«Έρωτες μισοί, μίση ολόκληρα». Πώς συνομιλεί ο τίτλος του βιβλίου με το περιεχόμενο;
Η σχέση μου με τη λογοτεχνία ξεκινάει από τα μαθητικά μου χρόνια, είτε ως αναγνώστη είτε ως ερασιτέχνη γραφιά και συνεχίζεται σήμερα. Χαίρομαι πάντως που παραμένω ερασιτέχνης και ως ιστορικός τέχνης και ως συγγραφέας, κυρίως γιατί σιχαίνομαι τον επαγγελματισμό κάθε είδους. Ο τίτλος του βιβλίου πέρα από εύρημα υποκρύπτει μιαν αλήθεια που πιστεύω βαθιά. Οι έρωτες συνήθως είναι μισοί, μισεροί και διαρκούν λίγο, ενώ τα μίση που προκύπτουν από τους έρωτες είναι αθάνατα. Στους έρωτες συνήθως αγαπάμε την, εντελώς φανταστική, δύναμη του άλλου, γι’ αυτό και η απογοήτευση καραδοκεί. Αντίθετα, στην αγάπη αγαπάμε την αδυναμία του. Αλλά και στο μίσος πάλι την αδυναμία του μισούμε!
Στο εξώφυλλο παρατηρούμε τον υπότιτλο (υποσημείωση) «σαν διηγήματα». Γιατί όχι διηγήματα; Σε τι διαφέρουν;
Και το «σαν διηγήματα» είναι ένα λεκτικό παιχνίδι. Όπως εξάλλου και ο τίτλος του βιβλίου. Όπως και όλο το περιεχόμενο του. Ένα παιχνίδι τόσο σοβαρό ώστε να αξίζει να συμμετάσχει κανείς. Ζούμε σε μια εποχή όπου τα λογοτεχνικά είδη αμφισβητούνται, τουλάχιστον στην παραδοσιακή μορφή τους. Έτσι τα κείμενά μου, κατά βάση αυτοβιογραφικά, κινούνται ανάμεσα στη σάτιρα, την πρόζα, το πεζοτράγουδο, το δοκίμιο, το πείραμα, την πρόκληση κ.λπ. κυρίως επειδή φοβάμαι την εύκολη κατάταξη όπως επίσης και τη σοβαροφανή πόζα. Ιδανικό μου είναι να παραμένει κανείς σταθερά σοβαρός κάνοντας διαρκώς χιούμορ.
Ποιο είναι το νήμα που συνδέει τις ιστορίες μεταξύ τους;
Το νήμα που συνδέει τα κείμενα αυτά είναι −τι κοινότοπο− οι εμπειρίες της καθημερινότητας, οι μνήμες που επανέρχονται άλλοτε βασανιστικές και άλλοτε λυτρωτικές και βέβαια η επιθυμία υποταγής όλου αυτού του υλικού στη σαγήνη της γλώσσας. Ή, καλύτερα, η προσπάθεια να γίνει γλώσσα όλο αυτό το άμορφο εντελώς προσωπικό υλικό που ακατέργαστο δεν ενδιαφέρει κανέναν. Και έχουμε «γλώσσα» όταν το όποιο βίωμα μπορεί να περάσει έστω και σε έναν (1) αποδέκτη. Το «να πούμε μία ιστορία» είναι τελικά κάτι πολύ πιο σύνθετο και πιο φιλόδοξο από το να πούμε μία ιστορία.
Τα κείμενα χαρακτηρίζονται ως «ασκήσεις ύφους». Τι σημαίνει αυτό για εσάς; Το ύφος παίζει μεγαλύτερο ρόλο από το περιεχόμενο, από την ιστορία; Ή κάτι άλλο;
Φαντάζομαι πως όποιος μου κάνει την τιμή να διαβάζει τα κείμενά μου, είτε τα λογοτεχνίζοντα είτε τα «άλλα» −για μένα δεν υπάρχει διαφορά− αντιλαμβάνεται με την πρώτη ματιά πώς τα ίδια αυτά τα κείμενα υπονομεύουν το αρχικό τους θέμα ή τον τίτλο τους. Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο; Γιατί ο συγγραφέας τους πιστεύει πως κάθε κείμενο είναι αφορμή για να ξαναδιαβαστεί ένα άλλο κείμενο και για να παρακινηθεί ο παρατυχών αναγνώστης να γράψει −ή να διαγράψει− ένα δικό του κείμενο. Ελπίζω, τέλος, στα κείμενά μου να κυριαρχεί περισσότερο η γόνιμη παραδοξολογία και λιγότερο ο συχνά κουραστικός εξυπνακισμός. Και αυτός ο τελευταίος πάντως κατά βάθος είναι ένας σπασμός αντίδρασης στην εγγενή μελαγχολία.
Είστε γνωστός ως ιστορικός της τέχνης. Με ποιο τρόπο εγγράφεται αυτή η ιδιότητα σε τούτη τη συλλογή;
Είμαι πλέον ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών με περισσότερα από 50 βιβλία τέχνης στο ενεργητικό μου και παρόλα αυτά δεν με θέλουν στις τάξεις τους ούτε η Εταιρεία Ελλήνων Τεχνοκριτών ούτε ο Σύλλογος Ιστορικών Τέχνης! Ευτυχώς μου έχει προσφέρει φιλόξενο άσυλο η Εταιρεία Συγγραφέων. Το αναφέρω αυτό για να υπογραμμίσω κάτι που είπα και πιο πάνω, δηλαδή πως ήμουν και παραμένω ερασιτέχνης και για αυτό κάρφος οφθαλμών για τους πολλούς και αδέκαστους επαγγελματίες του χώρου. Φιλοδοξία μου σταθερή πάντως είναι όλα μου τα κείμενα να είναι γραμμένα με αισθητικά κριτήρια. Χωρίς βέβαια να πέφτουν στο αφόρητο μελόδραμα της λυρικής αφήγησης. Είτε πρόκειται για τεχνοκριτική είτε για λογοτεχνία. Μεταξύ μας, στη συνείδησή μου αυτά τα δύο δεν διαφοροποιούνται. Αλίμονο αν γράφεις για τέχνη χωρίς να θηρεύεις στοιχειώδες, έντεχνο ύφος.
Στο επίμετρο αναφέρετε πως πλέον θεωρείτε την πλήξη μορφή αισθητικής στάσης. Θα βλέπατε ως αισθητική στάση και ενδεχόμενη «πλήξη του αναγνώστη»;
Πιστεύω ακράδαντα, καθώς ασχολούμαι μισόν αιώνα με την τέχνη είτε ως δάσκαλος είτε ως γραμματοκομιστής της, ότι η τέχνη μπορεί να είναι τα πάντα εκτός από βαρετή. Από την άλλη πλευρά, ξέρω πως η εποχή μάς ναρκώνει, μάς εθίζει σαν Κίρκη, εξωθεί τους πάντες και ιδιαίτερα τους νεότερους στην ελάσσονα προσπάθεια, στην εύκολη, την «τηλεοπτική» συγκίνηση και αποθαρρύνει τον μόχθο ως προς την πρόσληψη της αισθητικής μορφής. Αυτό που λέμε συνεκδοχικά «βαρεμάρα» αναφέρεται στην έλλειψη προσπάθειας, στην πνευματική νωθρότητα, την καταγέλαστη ραστώνη από την έλλειψη παιδείας και καταλήγει στην άρνηση να συμμετάσχουμε σε κάτι που καταφανώς μας ξεπερνάει και οφείλουμε να κοπιάσουμε για να το αποκαλύψουμε. Στην εποχή μας η κομψεπίκομψη αγραμματοσύνη τείνει να καταστεί στυλ.
Σε ένα από τα κείμενα, με αφορμή μια αναφορά του Τζούλιαν Μπαρνς, αναλύετε τη φράση «σ’ αγαπώ» και πώς αλλάζουν οι υποδηλώσεις της από γλώσσα σε γλώσσα, αλλά κι από προφορά σε προφορά. Έχει η ελληνική γλώσσα κάποια ιδιαιτερότητα σε σχέση με την έκφραση του έρωτα, και αν ναι, ποια είναι αυτή;
Η γλώσσα, η ουσιαστική μας πατρίδα, η συγκίνηση από τη γλώσσα, ο έρωτας για τη γλώσσα, η αγωνία για τη γλώσσα, για το παρελθόν και για το μέλλον της, η κρίσιμή μας υποχρέωση να μεταλαμπαδεύσουμε ένα υψηλό γλωσσικό αισθητήριο στους νεότερους και να διατηρήσουμε όσα τόσο εύκολα χάνονται στις μέρες μας από την αδιαφορία, την άγνοια ή τον ηθελημένο γραικυλισμό όσων γρυλίζουν από τους επίσημους θώκους τους αντί να συνομιλούν δολοφονώντας τη γλώσσα, τη μάνα μας, είναι νομίζω ο πρώτος και έσχατος λόγος που πρέπει να ωθεί τον καθένα μας στην άσκηση της γραφής. Για να διασώσουμε ό,τι εν τέλει μπορεί να διασωθεί.