Το θέμα που πραγματικά απασχολεί τους κυβερνώντες δεν είναι μια μείωση των εκλογικών ποσοστών συγκριτικά με τα άλλα κόμματα, αλλά η επιβεβαίωση της απόλυτης κυριαρχίας τους. Αυτόν το στόχο υπηρετεί η κινδυνολογία περί αποσταθεροποίησης. Ένα παραμύθι χωρίς δράκο.
Που έχει, όμως, χορηγούς. Με τις επιλογές του, τακτικές και στρατηγικές, αυτοκατατάσσεται σε αυτήν την κατηγορία ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Πρώτο, σε επίπεδο τακτικής, ζητά να διεξαχθούν εθνικές εκλογές, επειδή γνωρίζει ότι δεν διατρέχει τον κίνδυνο να υποστεί τις συνέπειες –επειδή είναι βέβαιος ότι δεν θα γίνουν. Ωστόσο, οι ευρωεκλογές δεν βγάζουν κυβέρνηση, πρώτο, ενώ, δεύτερο, τα δημοσκοπικά ευρήματα δείχνουν ότι η ΝΔ τείνει να αποσπά ίδιο ή ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό από τα δύο επόμενα κόμματα μαζί. Το μόνο, λοιπόν, που επιτυγχάνεται με τακτικές λεονταρισμών περί άμεσων εκλογών και πτώσης της κυβέρνησης, είναι να προσφέρεται τζάμπα πρώτη ύλη στην κυβερνητική κινδυνολογία περί αστάθειας.
Δεύτερο, σε επίπεδο στρατηγικής, εμφανίζεται ως ανάχωμα στη διαμόρφωση εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης. Τα στενά κομματικά ζητήματα, αφορούν τα μέλη κάθε κόμματος και τις ηγεσίες τους. Το σημαντικό για την κεντροαριστερά, όμως, δεν είναι ποιος θα βγει δεύτερος ή τρίτος στις ευρωεκλογές, αλλά ποιος πιστεύει, μπορεί και θέλει να συμβάλει, χωρίς μικρομεγαλισμούς και αλαζονείες, στη συνεργασία και ανασύνταξη των δυνάμεών της, με στόχο τη διαμόρφωση μιας κυβερνητικής πολιτικής κι ενός ηγετικού σχήματος που θα είναι σε θέση να διεκδικήσουν την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας –τα σημερινά δεν μπορούν. Σε αυτές τις διαδικασίες ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει δηλώσει αντίθετος, προτιμά ένα μικρό αλλά δικό του κόμμα κι όπου βγει -άλλωστε, ούτε καν η κοινή πρόταση δυσπιστίας δεν του άρεσε.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, δεν κινδυνεύει από την αντιπολίτευση. Απειλείται από την ίδια την κυριαρχία της και την αλαζονεία που εκτρέφεται.
Αυτά αποτυπώθηκαν σε συμπεριφορές όπως οι υποκλοπές σε βάρος πολιτικών αντιπάλων, επιχειρηματιών και υπουργών, η προσπάθεια συγκάλυψης των πολιτικών ευθυνών για την τραγωδία στα Τέμπη, η ιδιοποίηση προσωπικών δεδομένων απόδημων Ελλήνων. Πάνω σε αυτές τις πρακτικές έρχεται να προστεθεί η διάψευση των προσδοκιών ότι η κυβέρνηση θα αξιοποιούσε την ισχυρή λαϊκή εντολή για να σχηματίσει ευρείες συναινέσεις ώστε να γίνουν μεγάλες μεταρρυθμίσεις, η εντεινόμενη γκρίνια για τον τρόπο διαχείρισης των ευρωπαϊκών κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και ο θυμός από την πρωτοφανή αναδιανομή πλούτου σε βάρος της μισθωτής εργασίας με βασικό εργαλείο την ακρίβεια.
Καταλληλότερος για πρωθυπουργός, μετά τον κ. Μητσοτάκη (35%) έρχεται ο κ. Κανένας (33%) -οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί βρίσκονται στο 9% και κάτω. Αλλά, η διεύρυνση των ανισοτήτων, η επιδεικτική πολυτελής κατανάλωση σε αντίστιξη με τη μεγάλη στέρηση για το ένα τρίτο της κοινωνίας, η διευρυνόμενη διαφθορά, η επίμονη υπερπαραγωγή νεόπτωχων με εξαιρετική μόρφωση και πενιχρά αμειβόμενη εργασία, ο φόβος και η δηλητηριώδης υποψία ότι καθένας θα είναι μόνος του αν του τύχει «η στραβή», όλα αυτά δεν απαλύνουν ούτε τιθασεύονται από ενδεχόμενη επιβεβαίωση της κυβερνητικής κυριαρχίας, με ένα 33% ή άλλο ποσοστό που θα αρχίζει από 3. Θα συνεχίσουν να αγριεύουν. Γιατί, κίνδυνος αποσταθεροποίησης δεν υπάρχει. Ο κίνδυνος που διατρέχει η κυβέρνηση είναι η σταθεροποίηση κι η ενίσχυση της αλαζονείας.
Πηγή: kreport.gr