Ασυναίσθητα άνοιξα το ψυγείο, φαντάζομαι ως μια παρενέργεια των αντίρροπων δυνάμεων της αναζήτησης του νοήματος ή από μια άλλη γωνιά, εξ αιτίας της πεσμένης λίμπιντο. Και τότε το μάτι μου έπεσε πρώτα στο κατσικάκι που κολυμπούσε σε ταψί για να μαριναριστεί και μετά δίπλα στον αρακά της λαϊκής της Τετάρτης.
Επί του παρόντος και σ'αυτή τη φάση που βρίσκεται ο πολιτισμός, όποιος πιστεύει ότι όλα έχουν εξηγηθεί και δεν απομένει παρά μόνο η διαχείριση των συνεπειών της ερμηνείας των πάντων, είναι σχεδόν ευτυχισμένος. Στις κακές μου, σφόδρα βολεμένος θα έλεγα, όπως όλοι μας εξ άλλου όταν βγάζουμε τις σιδερωμένες απαντήσεις από το τσεπάκι μας. Οι υπόλοιποι, που έχουν πιαστεί στα δίχτυα του να φωτίσουν τα αφώτιστα, να λύσουν έναν κόμπο, να άρουν ένα αδιέξοδο, να φτιάξουν εκ του μηδενός ένα έργο, δουλεύουν υπερωρίες, δουλεύουν ακόμα και όταν κοιμούνται. Αυτοί δεν είναι ακριβώς δυστυχισμένοι, αλλά βασικά δεν είναι ξέγνοιαστοι, δεν είναι τόσο επιρρεπείς στο να απολαύσουν την τρέχουσα ζωή. Τι τους δένει με την περιπέτεια της εξήγησης και της δημιουργίας; Πολλοί - άσημοι και διάσημοι - που έχουν ζήσει παρόμοιες καταστάσεις, έχουν περιγράψει την χαρά που τους κατακλύζει όταν λαλούν γυμνοί στους δρόμους το "εύρηκα", σαν ένα βίωμα ανάστασης. Αυτό υποθέτω ότι είναι ένα ισχυρό κίνητρο που αρκετούς από τους αφοσιωμένους θα τους κρατάει στην τσίτα.
Ένα απ'αυτά που δεν έχουν εξηγηθεί ακόμα είναι το γεγονός του πως από τον αρακά έφτασα στο να αποφασίσω τι θα μαγείρευα ανήμερα του Πάσχα. Η αρχή είχε γίνει αρκετούς μήνες πριν. Τότε ένα απόγευμα που επισκέφτηκα τη φίλη μου τη Γιωργία. για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο και εντελώς παρορμητικά μου χάρισε ένα βιβλίο μαγειρικής που είχε στο κομοδίνο της. Το βιβλίο με τον τίτλο "Μικρασιάτικη κουζίνα - διακόσιες παραδοσιακές συνταγές", είναι της Σούλας Μπόζη, Ελληνικά γράμματα, 2005. Γυρίζοντας σπίτι το παράτησα σε μια γωνιά έρημο και απροστάτευτο. Και μια από εκείνες τις αργόσυρτες καλοκαιρινές μέρες που δε λένε να δροσίσουν λιγουλάκι, διέκρινα τις συνταγές μόλις να εξέχουν κάτω από μια πλαστική σακούλα. Αντιπερισπασμός στον καύσωνα; Ποιος ξέρει γιατί το έπιασα και άρχισα να το ξεφυλλίζω, ο αποχαυνωμένος. Πολυτελείας χαρτί, ωραίες εικόνες που τραβούσαν το μάτι και που με άλλη θερμοκρασία σίγουρα θα σου έτρεχαν τα σάλια. Και οι συνταγές, που όπως λέει και ο υπότιτλος του βιβλίου, είναι από γυναίκες της Ανατολικής Θράκης, της Ιωνίας, της Καππαδοκίας και του Πόντου, ήταν γραμμένες σαν τηλεγραφήματα. Αυτό άλλοτε είναι καλό και άλλοτε δεν βοηθάει, ιδίως αν είσαι αρχάριος στην μαγειρική.
Το βιβλίο απλά το ξεφύλλιζα στην τύχη, σχεδόν αφηρημένος. Η τύχη άραγε ήταν αυτή μόνο που με ώθησε να σταματήσω στην 198η σελίδα; Ποιος ξέρει; Σ'αυτήν τη σελίδα λοιπόν με περίμενε ο παππούς μου με αρνάκι στη λαδόκολλα. Έμοιαζε με θαύμα αυτή η συνάντηση. Μιλάμε για μια έκπληξη πρώτου μεγέθους. Ανάμεσα λοιπόν στις γυναίκες με τις συνταγές ήταν και ένας άνδρας, ο Λάζαρος Παυλίδης από τη Μουταλάσκη. Τώρα, ακόμα και αν υπήρξε κι άλλος Λάζαρος Παυλίδης από τη Μουταλάσκη και αυτός έδωσε τη συνταγή του στην κα. Μπόζη, αποφάσισα στο φτερό και με πλήρη επίγνωση των συνεπειών του νόμου, ότι αυτός στο βιβλίο είναι ο παππούς μου. Που στη ζωή μου μια μόνο φορά τον είδα όταν ήμουν δέκα χρονών περίπου μέσα στο κεραμιδί παλτό του, αξύριστο και μισομεθυσμένο, πάνω στο καράβι. Είχε έρθει από την Νέα Αλικαρνασσό όπου ζούσε η μία του κόρη και πήγαινε στην Νέα Ιωνία Βόλου, όπου ζούσε η μεγάλη του κόρη. Με χάιδεψε, με κοίταξε για λίγο λοξά με τα γυαλιστερά μάτια του, και ύστερα έπιασε το μπίρι μπίρι στα τούρκικα με την μάνα μου. Μετά από λίγα χρόνια πέθανε κι η μάνα μου έκλαψε πολύ, αν και πολύ λίγο είχε ζήσει μαζί του αφού, όπως έμαθα πολλά χρόνια αργότερα, τα περισσότερα χρόνια της άγαμης ζωής της γύριζε με την μάνα της σε διάφορα μέρη της Ελλάδας για τα προς το ζην.
Στην συνταγή του παππού μου ανάμεσα στα υλικά ήταν και ο αρακάς. Και απ'όλα που διάβασα φαίνεται εκ του αποτελέσματος ότι αυτό μου είχε καρφωθεί. Για κάποιον λοιπόν αδιευκρίνιστο λόγο το Μεγάλο Σάββατο το μυαλό μου συσχέτισε τον αρακά με του παππού τη συνταγή. Στην απόφαση να κάνουμε του παππού, σκέφτομαι πως θα με σιγοντάρισε και μια επιθυμία για αλλαγή, τόσο ισχυρή όσο και η άλλη που μας σπρώχνει να τιμούμε την παράδοση. Με λίγα λόγια το φετινό Πάσχα φάγαμε κατσικάκι στη λαδόκολλα. Γλύφαμε και τα δάκτυλά μας. Φυσικά το συνοδέψαμε με πατάτες στο φούρνο, μαρουλοσαλάτα, τζατζικάκι και κόκκινα αυγά. Και κρασί άφθονο. Κάποια στιγμή μου φαίνεται ότι τσουγκρίσαμε και με τον απόντα. Να'σαι καλά παππού Λάζαρε, του είπα και σ'ευχαριστώ πολύ για τη συνταγή σου.
Τι άλλο με ανέβασε το φετινό Πάσχα; Δυο τηλέφωνα με φίλους, τα κόκκινα μπουμπούκια που πέταξε η τριανταφυλλιά μου μετά από πολλούς μήνες, το απογευματινό περπάτημα στο λιμάνι. Διάβασα και αρκετές σελίδες από το εξαιρετικό μυθιστόρημα του τουμπίστα Γιάννη Ζουγανέλη (Κοκκινόβραχος Αμφιάλης, 1938 - Ηλιούπολη, 2006) "Με δυο απλές γραμμές" (2004), που ο Οδυσσέας μας που μου το δάνεισε, το διάβασε μια κι έξω. Στο βιβλίο αυτό υπάρχει ένα απόσπασμα του Κωστή Παπαγιώργη στο οπισθόφυλλο. Γράφει λοιπόν ο Παπαγιώργης: "...Παρόμοια μορφή Έλληνα, ντόπιου βασάνη, που περνάει από του σκύλου το άντερο και κάθεται στα δέκα σκαμνιά, αλλά και αλαφροπάτητου που διαθέτει την ευφυία της καρδιάς και τη βαθιά αφέλεια του προικισμένου βιοπαλαιστή, δύσκολα συναντάμε. Ο Ζουγανέλης, πιθανότητα χωρίς να το επιδιώξει, συνέταξε ένα θαυμαστό εγκώλπιο ιθαγένειας". Για όσους δεν τον έχουν ακούσει, αναφέρουμε πως ο Ζουγανέλης υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή μια "απολύτως προσωπική υπόθεση αγάπης": την τούμπα. Υπήρξε ένας κορυφαίος τουμπίστας, αναγνωρισμένος σε παγκόσμιο επίπεδο. Φέτος το καλοκαίρι που κλείνουν δέκα χρόνια από το θάνατό του, σκεφτόμαστε ως Σταγόνα να του κάνουμε ένα μικρό αφιέρωμα. Ευκαιρία είναι και ο δήμος μας να διοργανώσει μία εκδήλωση γι'αυτόν μιας και ο εξαιρετικός αυτός μουσικός γεννήθηκε και μεγάλωσε στα μέρη μας.
Το βράδυ φάγαμε ελαφρά και είδαμε στην ΕΡΤ2 την "Νεμπράσκα" (2013), ένα ασπρόμαυρο φιλμ του Ελληνοαμερικανού Αλεξάντερ Πέιν. Με πλαίσιο τη ζωή στις μεσοδυτικές πολιτείες των Η.Π.Α και πατώντας σε μία εξαιρετική σχέση εικόνων με λόγο, αφηγείται καταστάσεις που φέρνουν κοντά έναν γέρο λούζερ με συμπτώματα Αλτσχάιμερ που νομίζει ότι έχει κερδίσει 1εκ.δολάρια, με τον μικρό γυιό του που τον νοιάζεται. Με έναν πολύ διακριτικό αλλά εύστοχο και υποβλητικό τρόπο ο Πέιν μιλάει για τα αληθινά και τα ψεύτικα συναισθήματα, για το φόβο του θανάτου και την πεζότητα της ζωής, για την μεγάλη ανάγκη να ειπωθούν τα πράματα με το όνομά τους την ίδια στιγμή που το παραμύθιασμα ως μια βασική ανάγκη διεκδικεί τα πρωτεία κι αυτό. Και είναι ο γυιος που φορτώθηκε το βάρος του πατέρα του σ'αυτήν την περιπέτεια, κάτι που προσωπικά αν και το ζήλεψα με γλύκανε. Αλλά φαίνεται, πως αν και ποτέ μου δεν μου πέρασε από το μυαλό κάτι ανάλογο, θα υπάρχει ως επιθυμία μέσα μου που όμως θα μείνει ανεκπλήρωτη. Ίσως να ήταν εξ αιτίας της μέρας που με άγγιξε ο Πέιν επιλέγοντας μια ανάσταση για τους ήρωές του, μια ανάσταση σεμνή και ταπεινή. Έτσι όμορφα γλίστρησα από την Νεμπράσκα στη Δραπετσώνα και με τις αγωνίες προσωρινά καταλαγιασμένες τρύπωσα στην αγκαλιά του Μορφέα, κάνοντας πριν ένα τελευταίο τσιγαράκι.
Η συνταγή:
1 κιλό κρέας από μπούτι αρνιού κομμένο σε μικρούς κύβους.
1 κιλό κρεμμύδια ψιλοκομμένα.
3 ντομάτες
3 πιπεριές
2 κουταλιές βούτηρο ( εμείς είμαστε του λαδιού)
1 ποτήρι αρακά βρασμένο
Ρίγανη, αλάτι, πιπέρι
2 μεγάλες λαδόκολλες
Αποβραδίς βάζουμε το κρέας σε λεκάνη, το πασπαλίζουμε με αλατοπίπερο και το σκεπάζουμε με τα ψιλοκομμένα κρεμμύδια.
Την επομένη πλένουμε και κόβουμε τις ντομάτες και τις πιπεριές σε μικρούς κύβους.
Απλώνουμε τις λαδόκολλες διπλές πάνω στο τραπέζι. Τοποθετούμε το κρέας με τα κρεμμύδια και από πάνω τις ντομάτες τις πιπεριές και τον αρακά. Πασπαλίζουμε με κομματάκια βούτηρου ( εμείς με λάδι) και ρίγανη.
Διπλώνουμε τις λαδόκολλες στα τέσσερα και δένουμε το πακέτο με διπλό σπάγγο.
Τοποθετούμε το φαγητό σε ταψί και το ψήνουμε στο φούρνο σε μέτρια φωτιά για 3 ώρες περίπου.
Η Μουταλάσκη.
Ότι ο παππούς μου ήταν από τη Μουταλάσκη (Ταλάς, στα τούρκικα) το είχα ακούσει μικρός από την θεία την Ε., μα μιας και δεν με ενδιέφεραν τότε τέτοια θέματα το είχα ξεχάσει. Πριν λίγα χρόνια μας το ξαναθύμισε ο ξάδελφος Σωκράτης. που έκατσε ο αθεόφοβος και έφτιαξε το γενεολόγικό μας δένδρο. Και τότε για πρώτη φορά έψαξα κι έμαθα τα βασικά γι'αυτήν. Η Μουταλάσκη λοιπόν της Καππαδοκίας, που ο εξελληνισμός της ξεκίνησε με τον Μ.Αλέξανδρο, από πολύ παλιά ήταν ένα κεφαλοχώρι έξω από την Καισάρεια. Σήμερα έχει πια ενωθεί με την πόλη, που ο πληθυσμός της ανέρχεται στο 1 εκ. περίπου. Το χωριό βρίσκεται σε υψόμετρο κοντά στα 1100μ. και στις αρχές του 20ου αιώνα το κατοικούσαν 1000 οικογένειες τουρκόφωνων ορθοδόξων (οι αποκαλούμενοι καραμανλήδες που έγραφαν τούρκικα με ελληνικούς χαρακτήρες), 800 οικογένειες μουσουλμάνων, 700 οικογένειες Αρμενίων και 10 οικογένειες προτεσταντών. Αν υπήρχαν και κοσμικοί Εβραίοι κι αν μια θάλασσα ήταν κοντά, θα πλησιάζε στο όνειρό μου αυτός ο τόπος. Από τότε ο πληθυσμός των Ορθοδόξων άρχισε να μειώνεται ραγδαία, γιατί αυτοί άρχισαν να φεύγουν οικογενειακώς πια για τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ανατολής, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, όπου βασικά ασχολιόντουσαν με το εμπόριο. Το 1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών, κατ'ευθείαν από τη Μουταλάσκη ήρθαν στην Ελλάδα μόνο 225 οικογένειες. Η Μουταλάσκη άρχισε να παίρνει τα πάνω της από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι πρώτοι μετανάστες που πλούτισαν στις μεγάλες πόλεις, επένδυαν στην κατασκευή πολυτελών κατοικιών στο χωριό τους. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο τις παλιές λαξευτές κατοικίες τους να τις χρησιμοποιούν πια ως κελάρια και αποθήκες. Από τότε το κεφαλοχώρι αυτό θεωρείτο ένα εξαιρετικό παραθεριστικό κέντρο εξ αιτίας του κλίματος του, του πολύ πράσινου, των πολλών τρεχούμενων νερών και των καλαίσθητων σπιτιών των Ελλήνων με τους ωραίους κήπους. Γι'αυτό τους λόγους αναφέρετο και ως Βερσαλλίες της Ανατολής. Από τη Μουταλάσκη καταγόταν η οικογένεια του Ωνάση και είναι η γενέτειρα του Αγίου Σάββα.