για τα ζητήματα των έμφυλων ρόλων και τη θέση της γυναίκας στην εθνοπατριαρχία; Υπάρχει ένας πυρήνας που παραμένει αμετάβλητος;
Στις κομματικές της εκφάνσεις, η σύγχρονη ακροδεξιά συχνά (όχι πάντα) αρνείται τη σύνδεσή της με τον «παραδοσιακό» φασισμό, καθώς ο τελευταίος παραμένει απονομιμοποιημένος στο κυρίαρχο αφήγημα περί «δημοκρατίας» που διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Το «είσαι φασίστας» θεωρείται, κατά κύριο λόγο, προσβολή – γι’ αυτό και χρησιμοποιείται ευρέως ως κατηγορία από τον altright τακτικισμό. «Ονομάζουμε κάτι ως το αντίθετό του»: είναι γνωστή τακτική ενάντια ακριβώς σε προοδευτικά ατομικά ή συλλογικά υποκείμενα που ενοχλούν (π.χ. οι φεμινίστριες αποκαλούνται feminazi). Η σύγχρονη ακροδεξιά δεν έχει πρόβλημα στο να ψεύδεται και να υιοθετεί πρακτικές κάλυψης των στόχων της. Σε αυτό έχει την προστασία της «κανονικής» δεξιάς και της επένδυσης της τελευταίας σε αμιγώς πατριαρχικά ιδεολογήματα και όρους, όπως «πατριωτισμός» που ενστερνίζονται και γυναίκες. Η γη των πατέρων (και όχι των μητέρων) ως ιδιοκτησία της φυλής συνιστά τον πυρήνα της εθνοπατριαρχίας.
Αν εντρυφήσουμε στα αντιφασιστικά γραπτά κάποιας φεμινίστριας του μεσοπολέμου, όπως η συγγραφέας Virginia Woolf, κατανοούμε ότι δεν υπάρχει σημαντική μετατόπιση σήμερα στην εθνοπατριαρχία ως παγκόσμια δομή. Η διαφορά σήμερα είναι η εντονότερη παρουσία της γυναίκας στην καλούμενη δημοκρατία. Οι γυναίκες είναι πλέον ψήφοι, δεν μπορούν να αγνοηθούν και να παραγκωνιστούν. Είναι επίσης καταναλώτριες γιατί εργάζονται αμειβόμενες. Η κομματική ακροδεξιά εφαρμόζει ως προς αυτό μια συμπεριληπτικότητα γιατί, απλά, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Μπορεί όμως να πείσει τις γυναίκες ότι είναι φτιαγμένες για ένα σύγχρονο «joydivision» (μεραρχία της χαράς), να τις ταυτίζει με το φύλο που επιβαρύνεται με την σεξουαλικότητα, ενώ χρησιμοποιεί κάποιες από αυτές για να εμφανίσει ως πιο θελκτικό, «ανθρώπινο» και «προοδευτικό» τον χώρο της. Η Ελλάδα βέβαια είναι οπισθοδρομική ακόμη και ως προς την ακροδεξιά της. Το ντοκιμαντέρ Golden Dawn Girls (2017) το έθεσε σωστά, πιστεύω, διερευνώντας τον δορυφορικό ρόλο των γυναικών που συνδέθηκαν με τη Χρυσή Αυγή.
—Η ύπαρξη γυναικών στην ηγεσία της ακροδεξιάς σε διάφορες χώρες όπως η Μελόνι στην Ιταλία ή η Λεπέν στη Γαλλία τι μας δείχνει για τις προσαρμογές της αλλά και τους κινδύνους που απορρέουν από μια μη διαθεματική προσέγγιση των έμφυλων ζητημάτων;
Ήδη σε σχέση με την αμερικανική altright, η οποία αναδύθηκε ως εναλλακτική (alternative) δεξιά με την φασιστική τάση στο κέντρο της, είχαμε τις εξωφρενικές δηλώσεις του gay ή πρώην gay Milo Yannopoulos. Στην Ευρώπη, είχαμε την λεσβία Alice Weidel στο γερμανικό κόμμα AfD, η οποία τάχθηκε κατά τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ. Στην Αμερική, είχαμε γενικότερα ακόμη και αφρο-αμερικανούς που εντάσσονταν σε ομάδες white supremacy. Ωστόσο δεν πρόκειται για κάποιο αποκλειστικά σύγχρονο φαινόμενο. Ήδη από την εποχή της ανόδου του φασισμού στην Ευρώπη του 20ου αιώνα, είχαμε περιπτώσεις όπου υποκειμενικότητες «στιγματισμένες» από τον φασιστικό λόγο αποζητούσαν να ταυτιστούν με τον λόγο αυτό αντί να αντιπαρατεθούν. Κατά κάποιο τρόπο, τα υποκείμενα αυτά λειτουργούσαν έτσι ώστε να γίνουν αποδεκτά και να μετέχουν της ισχύος ως «βασιλικότερα του βασιλέως».
Αναφέρεις τη «διαθεματική προσέγγιση των έμφυλων ζητημάτων». Όμως τι συμφέρον θα είχε το σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος να προωθήσει κάτι τέτοιο; Κανένα. Θα ήταν σα να προωθεί την ανάπτυξη ταξικής συνείδησης ή να υπονομεύει τον ρατσισμό στον οποίο βασίζεται για να διχάζει τα στρώματα των εργαζόμενων, όσους πλήττονται από τις οικονομικές πολιτικές. Η αστική δημοκρατία, η δημοκρατία που είναι φτιαγμένη για να εξυπηρετεί τους αστούς και το κεφάλαιο, επιθυμεί χωριστά θέματα, όχι το να δουν όσοι άνθρωποι εργάζονται τη μεγάλη, αποκαλυπτική εικόνα. Κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση. Σε αυτή, την καλύτερη περίπτωση, θα μιλήσει για τις γυναίκες, όχι για το πώς συνδέεται μια κυρία με καταθέσεις στην τράπεζα με την (μετανάστρια) υπηρέτριά της.
Γιατί η Τζόρτζια Μελόνι είναι η ήττα του φεμινισμού στην Ιταλία
Για τις γυναίκες εντός της πατριαρχίας, η αποταύτιση με το συλλογικό υποκείμενο που πλήττεται (δηλαδή με την θηλυκότητα) είναι ένας τρόπος εξασφάλισης ατομικών προνομίων – σε βάρος πάντα του κοινωνικού υποσυνόλου όπου ανήκουν. Θα μπορούσαμε σε κάποιο βαθμό να μιλήσουμε για «ψευδή συνείδηση», όμως τα προνόμια που απολαμβάνουν οι λίγες γυναίκες σε θέσεις εξουσίας είναι πραγματικά. Ως αντάλλαγμα αναπαράγουν το σύστημα που καταπιέζει και εκμεταλλεύεται τις περισσότερες γυναίκες. Και πάντα υπάρχει ανάγκη για τέτοιες «εξωραϊστικές» γυναίκες, που θα σταθούν στο πλευρό της βαθύτερης πατριαρχίας, όπως η Μελόνι και η Λεπέν. Αλλιώς, η πατριαρχία δεν θα λειτουργούσε καν, αν το μισό του πληθυσμού τασσόταν εναντίον της συγκροτώντας πολιτική δύναμη.
Δεν έχουμε δει αμιγώς φεμινιστική ή γυναικεία επανάσταση. Οι γυναίκες είναι τόσο υποδουλωμένες ώστε τείνουν (πάλι αυτό το ρήμα) να συνδέουν την χειραφέτησή τους με έναν εθνο-απελευθερωτικό αγώνα, με μία κοινωνική επανάσταση, με την άμυνα ενάντια στον φασισμό, με ό,τι μπορεί να σκεφτεί κανείς.
Γενικά, είναι πολύ πιο εύκολο να συνταχθείς με αυτό που σε υποβιβάζει και σε εκμεταλλεύεται από το να ανατρέψεις την ψυχολογική σου υποτέλεια πολεμώντας το. Και αυτό γιατί το να ταχθείς εναντίον φαντάζει, και είναι, τρομακτικό, απαιτώντας από εσένα να εφεύρεις μια νέα, επισφαλή, μάχιμη υποκειμενικότητα. Απαιτεί, επίσης, να αποδεχθείς ότι θυματοποιείσαι από τις κανονιστικές δομές, και αυτό σε μια καπιταλιστική κουλτούρα που προβάλει το δίπολο loser vs success story. Είναι πολύ πιο εύκολο, για παράδειγμα, να λειτουργήσει μια σύγχρονη γυναίκα στη βάση του «leanin», του νεοφιλελεύθερου δηλαδή ψευδοφεμινισμού– αφήνοντας την κοινωνική αδικία να την εγκολπώσει, και βάζοντας το ένα πόδι μέσα στον κύκλο του κακού να αποδεχτεί τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε γυναίκες συντηρώντας έτσι το πατριαρχικό-καπιταλιστικό περιβάλλον εκμετάλλευσης.
Η ψυχανάλυση μας έδωσε, στο περίφημο άρθρο της Joan Riviere από το 1929, ‘Womanliness as a Masquerade’,μια ανάγνωση του γυναικείου υποκειμένου που αποζητά την αποδοχή και την επιβεβαίωση από τον άντρα επειδή ο άντρας είναι το κυρίαρχο υποκείμενο. Σχεδόν εκατό χρόνια μετά, με την πολυδιάστατη επίθεση ενάντια στον φεμινισμό μετά από την πτώση του (συμβολικού απλώς) αντίπαλου δέους, της Σοβιετικής Ένωσης, δεν είμαστε πολύ μακριά από το 1929. Και να είμασταν, τα κεκτημένα κάλλιστα καταλύονται. Υπάρχουν πολλοί μηχανισμοί ώστε να εκφραστεί η ηγεμονία της πατριαρχίας, ώστε να εξασφαλιστεί η συναίνεση στην υποτέλεια.
Για παράδειγμα, η θρησκεία ως ένας λόγος που παράγει απαιτήσεις για τον τρόπο ζωής μας είναι, σε γενικές γραμμές, ένας τέτοιος μηχανισμός. Η θρησκεία λέει σε μία μάζα πιστών: «ο Θεός θέλει να φέρεστε έτσι και όχι αλλιώς». Οι απαιτήσεις δηλαδή αυτές απορρέουν από ένα μη ανθρώπινο ον, με εξουσία πέρα από την πολιτική. Κάθε οργανωμένη θρησκεία είναι ένα εκπληκτικό εργαλείο βιοπολιτικής για την καθίδρυση, πάνω απ’ όλα, της ιδέας της ανωτερότητας (ο θεός ως supremebeing) και συνεπώς μιας πρωταρχικής ανισότητας. Στη βάση αυτής της πρωταρχικής ανισότητας εγείρονται και όλες οι υπόλοιπες. Εξάλλου έχουμε ακόμη βασιλικές οικογένειες στην Ευρώπη. Από πού απορρέει η ύπαρξή τους; Η φεμινίστρια θεωρητικός Σίλβια Φεντερίτσι είχε διαγνώσει πως η άνοδος του καπιταλισμού όχι μόνο βασίστηκε στην εξουσία επί των γυναικών αλλά και ότι ο ίδιος ο πρώιμος καπιταλισμός υπήρξε σε κάποιο βαθμό ένας συμβιβασμός της ανερχόμενης αστικής τάξης με την φεουδαρχία ώστε να ανακοπεί η επαναστατική τάση προς την κοινοκτημοσύνη των πληβείων και χωρικών. Η θρησκεία ως βιοπολιτικός μηχανισμός λειτούργησε έξοχα ως προς αυτές τις ιστορικές διεργασίες. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που το αμερικανικό, θεοσεβούμενο TeaParty, ως πρώιμη έκφραση της νέας (alt) δεξιάς, είχε γυναικείο πρόσωπο.
—Η διεθνής ακροδεξιά και η altright εργαλειοποιούν κομμάτια των γυναικείων διεκδικήσεων για σκοπούς υπεράσπισης της δυτικής αποικιοκρατίας και ενίσχυσης του ρατσισμού και της ισλαμοφοβίας;
Η λέξη ισλαμοφοβία (ή και ομοφοβία, και γενικά η πρόταξη του φόβου απέναντι στην όποια ‘ετερότητα’) είναι πολύ απαλή για να περιγράψει αυτό που συμβαίνει. Υπάρχει δαιμονοποίηση ολόκληρων τμημάτων του πληθυσμού με βάση το θρήσκευμα, αλλά στην πραγματικότητα με βάση την φυλή, η οποία συνδέεται με ένα ταξικό υποκείμενο στον παγκόσμιο χάρτη – γιατί αν είσαι ο πρίγκιπας της Σαουδικής Αραβίας δεν τίθεται θέμα. Η Sara Farris, την οποία γνωρίζω προσωπικά, ερεύνησε ακριβώς αυτό που αναφέρεις: την υπαγωγή του λόγου χειραφέτησης των γυναικών σε ένα ρατσιστικό προκείμενο. Η μελέτη της In the Name of Women’s Rights: The Rise of Femonationalism κυκλοφόρησε το 2017, όταν ανερχόταν η altright στη δύση με αξιοπρόσεκτο δυναμισμό.
Στην Ελλάδα υπάρχει πλήρης ταύτιση μεταξύ δεξιάς, και μάλιστα μιας δήθεν φιλελεύθερης δεξιάς, και των πρακτικών που ερευνά η Farris στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ολλανδία. Θα έλεγα μάλιστα ότι στην Ελλάδα έχουμε κάτι σαν altright ιντελιγκέντσια που διαχέει και νομιμοποιεί έναν λόγο διακρίσεων και καθολικού μίσους προς τις μουσουλμανικές κοινότητες σε mainstream έντυπα και συγκείμενα. Σε σύγκριση με την Βρετανία που γνωρίζω (και για την οποία θα είχα ελάχιστα θετικά να πω αυτή τη στιγμή), η ελληνική δημόσια σφαίρα είναι ο παράδεισος της altright διανόησης όσον αφορά στην χρήση του σχήματος «το ισλάμ είναι ενάντια στα δικαιώματα των γυναικών». Εννοώ ότι θα ήταν αδύνατον να γράψεις σε σοβαρό mainstream έντυπο ή να πεις σε μάθημα στο πανεπιστήμιο στη Βρετανία ότι οι νεαροί μουσουλμάνοι γίνονται φονταμενταλιστές επειδή, αν και τους δόθηκε κάθε ευκαιρία, δεν μπόρεσαν να ενσωματωθούν και νιώθουν φθόνο. Πρόκειται για θέση που βασίζεται στην άκριτη, μανιακή απόρριψη της ταξικής συνθήκης και του λόγου της αριστεράς. Η συγκεκριμένη θέση συνεχίζει στοιχεία του μεταμοντερνισμού ως «πολιτισμικής λογικής» (όπως το έθεσε ο Fredric Jameson ήδη από το 1984): απέτυχαν να ενσωματωθούν γιατί τους εμποδίζει η κουλτούρα τους, ο πολιτισμός τους– το ακούμε συνέχεια. Το ότι ο Διαφωτισμός υπήρξε ανολοκλήρωτος γιατί η νεωτερικότητα υπήρξε, πέρα από τα καλά της, συνυφασμένη με τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία και τις θηριωδίες τους, ή το πώς λειτούργησε η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση – για όλα αυτά δεν ακούμε τίποτε.
Επί της ουσίας, αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι η altright ενέχει μία αντίφαση: ενώ κατηγορεί μονίμως το πολιτισμικό στοιχείο, η ίδια το προωθεί. Και το προωθεί γιατί είναι η ίδια μετεξέλιξη του μεταμοντερνισμού, που υπήρξε θεμελιακά αντικομμουνιστικό αφήγημα. «Η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού» ήταν η επικέντρωση στο πολιτισμικό ενάντια στην σημασία της κοινωνικής τάξης. Η αφελής πολυπολιτισμικότητα (η ιδέα ότι οι κουλτούρες είναι απλά διαφορετικές και δεν εμπλέκονται σε ταξικούς ανταγωνισμούς) υπήρξε συστατικό στοιχείο του μεταμοντερνισμού. Το δόγμα της σύγκρουσης πολιτισμών και της πολυπολιτισμικότητας είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, και ο καπιταλισμός μπορεί να μας δείχνει όποια πλευρά συμφέρει ανάλογα με το τι απαιτεί ο λόγος του κεφαλαίου. Ε, λοιπόν, αυτή την περίοδο των απανωτών κρίσεων, της απανταχού επισφάλειας, την κλιματικής καταστροφής (που δείχνει ότι δεν μπορούν να ζουν όλοι στον κόσμο με τα δυτικά προνόμια μόλυνσης του περιβάλλοντος) απαιτεί ισλαμοφοβία και δόγμα της σύγκρουσης κάποιων πολιτισμών. Ασφαλώς, η δύση, που γνωρίζει πολύ καλά πως ό,τι απολαμβάνει ως τρόπο ζωής εντός του καπιταλισμού, προϋποθέτει την μιζέρια των άλλων (τη φτηνή τους εργατική δύναμη, τα κατεστραμμένα τοπία τους από τα ορυχεία, τις φυτείες, τις ανατροπές των επαναστάσεών τους κ.λπ.) θα εργαλειοποιήσει οτιδήποτε για να συντηρηθεί στον αφρό του κόσμου. Ο λόγος περί δικαιωμάτων των γυναικών είναι ένα εύρημα που κάνει τικ σε όλα τα κουτιά: κανακεύει τους δυτικούς ότι έχουν κάποιο ηθικό πλεονέκτημα, συντηρεί το επισφαλές αφήγημα της απρόσκοπτης προόδου, καλύπτει τον μισογυνισμό και τις ανισότητες εντός του δυτικού καπιταλισμού στρέφοντας την προσοχή σε έναν ξένο εχθρό που «αλλοιώνει τον πολιτισμό μας». Ενδεχομένως όλα αυτά να μην μπορούν να σταθούν σε ένα πανεπιστημιακό αμφιθέατρο διότι δεν στηρίζονται από την έρευνα, όμως λειτουργούν πολύ πειστικά μέσα από τον ιδεολογικό μηχανισμό του Τύπου, της τηλεόρασης, της μεροληπτικής και ανειλικρινούς ιστορικής αφήγησης στο σχολείο.
—Ποια είναι τα σημεία επίδρασης και τομής της altright με την κοινότητα των incels;
Δεν είμαι σίγουρη ότι πρόκειται για σημεία τομής. Θα έλεγα ότι το φαινόμενο των incels(των «εκούσια άγαμων») είναι μία έκφραση και πτυχή της altright, όπως όλες οι ομάδες «δικαιωμάτων των αντρών». Το αφήγημα είναι ότι οι άντρες, και ιδιαίτερα οι λευκοί άντρες, έχουν χάσει τα δικαιώματά τους από τον υπερβολικό φεμινισμό. Στην Ελλάδα, το είδαμε μέσα από τον μισογυνισμό ομάδων αντρών που στήριξαν το νομοσχέδιο για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια: εδώ «ανδρώθηκε»(sic) η ελληνική altright με τη γνωστή τακτική της ιδεολογικής σύγχυσης, δηλαδή με το να παρουσιάσει κάτι που υπονόμευε τις γυναίκες ως προάσπιση της ισότητας των φύλων (στον γονεϊκό ρόλο). Αν η περίπτωση της συνεπιμέλειας αφορούσε στην οικογένεια, οι ιδεολογία των incels αφορά στο δικαίωμα των ανδρών, συνολικά, στο γυναικείο σώμα ως σεξουαλικό αντικείμενο. Οι incels, με δυο λόγια, κατηγορούν τον φεμινισμό για το δικαίωμα των γυναικών να επιλέγουν συντρόφους, κάτι που τους στερεί πρόσβαση σε αυτό που ουσιοκρατικά τους ανήκει ακριβώς επειδή είναι άντρες. Θα έλεγα ότι οι incels εκφράζουν το βασικό στοιχείο της altright: της ταυτοποίησης ενός κοινωνικού υποσυνόλου (γυναίκες) ως ένα αντικείμενο κτήσης κατώτερο της πλήρους ανθρώπινης υπόστασης, του οποίου η διεκδίκηση αυτονομίας προκαλεί οργή στην αγέλη που αυτοπροσδιορίζεται μέσα από τον κοινωνικό δαρβινισμό. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι διαδικτυακές αγέλες των incels είναι εξαιρετικά επιθετικές ενώ στις ΗΠΑ θεωρούνται πλέον δημόσιος κίνδυνος για το κοινωνικό σύνολο γενικά. Πρόκειται για την καθοριστική έκφραση του ιδεολογήματος των men’srights ως πυλώνα της altright.
—Η κλιμακούμενη επίθεση της ακροδεξιάς στα γυναικεία δικαιώματα τα τελευταία χρόνια, με κεντρικότητα τη στοχοποίηση του δικαιώματος στην άμβλωση, συνιστά μεταξύ άλλων κι έναν ρεβανσισμό απέναντι στην άνοδο των φεμινισμών διεθνώς;
Ξεκάθαρα. Η άμβλωση, ως δικαίωμα απαραίτητο για την όποια αυτοδιάθεση και υγεία των γυναικών, είναι στο στόχαστρο. Και εδώ η ακροδεξιά συνενώνεται συχνά με την κανονική δεξιά, καθώς η ιδέα της γυναίκας-παιδομηχανής για το καλό του έθνους είναι θεμελιώδης. Ο πυρήνας είναι η φασιστική θεώρηση της γυναίκας στην υποταγή της στην αναπαραγωγή και στο αίμα της φυλής – αλλιώς δεν θα υπήρχε το πρόβλημα αποδοχής των «ξένων» παιδιών και των μεταναστών. Γενικά, στις αμβλώσεις και την επιθυμία απαγόρευσής τους συναντούμε το φάσμα της δεξιάς και των θεσμών που συνδέονται με τον βαθύτερο συντηρητισμό. Το θεμέλιο του συντηρητισμού είναι ο έλεγχος των σωμάτων των γυναικών γενικά, και ειδικότερα εκείνων που ταξικά είναι προορισμένες να παράγουν παιδιά ως μελλοντικούς εργάτες. Θέλω να πω η απαγόρευση των αμβλώσεων πλήττει πιο έντονα τις γυναίκες χωρίς οικονομικά μέσα.
—Η εντεινόμενη αμφισβήτηση του metoo, η αναζωπύρωση του στερεότυπου «της γυναίκας που λέει ψέματα», η κατηγορία εις βάρος γυναικών ότι μιλάνε για λόγους προβολής, απορρέουν από μια altright λογική που θέλει να περιφρουρήσει το ανδρικό προνόμιο και το πατριαρχικό μονοπώλιο στο δημόσιο λόγο;
Νομίζω ότι είναι πολύ παλιά αυτή η θεώρηση της «πανούργας» γυναίκας. Υπάρχει αναζωπύρωση, αλλά είναι παλιά. Οι γυναίκες είναι φλύαρες, ψεύτρες, επιπόλαιες, ανάξιες εμπιστοσύνης, κοκορόμυαλες, και όψιμα ‘μπιτσάρες’. Γίνονται οι χειρότερες μάνατζερ, έχουν «απωθημένα». Φθονούν τις άλλες γυναίκες. Ανταγωνίζονται για τον καλό γαμπρό. Οι γυναίκες «τυλίγουν» τον άντρα.
Οι γυναίκες «κάθονται» στον άντρα για ανταλλάγματα στη δουλειά ή για προβολή και κοινωνική ανέλιξη. Οι γυναίκες «θέλουν διατροφή για να κάθονται». Υπάρχει κάποιο πιο στέρεο στερεότυπο; Αυτοί δεν ήταν οι λόγοι για τους οποίους οι γυναίκες είχαν κριθεί ανάξιες να έχουν ψήφο; Είναι εμετικός αυτός ο λόγος απαξίωσης, δεν χρειάζεται να σχολιαστεί. Το τραγικό είναι ο βαθμός στον οποίο τον ενστερνίζονται οι γυναίκες.
—Οι λόγοι και οι πρακτικές της ακροδεξιάς διεισδύουν και αναπαράγονται και από άτομα που αναπροσδιορίζονται σε άλλους πολιτικούς χώρους;
Μα αυτό είναι το χαρακτηριστικό της altright. Γι’ αυτό καλείται «εναλλακτική», επειδή είναι πολυσυλλεκτική. Ωστόσο, αυτή η πολυσυλλεκτικότητα βασίζεται στην ήδη κανονιστική θεώρηση του φύλου και της ανδρικής ηγεμονίας. Ο αντιφεμινισμός δεν είναι μία τάση ανάμεσα σε πολλές που συγκροτούν την altright,αλλά το κέντρο της – μάλλον γιατί ο φεμινισμός ως πολιτική αφορά στην χειραφέτηση του 50% του πληθυσμού. Το να μείνει η γυναίκα στη θέση της είναι κεντρικός στόχος γιατί πρόκειται για τη συνθήκη της κοινωνίας όπως υφίσταται. Οι γυναίκες είναι σε κάθε περίπτωση τα «κοινά» όπου θεμελιώνεται το αντρικό προνόμιο. Είναι εύκολο να δει κανείς ότι αν και θεωρητικά το να είσαι άνδρας μαρξιστής θα σε έφερνε κοντά στον Ένγκελς, στην πράξη λειτουργείς ενάντια στο να χάσεις το προνόμιο που κατέχεις ως άντρας σε όποια τάξη και να ανήκεις. Δεν θα έπρεπε να έχει προκαλέσει τόση έκπληξη ότι βρέθηκαν άντρες από τον αναρχικό ή αριστερό χώρο οι οποίοι τάχθηκαν υπέρ της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, γιατί έδρασαν έτσι ώστε να προστατεύουν γενικά, ως κοινωνική ομάδα, το προνόμιό τους.
Νομίζω αυτά είναι γνωστά από την εποχή της Αλεξάνδρας Κολλοντάι, και σίγουρα από την εποχή του δεύτερου φεμινιστικού κύματος. Γενικά, ως φεμινίστριες πρέπει να κατανοήσουμε το εξής: το ότι οι διεκδικήσεις μας δεν γίνονται πραγματικότητα δεν οφείλεται στο ότι μας λείπουν ατράνταχτα και λογικά επιχειρήματα. Οφείλεται στο ότι θίγουμε το συμφέρον της «άνω» κοινωνικής ομάδας, η οποία θα συνασπιστεί πέρα από κοινωνικές τάξεις και πέρα από πολιτικές θέσεις για να το προστατεύσει. Γι’ αυτό έχουμε αυτόνομο φεμινιστικό κίνημα.
—Η υπόσχεση επιστροφής σε μια παραδοσιακότητα με άτεγκτους τους έμφυλους καταμερισμούς και τους κοινωνικούς ρόλους, στη βάση της ετεροκανονιστικής πυρηνικής οικογένειας, που πρεσβεύουν τμήματα της ακροδεξιάς υπάρχει κίνδυνος να φανούν δελεαστικά σε τμήματα του πληθυσμού που βάλλονται από τη σκληρότητα, τη φτώχεια και τη μοναξιά της μετανεωτερικότητας;
Αυτό συμβαίνει κατά κανόνα. Πάντα σε περιόδους πολέμου οι γυναίκες θα κληθούν να βγουν από τους παγιωμένους ρόλους τους για να ακούσουν μετά το τέλος του πολέμου ότι πρέπει να επιστρέψουν σε αυτούς. Αυτό έγινε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Βρετανία, για παράδειγμα, αλλά και στις ΗΠΑ: είχαμε τον συντηρητισμό της δεκαετίας του ’50. Και είναι ιστορικά ενδιαφέρον εδώ να δούμε ότι πριν, καθώς το σφαγείο του φασισμού ετοιμαζόταν, κάποιες γυναίκες, και δη φεμινίστριες, πέρασαν στον φασισμό γιατί δεν άντεχαν την τότε κανονικότητα και τους ρόλους που τους επιφύλασσε η καπιταλιστική ζωή, προσδοκώντας να βρουν ένα άλλο νόημα της ζωής στην φασιστική έκσταση.
Γενικότερα, σε περιόδους κρίσης, είναι γνωστό ότι ζητείται από τις γυναίκες να θέσουν σε δεύτερη μοίρα τις διεκδικήσεις τους για το καλό της πατρίδας ή όποιου «ανώτερου» σκοπού. Η αυτοθυσία της γυναίκας θεωρείται δεδομένη, και σπάνια θα βρούμε εξαιρέσεις ή έστω η εξαίρεση τείνει να διαρκεί λίγο. Δεν έχουμε δει αμιγώς φεμινιστική ή γυναικεία επανάσταση. Οι γυναίκες είναι τόσο υποδουλωμένες ώστε τείνουν (πάλι αυτό το ρήμα) να συνδέουν την χειραφέτησή τους με έναν εθνο-απελευθερωτικό αγώνα, με μία κοινωνική επανάσταση, με την άμυνα ενάντια στον φασισμό, με ό,τι μπορεί να σκεφτεί κανείς. Μπορεί να λέμε «οι γυναίκες ηγούνται των κοινωνικών κινημάτων», όμως αυτό είναι κάτι διαφορετικό από μια ρήξη και επαναστατική διαδικασία που να αφορά αποκλειστικά το φύλο τους. Τα όσα παρουσίασε η Sheila Rowbotham στις αρχές της δεκαετίας του ’70 στο βιβλίο της Women, Resistance and Revolution: A History of Women and Revolution in the Modern World δεν έχουν αλλάξει.
Για ένα έρθω πιο κοντά στην ερώτησή σου, η ακροδεξιά ιδεολογία είναι ιδιαίτερα ελκυστική στις μέρες μας ακριβώς γιατί δεν υπάρχει αντίπαλο δέος στον σύγχρονο καπιταλισμό. Ζούμε την αργή και επώδυνη κατάρρευση της αμερικανικής καπιταλιστικής αυτοκρατορίας αλλά η άνοδος των BRICS δεν βασίζεται σε διαφορετική κοσμοθεωρία, παρά την φαντασίωση που έχει η Κίνα περί δημιουργίας σοσιαλιστικής κοινωνίας σε κάποια χρόνια.
Ο φεμινισμός πρέπει να επιστρέψει στην έννοια της στρατηγικής. Ποιον τελικό στόχο εξυπηρετούν οι μεταρρυθμίσεις που προτείνουμε; Όταν λέμε «ισότητα», τι εννοούμε; Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Υπάρχει μια αίσθηση επιτάχυνσης της ιστορικής διαδικασίας στις μέρες μας: ένας καταιγισμός αλληλένδετων κρίσεων που μας εγκλωβίζουν και μας παραλύουν.
Έχοντας διαβάσει τα πενταετή της πλάνα, και βλέποντας τις πρακτικές της, θα έλεγα ότι πρόκειται περί ψευδαίσθησης, στην καλύτερη περίπτωση – για να μην αναφερθώ στις τοποθετήσεις της για την γυναίκα. Βέβαια, αυτός ήταν και ο βασικός στόχος του καπιταλιστικού κόσμου στο σύνολό του: η ήττα ενός διαφορετικού οικονομικού συστήματος και συνεπώς μιας άλλης οργάνωσης της κοινωνίας, η δαιμονοποίηση κάθε τέτοιας ιδέας, η ταύτισή της με τον ολοκληρωτισμό, και η συνεχής εξουδετέρωση και απονομιμοποίηση της επαναστατικής προοπτικής. Κάποιες δεκαετίες πριν, στον 20ο αιώνα, το εργατικό κίνημα πράγματι παραδόθηκε, ανταλλάσσοντας την επαναστατική προοπτική με μεταρρυθμίσεις εντός του καπιταλισμού. Έτσι φτάσαμε εδώ που είμαστε σήμερα: όπως είπε κάποιος, στο να θεωρούμε πιο πιθανό το τέλος του κόσμου από το τέλος του καπιταλισμού.
Σε αυτές τις συνθήκες, η ακροδεξιά αναπόφευκτα αποκτά την αίγλη μιας ρήξης με την κρατούσα τάξη. Ε, είναι πιο εύκολο να είσαι ρατσιστής αντισημίτης και να μιλάς ρατσιστικά για τους κακούς Εβραίους από το να πολεμήσεις τις τράπεζες και να κατανοήσεις τι κάνει το αόρατο και δυσνόητο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Πρόκειται για τον μεγάλο μύθο που αντιπαρατίθεται στο καπιταλιστικό ΤΙΝΑ. Έτσι είχαμε τον Τραμπ, τον Ορμπάν, το Brexit, κλπ. Το μανιφέστο του Νορβηγού Breivik, και άλλα που το ακολούθησαν, τα διάφορα μορφώματα τύπου Χρυσής Αυγής, δείχνουν με απόλυτη καθαρότητα τι ρόλο επιτελεί η ακροδεξιά προσφέροντας το όραμα επιστροφής σε μία πιο ασφαλή, φυσική τάξη πραγμάτων που θα έλυνε τις αγωνίες της σύγχρονης ζωής.
Όμως, όπως και στις αρχές του 20ου αιώνα, ο φασισμός δεν είναι ποτέ μόνο η επιθυμία επιστροφής σε κάποια φυσική (δηλαδή φυσικοποιημένη) ιεραρχία. Εξαρχής ο φασισμός παρουσίασε και ένα προοδευτικό πρόσωπο, αγκαλιάζοντας την τεχνολογία και την ιδέα της δημιουργίας ενός «υπερανθρώπου» μέσα από αυτή. Αυτό το πρόσωπο υπάρχει και σήμερα ως ένας νέος κοινωνικός δαρβινισμός – μια σημαντική διάσταση της altright. Η φιλοσοφία του NickLand, με διεθνή απήχηση, συνδέεται με αυτή τη διάσταση που επενδύει στη σύγχρονη τεχνολογία, και ειδικά στην τεχνητή νοημοσύνη, θεωρώντας αναπόφευκτο ότι μια νέα τάξη επιλεγμένων θα επιζήσει και θα μεγαλουργήσει, αφήνοντας πίσω της τις μάζες της φτωχής ανθρωπότητας. Η τεχνολογική διάσταση της altright, με έμφαση στην χρήση του αλγόριθμου και στα συνθηματικά memes,είναι ιδιαίτερα περίπλοκη για να παρουσιαστεί εδώ. Αυτό που αξίζει να θυμόμαστε είναι ότι υπάρχει και ότι φυσικοποιεί τον καπιταλισμό και τις τεχνολογίες του ενώ επενδύει στην ιδέα της ανισότητας των ανθρώπων.
Με βάση αυτά, δεν ξέρω τι θα χρειαστεί για να σπάσει η ροπή της σύγχρονης κοινωνίας στον φασισμό, πάντως δεν το βλέπω ακόμη. Ακούω μόνο την Judith Butler να λέει πως καθώς το καλούμενο “gender ideology” (αδόκιμος όρος της ακροδεξιάς που περιγράφει τους αγώνες για χειραφέτηση με βάση το φύλο) τίθεται στο στόχαστρο από τους συντηρητικούς, η απάντηση μπορεί να είναι μόνο μια αντιφασιστική συμμαχία.
—Πώς πιστεύεις ότι πρέπει να αντιδράσουν οι φεμινισμοί απέναντι στην πολεμική της ακροδεξιάς;
Προσωπικά, δεν πιστεύω ότι υπάρχουν ‘φεμινισμοί’ αλλά ‘φεμινισμός’ ο οποίος, ασφαλώς, τέμνει τους υπαρκτούς ανταγωνισμούς, άρα έχει και εσωτερικές συγκρούσεις. Η αντεπίθεση που μπορεί να έχει ο φεμινισμός είναι η δημιουργία ενός οράματος καταφατικού προς το άμεσο μέλλον: το να μην στέκεται δηλαδή μόνο σε μεταρρυθμίσεις αλλά να δουλέψει πάνω σε ένα όραμα. Και πρέπει να διεργαστεί τις αντιφάσεις του, να επιλύσει θεωρητικά προβλήματα, να διδαχτεί από την ιστορία του για να λειτουργήσει προγραμματικά. Ο φεμινισμός πρέπει να επιστρέψει στην έννοια της στρατηγικής. Ποιον τελικό στόχο εξυπηρετούν οι μεταρρυθμίσεις που προτείνουμε; Όταν λέμε «ισότητα», τι εννοούμε; Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Υπάρχει μια αίσθηση επιτάχυνσης της ιστορικής διαδικασίας στις μέρες μας: ένας καταιγισμός αλληλένδετων κρίσεων που μας εγκλωβίζουν και μας παραλύουν. Το ζητούμενο είναι πώς να ξεπεράσουμε την αίσθηση αδυναμίας συλλογικά – γιατί ατομικά καθίσταται αδύνατον να την ξεπεράσουμε. Είπα πριν ότι η Τζούντιθ Μπάτλερ πρόσφατα επεσήμανε την ανάγκη μιας αντιφασιστικής συμμαχίας ενάντια στην νέα δεξιά. Είναι μια καλή ιδέα, ή μάλλον μια καλή αρχή, αλλά δεν επαρκεί. Καμία λέξη με το «αντί» δεν επαρκεί. Χρειαζόμαστε προτάσεις αλλαγής παραδείγματος, έστω ως ορίζοντα των δράσεων και της σκέψης μας.
Πηγή: ampa.lifo.gr/gunaikes