έξι αρχαία όνειρα σ'ένα
Είσαι σε τραπεζάκι έξω, λουλακί παρακαλώ, μ’ένα μπουκάλι σκούρo, γεμάτο με τι; γύρω σου ψηλά δένδρα δάσους και λίγο πιο εκεί ένα ποταμάκι αφρισμένο, ακούς ποδοβολητά, μηχανές ακούς φωνές και σφυρίγματα, σειρήνες και συνθήματα, ακούς μες το κεφάλι σου τον πατέρα σου τον Καππαδόκα « εμείς στα μέρη μας, είχαμε κάτι πορτοκάλια νααα, τόσο μεγάλα και ζουμερά, παράδεισος ήταν ο τόπος μας», λες να είσαι στα μέρη του πατέρα; Πιάνεις το μπουκάλι το φέρνεις στο στόμα σου πίνεις, κρασί είναι, ωραίο κρασί, στάζει από το στόμα σου, μονολογείς «εντάξει μου φαίνεται, το έκανα όπως στις ταινίες οι Μεξικάνοι μια ληστές μια επαναστάτες», νιώθεις ότι είσαι ζωσμένος με σταυρωτά φυσεκλίκια, λες, έχω σφαίρες για να φαν κι οι κότες, αλλά όπλο, δεν έχω όπλο, μια αγωνία σε μουδιάζει, σηκώνεσαι τεντώνεσαι κι αμέσως σουρουπώνει ψιθυρίζεις εγώ είμαι το όπλο κι αμέσως στο βάθος φέγγει ένα τζου μποξ κάτω από έλατα κι ολόγυρα χιόνια, μια αγωνία γιατί δεν ακούς το τραγούδι που διάλεξες, τίποτα δεν ακούς, απόλυτη σιωπή ή κουφάθηκες; Μες την απέραντη σιωπή περπατάς, που πάω έτσι ολόγυμνος στα χιόνια....
Σε τραπεζάκι έξω κεραμιδί, ακούς φτερούγισμα ακούς και βλέπεις ένα πουλάκι σε όλα, μόνο στο κεφαλάκι του είναι το πρόσωπο του Μίκ Τζάγκερ να τραγουδά I look inside myself and see my heart is black / I see my red door and it has been painted black, απλώνεις το χέρι σου και κάθεται στην παλάμη σου το χαϊδεύεις και το πίνεις, α να κι άλλο πουλί κεφάλι Μπόμπ Ντύλαν με φυσαρμόνικα One more cup of coffee for the road / One more cup of coffee 'fore I go / To the valley below και το άλλο Μπόμπ και το άλλο, The answer, my friend, is blowin' in the wind / The answer is blowin' in the wind, βουτάει ο Μπόμπ στη θάλασσα των μακριών μαλλιών σου, μια ξαφνική σκοτεινιά, όχι δεν είναι σύννεφα, είναι τα πολλά πουλιά που μαζεύτηκαν στον ουρανό κρύβουν τον ήλιο, σαν στούκας εφορμούν καταπάνω σου ένα τρελαμένο κατάμαυρο με σκουλαρίκια I put a spell on you, Because you're mine, ένα μελαγχολικό ταμάμ Ζαμπέτας να τιτιβίζει δεν έχει δρόμο να διαβώ, «κι εγώ» ομολογείς, την ώρα που στο ύψος των ματιών σου στο μισό μέτρο σε κοιτάζει με αγαπησιάρικη απορία το δικέφαλο αετόπουλο Καζαντζίδης – Μπιθικώτσης, εναλλάξ η ζωή μου όλη με τη μέρα μαγιού μου μίσεψες, πουλιά τρυπώνουν παντού, στα αυτιά σου κοκκινολαίμης Ζακ Μπρελ la chanson des vieux amants, στη μασχάλη σου ο σπίνος Νίκος Γούναρης να λέει βελούδινα στη μικρή άστα τα μαλλάκια σου ανακατεμένα, τ'αηδονάκι Φλέρυ Νταντωνάκη στην καρδούλα σου, γιατί ρωτά ποιος είν’τρελός από έρωτα, ε, γιατί; μελανί κορυδαλλός στον ώμο σου Νικ, Νικ Κέιβ knocking on Joe και το πουλί Τσιτσάνης πιο εκεί πάλι και πάλι να το παρασέρνει στο ρέμα η κακούργα η ομορφιά η βασιλικά αθώα, μα εσύ που είσαι; δεν μπορείς πια να πάρεις ανάσα, ασφυξία, ο Βασιλιάς φωνάζεις, να έρθει να με σώσει ο Βασιλιάς, γιατί έχω γίνει πέρα ως πέρα suspicious minds… because I love you too much baby,
δεν φτάνει πια αυτή η αγάπη κι ας λέει ο Παύλος προς Κορινθίους Α΄ Νυνί δε μένει πίστις, έλπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα μείζων δε τούτων η αγάπη, δεν είναι πια θεότρελη, ούτε δίνει κι αυτά που δεν έχει, γρήγορα αδειάζει και πάει γι’άλλα ή πεθαίνει, είσαι τελείως σκεπασμένος απ’αυτά τα ανθρωπόμορφα πουλιά που πια όλα μαζί χάβρα των Ιουδαίων, κωλοπούλια λες γαμώ τις κουτσουλιές σας, τι ήθελες και το ξεστόμισες, αρχίζουν όλα μαζί να σε ραμφίζουν ανελέητα, ωχ, του Χίτσκοκ τα πουλιά Χριστέ μου θα με κατασπαράξουν θέ μου ξύπνα και κάνε κάτι, μα πια είσαι δένδρο αίολος φυσάς και ξεφυσάς στα κλαδιά σου βοριά δυνατό που παίρνει όλα τα πουλιά και τα σηκώνει ο αέρα σου, ποιος είσαι ρε μεγάλε αναρωτιέσαι την στιγμή που ακούς μια φωνή από παντού να λέει πάμε, πάμε, υπακούς, σηκώνεις το μπουκάλι και γλου γλου, γλου πίνεις, πλαταγίζεις τη γλώσσα σου, σκουπίζεις τα χείλια με το χέρι σου, τέλειο, η ίδια από παντού φωνή λέει τέλειο, μα τι τρέχει από τις μικρές πληγές των πουλιών, το κρασί, το κρασί που πίνεις τρέχει, κυλά στο χώμα και σιγά σιγά ρυάκια, «μόνο εγώ τα βλέπω;» και «βλέπεις τι ωραίο χρώμα που έχουν;» αστραφτερό και ζεστό ρουμπινί, σκέφτεσαι, ίδιο με το αίμα μου ή μήπως είναι το αίμα μου, χλομιάζεις, νυστάζεις τη νύστα του θανάτου, ακολουθείς το αίμα σου, τσάμπα και βερεσέ πάω σου λέει, μα από πότε μιλάνε τα αίματα; γελάει αυτό και κυλάει με όλο και πιο δαιμονισμένο ρυθμό, γιατί δεν απορείς που τα ρυάκια γίνονται σιγά σιγά κατακόκκινες μπαλίτσες, να δες μεγαλώνουν, κι όλο μεγαλώνουν, εντελώς κρασοστιβάδες. Γιατί είσαι σε όνειρο που δακρύζει, γι'αυτό.
Να πάρω ανάσα, σε ένα πορτοκαλί τραπεζάκι έξω, ανασαίνεις, χαλαρώνεις, η ζεστασιά της γλύκας. Ανασαίνεις βαθιά, σηκώνεις το κεφάλι και μένεις κόκαλο, τις τεράστιες πια κρασόμπαλες δεν τις καταπίνει το αχόρταγο δάσος, μα μπαίνουν στην πόλη, που βρέθηκε η πόλη λίγα μέτρα πιο πέρα; με τους δρόμους της, τις πλατείες και τα σπίτια της, φωτισμένα μαγαζιά και κόσμος, άπειρος κόσμος με κοντομάνικα καταχείμωνο, κουρδισμένος κόσμος, τι τρέχει; Τότε είναι που ο φόβος σε κυριεύει κι όσο φοβάσαι τόσο μεγαλώνει η πόλη και μέσα της πάει χάνονται η μία μετά την άλλη οι κόκκινες μπάλες, την ίδια στιγμή σε μια γωνιά σου γνέφει ένας αστραφτερός καθρέφτης βιτρίνα με μάτια παγίδες, που σ’έκαναν κομμάτια και πω πω μ'ένα στόμα φίλα με ακόμα για να με κτυπάει αλύπητα ρεύμα, πάλι εσύ είσαι; σε μαγνητίζει, τον κοιτάς κι εσύ αλλά δεν βλέπεις τίποτα, παρά κάτι όντα μικρά χρωματιστά μες τον καθρέφτη κλειδωμένα, είσαι σ'αυτά; είσαι αόρατος; αόρατος είμαι ένα τίποτα; ποιος, μα ποιος τέλος πάντων είμαι, ποιος μωρέ μάνα κι εσύ ποια είσαι; αδίστακτα τομάρια σ’έχουν βάλλει στο μάτι που τους πας κόντρα, θα σε λυώσουν άμα δε γίνεις σαν κι αυτούς, γκέγκε; να τους περιφρονώ τότε; άστο, δεν το μπορείς αυτό, απλώνονται διαρκώς τα απαθή τέρατα και κατακυριεύει τη γη αυτό το ανώνυμο γένος των ανθρώπων που γιατί σκλαβάκια ψάχνει διαρκώς και σκήπτρα ποθεί δαφνοστέφανα της δόξας και χρυσάφι μέχρι τρέλας να έχει πολύ; το τρέλα λίγο είναι, μανία σου λέω και καμαρώνουν κιόλας αν κερδίζουν με ζάρια πειραγμένα, γι'αυτό το γένος αυτό, τους καλόκαρδους εντάξει τύπους θα τους κλείνει ξανά και ξανά στα κελιά του ζωολογικού, εσύ θα μ'έλεγες ποτέ μανιακό, είμαι τέτοιος; πάντως δεν θέλω να είμαι κακότρελος, μα έτσι όπως είμαι πήγα κάπου τη ζωή μου; πότε; δεν ξέρω, εντάξει δε χάθηκε κι ο κόσμος, ναι, μα πότε θα χαρώ κι εγώ ξένοιαστα τη ζωή μου; Κι εσένα τι σε κόφτει που είμαι μεγάλο κορόιδο, ε, μπορείς να μου πεις τι σε νοιάζει ανέμελη, έ ανέμελη;
Τραπεζάκι έξω πράσινο του πεύκου σε αττικό ηλιοβασίλεμα. Τρέχει από παντού μια νύχτα, θεοσκότεινα ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, πάμε, ακούς τη φωνή καμπάνα πάλι, πάμε είπα ρε μαλάκα, κουνήσου, γιατί σε πληρώνω μαλάκα, απλά τον γράφεις κι αμέσως σε όλα τα σταυροδρόμια φωτιές του Άι Γιάννη, μόνο φωτιές δίχως παιδιά να τις πηδάνε μεγάλους να τις ταΐζουν, πέρα από κάτι αλλόκοτες σκιές στους τοίχους, παίρνουν φόρα οι σκιές και στριγγλίζοντας δίνουν πήδους τρομερούς, είναι αυτοί που έχουν καεί σου ψιθυρίζει μέντιουμ της κακιάς ώρας ή έχεις λαλήσει εντελώς; είμαι θρύψαλα σου λέω, χμμμ, κουράστηκες μου φαίνεται μόνο σου με μια σκιά παρέα, γι’αυτό στρίβεις βιαστικά, γι’αυτό τ’απανωτά ζικ ζακ και πού’σαι, αχ να’σαι, για δευτερόλεπτα σε πίστα φωσφόρου αχνοφέγγεις πειρατής με δύο μάτια βυθός θάλασσας παρθένος κι ένα αυτί κοχύλι, αλλού όμως νυν και αεί οκλαδόν μαζί με όλους τους ρεμπέτες του ντουνιά γύρω από μία μικρή φωτίτσα που οι φλόγες της τ’ αθάνατα cantos, γενναίων ρισκαδόρων καρδιοχτύπια τ'αθάνατα cantos, λες και γράφτηκαν για σας προπάντων, νιώθω μία αγαλλίαση, τι ωραία, αυτό είμαι, υπάρχω κι ας είμαι σαχλός κι αστείος, με πίστη υπόγεια, πίστη σε τι; δε βρίσκω λόγια, δεν πειράζει κάποτε θα τα βρούμε ή καλύτερα ποτέ να μην τα βρούμε; βρίσκω σ’όλους τους ρεμπέτες του ντουνιά όλης μου της ζωής τις φίλες και τους φίλους, νεκρούς, ζωντανούς και νεκροζώντανους τραγουδάμε, χορεύουμε, πίνουμε μέχρι να ψοφήσετε κοπρόσκυλα ακούγεται η φωνή που τα σαρώνει όλα, δεν θα της κάνουμε τη χάρη τώρα που φτάσαμε στα μυστήρια σαν τρένα σοκάκια, να δες λάμπουν οι πολύχρωμες παρέες, φτάνει της παρέα μας η σειρά, φτάνει η στιγμή της προφητείας, είναι οι κόκκινες μπαλίτσες , έρχονται από όλα τα μέρη της πόλης με ορμή με όπισθεν, επιστρέφουν χαρούμενες τίγκα στο οξυγόνο οι πορφυρές ξεμάτιαστες τρυπώνουν στο σώμα μας ανασταίνουν την ψυχή μας, αμάν χαμός κι αλληλούια. Πίστη σε τι, πίστη ματαιωμένη ανεκπλήρωτη ευχή και κατάρα μαζί.
Με πήρε ο ύπνος μάτια μου σε τραπεζάκι έξω βαθύ μοβ, και με βλέπω από ψηλά, χέρι καλής γκαρσόνας με σκουντάει για να ξυπνήσω, πώς όμως αφού εκεί είναι μόνο το σώμα μου, εγώ λείπω απ’αυτό απ'αυτό που λιώνει σιγά σιγά γίνεται χώμα, σκόνη, αέρας, τίποτα, α, όχι και τίποτα, δες στη θέση του δες φυτρώνει γαρούφαλλο στ’αυτί και ρόδον αμάραντο και αγριοτσουκνίδες ελληνικές, ναι, ναι και της πικροδάφνης ο ανθός παρών, σε μια ώρα φύτρωσαν, μέσα σε μια ώρα απ’τη στιγμή που πέθανες, αλήθεια σου λέω, αν θες το πιστεύεις, εδώ φύτρωσαν π’αγκαλιασμένοι τώρα κατάχαμα εκατομμύρια δευτερόλεπτα αγκαλιασμένοι παραμονή πρωτοχρονιάς του 2000, μα ναι και γι’αυτούς τους εκδρομείς του ’70 γράφτηκαν τ’αθάνατα Cantos, για σας που
Πάνω κάτω στο τσιμέντο περπατώντας / απ’ τον χρόνο του κελιού σας / φτιάξατε δικό σας ρυθμό / ως το σπίτι απ’ την ταβέρνα συζητώντας / κι απ’ την διαδήλωση κι αυτός κι εσύ / μέχρι το πάρτι τραγουδώντας / Σε αμμουδιές χρυσές / νέοι γονείς με τα μωρά σας / και τι τραπέζια, τι γιορτές / ως το πρωί / σαν μια εκδρομή / όλο λακκούβες ως την πρώτη /…./ Νάτην τώρα, πρώτη πρώτη σας ζυγώνει / μ’ ένα κλίνατε επί δεξιά / λοξοκοιτάει προς εσάς / στοιχημένοι πίσω της οι νέοι χρόνοι / και από πάνω της ο Ποιητής / της ψιθυρίζει απ’ το μπαλκόνι / Σημαιοφόρισσα εσύ, στη λησμονιά να μην τους δώσεις / να τους καλέσεις αύριο πλάι σου / και λίγο να τους εξυψώσεις. / Είχε πολύ καημό, πολύ λαχτάρα η εποχή τους / είχε πολλούς αναίσθητους / μα και πολλούς ονειροπόλους / που είθε να βγαίνουν πάντα πρώτοι. ( από το Πρώτη του 2000 του Δ.Σαββόπουλου)
Τραπεζάκι μέσα αλλά σαν έξω, παλιό μα σαν καινούργιο, τραπεζάκι για τους τελευταίους που έσονται πρώτοι, τέτοια τραπεζάκια πολυχρησιμοποιημένα, μαζεμένα απ’τα σκουπίδια, σε καλεί να κάτσεις να τα πείτε, να πιείτε ούζα, να τσιμπήστε τους πεντανόστινους κεφτέδες της αμμάν κατερίνα μας με τα μάτια σαν τα κάστανα, πάτε για μπάνιο, πάμε αλλά να ξέρεις βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια, με βαρέθηκα ακόμα και στα ρε ούστ απ’εδώ, επειγόντως να ξεβαρεθώ πως; ούτε πουλάω, ούτε αγοράζω καραγκιόζηδες, σας είπα, φεύγω, τώρα φεύγω, μη χαίρεστε, γυρίζω ώσπου να πεις κύμινο, γυρίζω μέρα αδιάφορη, σαν όλες τις άλλες, γυρίζω πουλί μαυροσκούφικο με μούσια, πιο τσιγγάνος κι απ’τους τσιγγάνους μαζί σας στο τίμιο λάβαρο πάντα πιστοί, στη σάλπιγγα πλάι που μας προσκαλεί κάτι θα είμαι, κάτι θα γίνουμε αν μπορούμε ακόμα να είμαστε τίμιοι, μπορούμε; έστω κι απερίσκεπτα θα ξεβολευτώ για τη λάμψη πανάρχαιας αγάπης στα μάτια μου να δω αγαπώντας περπατάω σε αστρικά μονοπάτια κι ας χάνομαι, να το ξηλουρέικο νικολάκι, αχ πουλάκι μου πότε θα κάνει ξαστεριά να’ρθω να σε φιλήσω, να σε νεκροαναστήσω; ίσως ποτέ λάκη μας, μα ίσως τότε που το γένος των σημαδεμένων ανθρώπων ρεσάλτοι μου καλοί, συννεφιασμένο θα κοιμάται και θα ξυπνάει μιας αφόρητης ομορφιάς ξαστεριά σε μια ζωή που θα’ναι ένα με τ’αθάνατα cantos για όλους που θα το λαχταρούν μέχρι θανάτου.
Το τραγούδι Canto περιλαμβάνετε στο άλμπουμ Τραπεζάκια έξω που κυκλοφόρησε το 1983. Στίχοι, μουσική, ερμηνεία Διονύσης Σαββόπουλος. Το αρθροτράγουδο αυτό μας το έστειλε ο Λάκης Ιγνατιάδης.
Τελευταία άρθρα από τον/την Ομάδα διαχείρισης
- Δ.Τ του Παντελή Καμά για το θέμα της Μονάδας Διαχείρισης Απορριμμάτων στο Σχιστό που συζητήθηκε στο Δ.Σ στις 14.7
- Το θέμα που έβαλε ο Παντελής Καμάς στη συνεδρίαση του Δ.Σ Κερατσινίου Δραπετσώνας στις 14.7,για τη δημιουργία Μονάδας Επεξεργασίας Απορριμμάτων στο Σχιστό Κερατσινίου
- Η θέση της παράταξης «ΑΛΛΑΖΟΥΜΕ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ » για τη χωροθέτηση ιδιωτικών εκδηλώσεων στο Πάρκο Σελεπίτσαρι, στο Κερατσίνι
- Δελτίο Τύπου Συνδυασμού "Κερατσίνι Δραπετσώνα ΑΛΛΑΖΟΥΜΕ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ": Νερό για όλους – Πάρκα ζωντανά και λειτουργικά για όλους
- Δήλωση Δημάρχου Κερατσινίου Δραπετσώνας Χρήστου Βρεττάκου για τις πολεμικές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή