Το μονόπρακτο «Η Δημοπρασία» που γράφει ο Τσιώλης μέσα στην οικονομική κρίση και ολοκληρώθηκε το 2015, παρουσιάζει ξανά τον δημοπράτη Αριστείδη, που μένει με τη μάνα του και κάνει την πρώτη του ζωντανή τηλεοπτική δημοπρασία.
Ο πάντοτε απολαυστικός συνομιλητής και πολυπράγμων Αργύρης Μπακιρτζής, του οποίου τις ερμηνείες έχουμε συνδέσει αγαπημένες ταινίες του Τσιώλη, μιλάει στο tvxs με αφορμή την παράσταση.
H σχέση σας με τον Σταύρο Τσιώλη ξεκινάει από την ταινία «Έρωτας στη χουρμαδιά». Τι ήταν αυτό που σας ένωσε ώστε να συνεχίσετε να πορεύεστε μαζί τα επόμενα χρόνια;
Νομίζω ότι ο Τσιώλης αντιλαμβανόταν την πολύ θετική μου ανταπόκριση στα κείμενα των ρόλων των ταινιών του, σε σημείο να μην ξέρω με ποιόν ρόλο να ταυτιστώ περισσότερο. Πιθανόν έπαιξαν ρόλο τα τραγούδια μου, αφού μέσ’ απ’ αυτά με γνώρισε αρχικά, καθώς και η φωνή μου που μπορούσε μια ερμηνεία δραματική να την οδηγήσει σε κωμικό αποτέλεσμα.
Ίσως μια θεατρικότητα την οποία ουδέποτε επιδίωξα, μια και δεν ερμήνευα ποτέ τους ρόλους μου, τους έπαιζα με τον τρόπο που αντιμετωπίζω την καθημερινότητά μου και λειτουργώ με τους φίλους μου. Ακόμη, ταίριαξα εξαιρετικά με τους στενούς συνεργάτες του Χρήστο Βακαλόπουλο και Βασίλη Καψούρο. Ο πρώτος, που αργότερα με ένιωθε σαν τον μεγαλύτερο αδερφό που δεν είχε κι εγώ σαν μικρότερο, από πιο παλιά ερχόταν στις συναυλίες μας και επικροτούσε δυνατά, πριν γνωριστούμε, τα μεταξύ των τραγουδιών λεγόμενά μου.
Ο δεύτερος, απ’ την πρώτη στιγμή με πήρε με καλό μάτι γιατί στα γυρίσματα δεν ανοιγόκλεινα τα βλέφαρα, όχι επίτηδες, και γιατί όταν στεκόμουν όρθιος λύγιζα ασυναίσθητα τα γόνατά μου, σαν έτοιμος για καουμπόϊστικη μονομαχία.
Με λίγα λόγια, μεταξύ και των τεσσάρων του επιτελείου του υπήρχε ένα ταίριασμα και μια αλληλοκατανόηση. Τέλος, δεν ήταν λίγο που, αν και ερασιτέχνης, ήμουν ηθοποιός της πρώτης λήψης, μια εποχή που οι ταινίες γυρίζονταν με φιλμ που δεν κόστιζε και λίγο, οικονομικός για τις χαμηλού προϋπολογισμού ταινίες του.
Όσοι και όσες αγαπήσαμε τις ταινίες του λέμε σήμερα ότι μας λείπει το βλέμμα του. Πως θα χαρακτηρίζατε εσείς το βλέμμα αυτό;
Θα ήταν σαν να τον «υπερασπίζομαι» και έμμεσα τον εαυτό μου, οπότε προτιμώ να μην απαντήσω.
Ποια ήταν η πιο περιπετειώδης στιγμή της συνεργασίας σας;
Την «πιο», αδυνατώ να την εντοπίσω, όμως θα ψάξω για μερικές. Πριν απ’ όλα να πω ότι τα γυρίσματα μαζί του ήταν για όλους μια μεγάλη περιπέτεια, εκτός βέβαια απ’ αυτούς που είναι απόλυτα προσηλωμένοι στον εαυτό τους.
Όταν έπαιζα πολύ καλά, με έκοβε αποκαλώντας με Ντε Νίρο. Επειδή κουβαλούσα μεγάλη βαλίτσα, Υβόν Σανσόν. Με απέλυσε, έχοντας γυρίσει το 80% της «Χουρμαδιάς», στο οποίο ήμουν σχεδόν συνεχώς παρών, μετά το ξέχασε.
Όταν, ένα-δύο μήνες μετά το τέλος των γυρισμάτων μιας ταινίας, συναντηθήκαμε στο σπίτι του Βακαλόπουλου κι εμείς ήμασταν χαρούμενοι και σχεδόν συγκινημένοι που θα βλεπόμασταν μετά τον απότομο χωρισμό μας, αυτός μας έβαζε τις φωνές γιατί έβλεπε επί ένα μήνα τα λάθη μας κάνοντας το μοντάζ.
Όταν με τον αείμνηστο Λάζαρο Ανδρέου του προτείναμε, χαράματα, μια σκηνή, αφού τη γυρίσαμε, θεώρησε πως τον καταστρέψαμε γιατί δεν γινόταν να συνδεθεί με την υπόλοιπη ταινία και ούτε να κοπεί, και διέκοψε δραματικά το γύρισμα για δυο μέρες, για να έχει αυτή η σκηνή τη μεγαλύτερη επιτυχία σε όλες της προβολές της ταινίας.
Πήγε ένα βράδυ σ’ ένα σκυλάδικο, όπου έμεινε τέσσερις ώρες και την άλλη μέρα μας περιέγραψε πως πέρασε, περίπου σε τέσσερις ώρες. Οι συναντήσεις μας διαρκούσαν συνήθως γύρω στις δέκα ώρες. Το ότι, στον «Χουρσίτ πασά», στο πρόσωπο μιας ροδίτισσας, όπως έμαθα αργότερα πλαγίως, μας είπε ότι βρήκε το αρχέτυπο της μανιάτισσας, το θεώρησα ένδειξη υψηλού καλλιτεχνικού ενστίκτου. Θα μπορούσα να σας μιλάω για ώρες απαντώντας σ’ αυτή την ερώτησή σας.
Είπατε σχετικά με τη «Δημοπρασία» πως την πηγή της έμπνευσης του συγκεκριμένου μονόπρακτου που γράφτηκε μέσα στην οικονομική κρίση και ολοκληρώθηκε το 2015 την είχατε μοιραστεί μαζί του. Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια για την αφορμή που το γέννησε και τον ρόλο του ήρωα, αυτού του δημοπράτη της τηλεόρασης;
Αυτόν τον αξιομνημόνευτο δημοπράτη που αναφέρετε, τον περιγράφει χαρακτηριστικά η Κατερίνα, κόρη του Τσιώλη, στο β΄ μέρος της συνέντευξής μου προ ημερών στον ιστότοπο ROSA. Νόμιζα πως ήταν αυτός που μου είχε αποστείλει ο Σωτήρης Κακίσης σε βιντεοκασέτα, που ψάχνω και δεν βρίσκω στα πράγματά μου.
Τελικά θυμήθηκα ότι αυτός που ψάχνω δεν ήταν δημοπράτης, αλλά αυτός ο ίδιος ο Βασίλης Λεβέντης , τον οποίο απολαμβάναμε στις εκπομπές του στην τηλεόραση και φαντάζομαι ότι κι αυτός , όπως και άλλα πρόσωπα ανάλογων εκπομπών, δημοπράτες ή μη, αποτέλεσαν πηγές έμπνευσης για τον Τσιώλη.
Τότε, γύρω στο 1990, μαζευόμασταν στο σπίτι του Κακίση στα Ιλίσια, πλην του ιδίου, ο Πανουσόπουλος, εγώ και οι αείμνηστοι πλέον Βακαλόπουλος, Σαρρής, Τσιώλης, Τζιμάκος, Χουλιαράς, ίσως και κάποιοι άλλοι μερικές φορές, και βλέπαμε ποδόσφαιρο, μπάσκετ, ταινίες απ’ την πλούσια συλλογή του και κάποιες φορές δημοπρασίες.
Η δημοπρασία είναι μια έννοια που έχει με κάποιον τρόπο συνδεθεί με την Ελλάδα των απανωτών κρίσεων;
Υποθέτω πως ναι, αφού σήμερα ξεπουλιούνται τα πάντα, όχι βέβαια χωρίς γενναίο ποσοστό των δημοπρατών. Εδώ αναρωτιόμαστε συνέχεια ποιό κομμάτι του εαυτού μας έχει σειρά να δημοπρατηθεί.
Διάβασα ότι ετοιμάζετε με τους Χειμερινούς Κολυμβητές δίσκο με τραγούδια του μεσοπολέμου. Τι σας γοητεύει από τη μουσική σκηνή της περιόδου και ποια τραγούδια επιλέξατε;
Δεν έχουν σχέση οι Χ.Κ. Πρόκειται για μια σειρά τραγουδιών παιγμένα σε πιανόλα (μηχανικό πιάνο), τα περισσότερα απ’ τον σημαντικότερο ίσως σήμερα πιανολίστ στον κόσμο, τον Bob Berkman, τα οποία ανακάλυψε, ερεύνησε και επιμελείται την έκδοσή τους σε δίσκο απ’ τις ΠΕΚ ο μουσικολόγος Νίκος Διονυσόπουλος.
Ο ήχος της πιανόλας, με μάγεψε απ’ την πρώτη στιγμή που τον άκουσα και ενώ ο Ν.Δ. μου πρότεινε να τραγουδήσω δύο τραγούδια, δεν μπόρεσα να μην ηχογραφήσω με την Τότα Ευλαβή και τα δεκαεννιά που είχε επιλέξει. Η πιανόλα, ο ήχος της οποίας αναπαράγεται μέσω χάρτινων διάτρητων ρολών, έπαψε σταδιακά να χρησιμοποιείται με την εμφάνιση των γραμμοφώνων.
Το πολύ ενδιαφέρον και κατά τη γνώμη μου απολαυστικό αυτό υλικό παρουσιάστηκε μία φορά στο Φεστιβάλ της ΑΞΙΟΘΕΑΣ του Πανεπιστημίου της Κύπρου στη Λευκωσία και σκεφτήκαμε να το παρουσιάσουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Φεστιβάλ Αθηνών, πιο πολύ από περιέργεια, να δούμε αν είμαστε αποδεκτοί, όμως, όπως συνέβη τα τελευταία χρόνια με όλες τις προτάσεις των Χειμερινών Κολυμβητών και άλλων συγκροτημάτων που συμμετέχω, δεν ενδιέφερε τους ιθύνοντες.