Παρασκευή, 16 Οκτωβρίου 2015 19:19

Εφτά από το Τέντα στον αέρα του Γιώργου Μπρουνιά

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

"Τέντα στον αέρα" είναι μία ποιητική συλλογή του Γιώργου Μπρουνιά ( Αθήνα, 1946) που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ροδακιό το 2009 και βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Τώρα θα αναρωτειθείτε τι έχει πάθει ένας άντρας και στα 63 του κάθεται και γράφει στίχους; Κάτι βαρύ προφανώς, και αχορτάριαστο που πιθανόν να αχνοφέγγει μέσα στα ποιήματά του.

 

Κι αν αυτό το κάτι σταματάει κι άλλους, από αυτούς τους ελάχιστους που στις μέρες μας αφήνονται να τους υψώσουν για λίγο τα στιχάκια, τότε μας έχει προκύψει μία ευτυχής συγκυρία.

Κι ο ποιητής κερδισμένος βγαίνει, γιατί τα δικά του ρίζωσαν σε έναν κόσμο σκέτη ξερολιθιά και ο κόσμος που ερχόμενος σε επαφή με λέξεις απ'αυτές που μέσα τους εκτός από τον ποιητή σπαρταρούν ζωές άλλων, μπορεί να συναντήσει και τη δικιά του. Που ξέρεις; Διαλέξαμε και μία μουσική, το You Don't know what love is, του Κήθ Τζάρετ,  εδώ που αν κάναμε εκπομπή την ώρα που θα απαγγείλαμε τα εφτά ποιήματα, αυτήν μάλλον θα βάζαμε να παίζει στο βάθος σιγανά.

ΟΝΕΙΡΑ

 

Όπως έρχονται

φεύγουν

κι όπως φεύγουν

ξανάρχονται

οι μορφές που μας πλήγωναν

όταν αγαπούσαμε

οι μορφές που αγαπούσαμε

όταν πληγώναμε.

 

Η ΠΡΟΒΛΗΤΑ

 

Μπορεί η σύνεση να βρήκε

μία αντίσταση στα στοιχεία

της ψυχής η αντοχή όμως 

δεν τελειώνει με τη φθορά

αλλά συνεχεί στα λόγια μας 

Έργα πιο άλιωτα 

δεν έχουν γίνει 

όπως τα λουλούδια άμα ανοίξουν

μένουν ανθισμένα 

κι όταν γέρνουνε να πέσουν

στο χώμα που τα έβγαλε

ένα πρωί σαν όλα τα απροστάτευτα 

βγαίνανε στο δρόμο

Έτσι

η αναστροφή με την ανυπαρξία 

είναι κύματα πέφτοντας σε βράχια

σπάνε και γυρνούν όπου ξεκίνησαν

αφού πρώτα τρίψανε την πέτρα 

άμμο να γίνει 

για τους ονειροπόλους καθώς περνούν

και μιλούν για χνούδι

τ'αγέραστο του κόσμου.

 

ΟΙ ΜΟΝΟΙ

 

Αυτοί που γυρίζουνε σε σπίτι αδειανό

να τους περιμένει

αυτοί π'άλλους καληνυχτίζουνε 

στην πόρτα τους μπροστά

κι ύστερα κατεβαίνουνε τη σκάλα

μόνοι

αυτοί που το πρωί διαβαίνουν

προσδοκώντας να βρουν

όσα ξαγρύπνησαν την νύχτα

δυο μάτια την αφή μια καλημέρα

αυτή που πλάση φτιάχνουνε στη φαντασία

και ζουν εκεί

με την ίδια πίστη όπως άλλοι

στου οίκου την αλληλουχία

αυτοί δεν είναι στερημένοι

να τους λείπουν όσα κατέχουν οι γείτονοι

μα ζουν στον ίδιο κόσμο

όπως όλοι 

στα μέρη εκείνα ως διάλεξαν

να βλέπουνε το βράδυ

και τη μέρα

που με των άλλων τη ζωή

συνθέτουν όληνε μια οικουμένη

 

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΝΟΗ

 

Όπου περπατά

η άμμο ανθίζει

όταν φτεροκοπά

το σώμα

κοιτάζοντας τα σύννεφα

αναλογίζεται τη ζωή

γιατί πολυτιμότερο

δεν έχει και πιο ωραίο

Στην έρημο οι μέρες σκληρές

οι νύχτες κρύες

ο άνεμος παίρνει τα μαλλιά

αν τα προλάβουμε

μπορεί να φτάσουμε στους γλυκούς χουρμάδες

Στην πόλη τα σπίτια ανήλιαγα

κι όλοι μέσα ξαπλωμένοι

στα τζάμια βλέπουμε ν'αλλάζουν οι εποχές

ένα ξέφτι ίσως πιάσουμε

αν τρέξουμε

ώσπου τελειώνουν τα σοκάκια

Μα η ψυχή δεν ξέρει τέτοια

άμα φυσήξει

όλα τα καταλύει στον αιθέρα

και τα ξαναφτιάχνει

έναν κόσμο αληθινό

την καταγωγή μας σαν ανάμνηση

όχι σαν προορισμό

 

ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΕΡΗ ΙΕΡΕΜΙΑΔΗ

 

Εκεί πέρα υπάρχει η χαρά

που άφησες πίσω

τόσο πιο μεγάλη

αφού θα είσαι σαν εδώ

σε κήπους

σε σπίτια μέσα

μεσημέρι απόγευμα το βράδι

όταν τρώγαμε και κουβεντιάζαμε

για μέρη άλλοτε ή μελλοντικά

κανένας μας δεν ήξερα καλύτερα 

γιατί δεν τα είχε ζήσει

να μην γλιστράνε

 

Εδώ

πως θα βρεθούμε πάλι

με μια φαντασία αύλη ανάμεσα

εσένα

αγαπώντας τη ζωή

όταν ψήναμε στα κάρβουνα

κάτω σε μαγιάτικες πορτοκαλιές

Ή μήως θα'σαι και του χρόνου

περασμένος τώρα ο μισός

καθώς σηκώνεσαι νωρίς

να φτιάξεις τον πηλό και το προσάναμμα

σε λιβάδι σαν τα μάτια σου γαλάζιο

κι αθώο σαν το γέλιο σου

μόνος μες τη συνάφεια

και πολλοί

σαν αυτούς όπου θα λείψεις

με το θλιβερό

να σε θυμούνται μα όχι να σε βλέπουν

και ν'ακούν τις τρέλε σου

που κάνανε την ώρα φωτεινότερη

 

Σκοτεινιάσαμε

 

Όμως οι μέρες δεν τελειώνουν 

επειδή το'πε η θάλασσα 

σ'αυτήν άλλωστε κανείς δε χάνεται

ξαναβγαίνει αλλαγμένος

γιατί έρχεται συγκέντρωση

κι εσύ

είσαι πάντα στον καιρό σου.

 

ΝΙΤΣΕ

 

Με τόσους χορούς

γύρω και μέσα σου

αναπάρστηκαν τα πόδια

από τη γη

αφήνοντας στα χόρτα τα παπούτσια

να τα σκουριάζει η μπόρα

 

ΔΡΟΣΕΡΕΣ ΠΝΟΕΣ


Όταν γυρίζουμε από τις απολαύσεις

και τις φρίκες της ζωής

στο ερημητήριο που είναι σπίτι μας 

οι αισθήσεις αν είναι ακόμα αναμμένες

από την ένταση της δράσης

αδράχνουν πράγματα πριν άμορφα

η στέγη ενός κτίσματος μετατοπισμένη

ή κι εξαφανισμένη

πέτρες στις άκριες του δρόμου

νερό κυλώντας

ο ορίζοντας κρύσταλλο ζωγραφισμένο

με καπνιές της ιστορίας

και χαιρόμαστε πως έτσι και ο κόσμος

μεγαλώνει τα όρια του

να χωρά τέχνες ανισόρροπες

Δίχως αυτές δεν περνούν

οι μέρες της επιστροφής 

 

Οι πέντε ζωγραφιές είναι του Πέρη Ιερεμιάδη ( Αθήνα, 1939-2007)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                             

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 17 Οκτωβρίου 2015 21:54
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση