Παρασκευή, 25 Οκτωβρίου 2024 19:09

Φανί Αρντάν: «Σκυλάκι δεν είμαι, προτιμώ να παραμείνω λύκος»

Επιλέγουσα ή Συντάκτρια 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

lifo5Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος. Πολυσχιδής και ανήσυχη, η Φανί Αρντάν δεν δίνει απλώς μια ωραία συνέντευξη αλλά ξαναζεί κομμάτια της ζωής και της καριέρας της, με αφορμή την όπερα «Αλέκο» του Σεργκέι Ραχμάνινοφ που σκηνοθετεί για την Εθνική Λυρική Σκηνή.

Πάντα κομψή και υπέροχα παραστατική, ένα αιώνιο κορίτσι 75 ετών, βραβευμένη με 2 Σεζάρ αν και σταθερά εκτός της πεπατημένης των τυπικών σταρ της Γαλλίας από καλλιτεχνική επιλογή και έμφυτη φιλομάθεια, πολυσχιδής και ανήσυχη, η Φανί Αρντάν δεν δίνει απλώς μια ωραία συνέντευξη αλλά ξαναζεί κομμάτια της ζωής και της καριέρας της, απλόχερα προσφέροντας γνώσεις και απόψεις χωρίς κοινωνικό φίλτρο και περιττούς ακκισμούς.

Τελευταία μούσα του Φρανσουά Τριφό, αξέχαστη Εύα στο Ευτυχώς που δεν είσαι γυναίκα, μία από τις 8 Γυναίκες του Φρανσουά Οζόν, ασυναγώνιστη Μαριάν στο Belle Epoque, η Γαλλίδα ηθοποιός και σκηνοθέτις βρίσκεται στην Αθήνα για να ανεβάσει την όπερα «Αλέκο» του Σεργκέι Ραχμάνινοφ για την Εθνική Λυρική Σκηνή και δεν θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας παρά από τη Μαρία Κάλλας, που μάλιστα υποδύθηκε δύο φορές.

— Ακούστε σύμπτωση: πριν από λίγες ημέρες συνάντησα την Αντζελίνα Τζολί στο Λονδίνο με την ευκαιρία της νέας της ταινίας «Μαρία» με θέμα τις τελευταίες ημέρες στη ζωή της Μαρίας Κάλλας. Όσο μιλούσαμε, αλλά και καθώς παρακολουθούσα για πρώτη φορά την ταινία στην πρεμιέρα της στη Βενετία, θυμόμουν συνεχώς αυτό που, αν δεν απατώμαι, είχε πει σ' εσάς ο Φράνκο Τζεφιρέλι σε μία από τις δύο ταινίες που υποδυθήκατε την Ελληνίδα σοπράνο πως καμία ηθοποιός αγγλοσαξονικής καταγωγής δεν πρέπει να ενσαρκώσει την Κάλλας, μόνο γυναίκα με καταγωγή από τη λεκάνη της Μεσογείου.
Όντως αυτό είχε πει, και, σωστά, το είχε πει σ' εμένα.

— Τι εννοούσε; Υπάρχει εξήγηση ή μιλούσε για κάτι καλλιτεχνικό και ίσως αναπόδεικτο;
Νομίζω πως αναφερόταν στη σκέψη και την αίσθηση μιας τέτοιας γυναίκας, ξέρετε, στις γενναιόδωρες κινήσεις που μια Ιταλίδα, μια Ισπανίδα, μια Ελληνίδα, ίσως και μια Τουρκάλα είναι σε θέση να κάνει. Ήθελε να βλέπει το αίμα να κυλάει, μια αγριάδα, την έκφραση του ενστίκτου, όπως στην περίπτωση της Μήδειας, και όχι κάποια να πιάνει το κεφάλι της και να λέει «Oh my God» και τέτοια.

— Το ίδιο δεν ισχύει, άλλωστε, για τον διαχωρισμό ψυχολογικού θεάτρου και αρχαίας τραγωδίας; Δεν οφείλουμε να αναλύουμε φροϊδικά τους ήρωες αλλά να συνομιλούμε με το θείο, από μέσα, υπερβατικά σε έναν βαθμό. Και τεχνικά υπάρχουν σημαντικές διαφορές, φαντάζομαι.
Απολύτως. Γι’ αυτόν τον ανοιχτό διάλογο με τον Θεό δεν αποκάλεσαν την Κάλλας «La Divina»; Ας ξεχάσουμε για λίγο την κοινωνική της ζωή, το δράμα και τους παπαράτσι. Πριν από την έλευσή της, το belcanto ήταν κάτι σαν ευχάριστο τιτίβισμα. Έφερε επανάσταση στην όπερα. Έδωσε την ψυχή της σε άριες που ήταν σπουδαίες ούτως ή άλλως, αλλά εκείνη τις έβγαζε από τα σωθικά της. Η όπερα μπορεί να γίνει εξαιρετικά βαρετή, ωστόσο, αν κάποιος βάλει φωτιά, όπως η Κάλλας, ο συνδυασμός πρόζας, τραγουδιού και ψυχής αποκτά τρομερό ενδιαφέρον. Αυτά συνθέτουν το φαινόμενο Κάλλας, γιατί η έννοια της τραγουδίστριας της όπερας είναι βασικά ένα κλισέ, μια επίδειξη τεχνικής αρτιότητας σε αργή κίνηση. Η Κάλλας δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένη με τον εαυτό της, είχε μια συνεχή ανησυχία και, όπως έλεγε, οφείλουμε να θεωρούμε ό,τι κάνουμε ως μια πρόβα. Όταν τελείωνε μια παράσταση, ακόμα κι αν η αίθουσα παλλόταν ντελιριακά, έδινε ραντεβού την επομένη για διορθώσεις και πρόβες από την αρχή. Αυτός ήταν ο λόγος που απελπίστηκε όταν έχασε τη φωνή της. Κάηκε.

— Ενσαρκώσατε δύο φορές την Κάλλας στην οθόνη. Τι κρατάτε από αυτήν;
Την εργατικότητα και την ταπεινότητά της. 

— Η ταπεινότητα δεν είναι η πρώτη λέξη που μας έρχεται στο μυαλό όταν σκεφτόμαστε την Κάλλας.
Κι όμως! Η καλλιτεχνική της μετριοφροσύνη συνίσταται στην απουσία του θεϊκού στοιχείου που λέγαμε όταν το έργο τελειώνει. Ένας καλλιτέχνης σε διάλογο τέτοιου βαθμού δεν υφίσταται χωρίς τον Θεό με τον οποίο συνομιλεί. Είχε συνείδηση πως αν δεν τη διαπερνά κάτι τέτοιο, τα υπόλοιπα είναι bullshit. Γνωρίζω, φυσικά, την τεχνική του Actors’ Studio. Θεωρώ ωστόσο πως η τέχνη εσωκλείει περισσότερο μυστήριο απ' ό,τι επιτρέπει ο τεχνικός τεμαχισμός ενός ρόλου. Όσο περισσότερο ψυχαναλύουμε έναν χαρακτήρα, τόσο υψηλότερο είναι το εμπόδιο που ορθώνουμε στα αισθήματά του. Όσο περισσότερα γνωρίζουμε γι’ αυτόν, όλο και μοιάζουμε περισσότερο με μπακάληδες: ορίστε τα μήλα, πάρτε και λίγο ψωμί, βάλτε και μισό κιλό λαχανικά. Ουδέποτε με συνεπήρε αυτή η μέθοδος

— Πιστεύετε πως πρέπει να αφήνουμε την τύχη να ορίζει τη διαδρομή μας;
Να σας πω. Υπάρχει μια γκρίζα ζώνη στην οποία πιστεύω πως παρεμβαίνει όταν ένας ηθοποιός ξέρει πολύ καλά τα λόγια του και τότε επιτρέπει να τον διαπεράσει οτιδήποτε προκύψει. Γίνεται διαθέσιμος. Είναι το κλασικό που λένε για το θέατρο, μα πώς μπορείτε κάθε βράδυ να ξεκινάτε εκ νέου για να επαναλάβετε τις ίδιες λέξεις; Μα δεν είναι ποτέ το ίδιο. Ο άνεμος φυσά από διαφορετική κατεύθυνση και ο κεραυνός πέφτει σε άλλο σημείο, αν το επιτρέψεις στον εαυτό σου. 

— Να υποθέσω πως πιστεύετε στον αόρατο κόσμο;
Ναι, πολύ! Όταν ήμουν μικρή και φοιτούσα στις καλόγριες στο Μονακό, απαγγέλλαμε καθημερινά το Πιστεύω και στην αρχή έλεγε: «Ποιητή ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων».

— Και το εμπεδώσατε!
Οριστικά και αμετάκλητα! Αφού στην ίδια γραμμή έβαζε μαζί τους ζωντανούς και τους νεκρούς, ό,τι φαίνεται και όσα δεν μπορούμε να δούμε! Μου έδωσε τέτοια δύναμη ο στίχος αυτός. Όποτε βλέπω κάποιον να κλαίει γιατι έχει φύγει από τη ζωή ένας δικός του άνθρωπος, τον παρηγορώ, γιατί πιστεύω πως όσοι αγαπάμε δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ. Κι όταν ένας ηθοποιός ετοιμάζεται να πει τις ατάκες του στον σκηνοθέτη μπροστά στις κάμερες ενός κινηματογραφικού συνεργείου, με το άκουσμα του action όλα θα αλλάξουν. Σημασία έχει ο τρόπος, όχι οι λέξεις που έχει προετοιμάσει. Τόσες φορές έχουμε δει τον Ναπολέοντα ή τον Κόμη Μοντεχρίστο στο σινεμά, αλλά όταν έρθει ένας καινούργιος Ιούλιος Καίσαρας ένας ηθοποιός θα τον μεταφράσει με το δικό του ταμπεραμέντο.

— Αγαπάτε τόσο πολύ τους ηθοποιούς λοιπόν!
Ναι. Όταν παρακολουθώ μια ταινία, δεν με νοιάζει καθόλου αν μιλάνε άσχημα ή τι λένε ακριβώς, το βλέμμα μετράει, στα μάτια τους κοιτάζω για να καταλάβω τι εννοούν. Πηγαίνω συχνά στο θέατρο και συνήθως βαριέμαι, ωστόσο τη στιγμή που ανάβει μια φλόγα στη σκηνή, δεν την ξεχνώ ποτέ. Η συνθήκη βρίσκεται εκεί, ανάμεσα στον θεατή και στους ηθοποιούς, το γνωρίζει προκαταβολικά ο θεατρόφιλος, συνεπώς από ένα σημείο κι έπειτα ξεκινά ένα ταξίδι μέσα στο έργο που μπορεί να αποκτήσει μαγεία. 

—Όχι όπως παλιά, αλλά πρόσφατα μου έτυχε το ακριβώς αντίθετο. Από ένα όχι και τόσο βαθύ και καλογραμμένο μυθιστόρημα, το «Disclaimer» της Ρενέ Νάιτ, το φινάλε του οποίου μάλιστα διάβασα για να μην εμπλακώ στον αποπροσανατολιστικό πειρασμό της ανατροπής στην πλοκή, προέκυψε μια καταπληκτική μίνι σειρά, ακριβώς γιατί ο σκηνοθέτης, ο Αλφόνσο Κουαρόν, διέκρινε τη διφορούμενη έννοια της θυματοποιημένης σύγχρονης γυναίκας και την απέδωσε με την κινηματογραφική δύναμη των διαφορετικών υποκειμενικών αφηγήσεων. Ένα μέτριο έργο αναβαπτίστηκε από έναν πραγματικό δημιουργό.

Μπορεί να συμβεί και το αντίστροφο, όντως, αν βέβαια υπάρχει το υλικό και ένας καλλιτέχνης μπορεί να το εντοπίσει.

— Αναφερθήκατε στον Πούσκιν, που είναι η βάση της όπερας που σκηνοθετείτε στην Αθήνα, του «Αλέκο» του Σεργκέι Ραχμάνινοφ. Το προφέρω σωστά;
Στα ρωσικά προφέρεται «Αλιέκο». Είναι ανδρικό όνομα.

— Τι σας ενέπνευσε να το μεταφέρετε στη σκηνή; Παραπάνω από ένας λόγος, φαντάζομαι…
Τρεις είναι οι λόγοι: η αγάπη μου για τον Πούσκιν, η αγάπη μου για τους τσιγγάνους και η αγάπη μου για την ελευθερία και το πάθος.

— Που προέρχεται από την αδέσμευτη αυθάδεια των τσιγγάνων, κυρίως;
Ακριβώς. Μάλιστα ο Προσπέρ Μεριμέ ήταν εκείνος που μετέφρασε τη νουβέλα «Τσιγγάνοι» του Πούσκιν, δηλαδή ο συγγραφέας της «Κάρμεν» που γνωρίζουμε από την όπερα του Μπιζέ. Όταν ξεκίνησα να σκηνοθετώ μικρού μήκους, πάντα προσπαθούσα να εντάξω την κοινότητα των τσιγγάνων, μια κοινωνία έξω από την ιεραρχία. Ανέκαθεν με είλκυαν οι νομάδες, όσοι δεν νοικοκυρεύονται στα κουτάκια τους, με τα λίγα σπίτια στους δρόμους τους. Μόνο οι τσιγγάνοι έχουν απομείνει να περιφέρονται, εκτός από κάποιους πληθυσμούς σε ερημικές περιοχές, και μου αρέσει πάντα η αυτονομία και οι κώδικές τους, οι ομάδες που σχηματίζουν εναντίον της αστυνόμευσης, τους κράτους και των νόμων, δεν είναι σαν τα σκυλάκια που υπακούν τους κανόνες. Και ο Πούσκιν τους λάτρευε, κόντρα σε μια τσαρική κοινωνία σφιγμένη στον κορσέ της. Σύχναζε σε καμπαρέ για να απολαμβάνει τις τσιγγάνες που χόρευαν. Στα μάτια του αντιπροσώπευαν τον τρελό έρωτα και το θράσος.

— Εσείς είστε «τσιγγάνα» ή απλά πολύ θα το θέλατε;
lifo6Εγώ έχω παραμείνει ανένταχτη, και έχω πληρώσει το τίμημα της ελευθερίας

— Πώς;
Έλεγα πάντα τη γνώμη μου, δεν έχω χαϊδέψει τ' αυτιά κανενός. Μικρή προσπάθησαν να με σωφρονίσουν, γιατί είχα βίαια ξεσπάσματα, χτυπούσα συμμαθήτριές μου· με έδιωξαν από πολλά σχολεία

— Η εικόνα σας προδιαθέτει για το εντελώς αντίθετο
Το γνωρίζω (γελάει). Διότι έλεγαν πως αυτή είναι μια αστή που καπνίζει κομψά, αλλά niet, δεν υπήρξα ποτέ η γυναίκα που κάποιοι έχουν στο μυαλό τους. Κι όταν ο Γιώργος Κουμεντάκης με ρώτησε τι θα ήθελα να σκηνοθετήσω, απάντησα πως θα ήθελα να ανεβάσω μια όπερα που δεν έχω ποτέ δει στη σκηνή. 

— Είχα την εντύπωση πως ήταν δική σας πρόταση. 
Όχι, είχα την επιλογή και ενός άλλου έργου, πιo πολύπλοκου, του «Life with an idiot» του Ρώσου Αλφρέντ Σνίτκε και, ψάχνοντας, βρήκα τον Ραχμάνινοφ. Ούτως ή άλλως, δεν είναι η κύρια δουλειά μου η όπερα, ούτε καν η σκηνοθεσία. Ηθοποιός αισθάνομαι, και είμαι. Και για το θέατρο δεν θα μπορούσα ποτέ να σκηνοθετήσω. Από ζήλια, θα ήθελα διακαώς να ανεβώ στη σκηνή να παίξω. 

— Όπως μερικοί προπονητές στα ομαδικά σπορ.
Ακριβώς έτσι, σαν αυτούς που διακατέχονται από μια παρόρμηση να κλοτσήσουν πρώτοι και καλύτεροι την μπάλα. Στην όπερα δεν νιώθω τον πειρασμό, λόγω των τραγουδιών. 

— Φοβάστε όταν σκηνοθετείτε όπερα;
Σύγκορμη! Στις πρόβες βιώνω μια τρέλα. Το παράδειγμα που μπορώ να δώσω είναι η σκηνή στον Αντρέι Ρουμπλιόφ του Ταρκόφσκι όταν ένας άνδρας βάζει τα δυνατά του να χτυπήσει τις καμπάνες και, όταν τα καταφέρνει και ο ήχος τους δονεί όλο το χωριό, εκείνος πέφτει στο πάτωμα σπαράζοντας στο κλάμα και λέει, «δεν ήξερα να φτιάχνω τις καμπάνες». Ούτε κι εγώ ξέρω πώς! Όταν ενορχηστρώνω δεκάδες ανθρώπους, κατά την προετοιμασία αναρωτιέμαι che cosa faccio, αλλά επικρατεί η ορμή που με ξεβολεύει και ενεργοποιείται κάτι στο πάνω μέρος του κεφαλιού μου που το λέω «πικ πικ», δεν μπορώ να σας το εξηγήσω, κάτι εκτός της πεπατημένης, όχι νορμάλ πάντως (γελάει). Όταν βρίσκομαι σε ένα κινηματογραφικό πλατό, προστατευμένη από τον ρόλο μου, δεν μου καίγεται καρφί. Εδώ με νοιάζουν τα πάντα, και πολύ. 

— Μη μου πείτε πως σας έχει περάσει από το μυαλό το σύνδρομο του απατεώνα;
Γιατί όχι; Όλοι οι υγιείς άνθρωποι φοβούνται μήπως δεν είναι ικανοί και βασικά προσπαθούν να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Αναρωτιέστε μήπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διακατέχεται από αυτό το σύνδρομο;

— Ο δικός σας Πρόεδρος;
Όλοι. (γελάει)

— Παρακολουθώντας σας, εκτός από το να σας ακούω προσεκτικά, βλέπω πως είστε άλλος άνθρωπος σε σύγκριση με τις τηλεοπτικές σας συνεντεύξεις, όπου μετράτε περισσότερο τα λόγια σας αλλά και τις κινήσεις σας.
Αλήθεια είναι. Και μου συμβαίνει όποτε κάποιος θέλει μια φωτογραφία μαζί μου. Λέω, «μα γιατί, δεν είναι ανάγκη». Είναι μέρος μιας γενικότερης φιλοσοφίας μου ίσως, πως δεν μένει τίποτε τελικά. Ποιος να φανταζόταν πως ολόκληροι πολιτισμοί θα εξαφανίζονταν, οι Βαβυλώνιοι, οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Δοκιμάστε να πείτε στους Αμερικανούς πως δεν θα υπάρχουν μετά από μια ατομκή βόμβα, δεν θα σας πιστέψουν! Τα έργα που αγαπάμε με πάθος, χωρίς εμάς να τα απολαμβάνουμε, δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Ποιο είναι το νόημα μιας αποτύπωσης; Κανένα. Σημασία έχει τι κάνουμε τώρα. Δεν είχα ποτέ την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας μέσα από το σινεμά γιατί είχα διαβάσει πολλή Ιστορία μικρότερη και έβλεπα πως απομένουν κάποια ψήγματα κουλτούρας για να μελετήσουμε. Σε προβολές της Ταινιοθήκης δεκαπεντάχρονοι θεατές δεν γνωρίζουν τον Ρόμπερτ ντε Νίρο και συνάδελφοί μου δεν έχουν ακούσει ποτέ την Άννα Μανιάνι – ποιος θα το φανταζόταν! Πίστευα πάντα στην αίσθηση του τέλους, και του εφήμερου, γι’ αυτό και χαιρόμουν τη στιγμή, ειδικά όταν γύριζα ταινίες. Δεν χαραμίζω ούτε ένα λεπτό, είναι σαν τις καλύτερες διακοπές, ποιος ο λόγος να έχεις μούτρα και να σπαταλάς τη διάθεσή σου σαν να φοιτάς σε καταναγκαστικό σχολείο;

— Αυτό που μένει για εσάς είναι η ζωή που ζήσατε;
Ναι. Για παράδειγμα, δεν έχω παίξει σε ταινία ή θεατρικό που δεν ήθελα. Ποτέ! Η μοναδική μου πολυτέλεια είναι η ελευθερία μου. Τα χρήματα, που μου έλεγαν πως θα αποκτήσω αν έκανα κάποιες ταινίες, δεν τα αλλάζω με τη χαρά. Προφανώς έκανα και κάποιες κακές ταινίες ή που δεν δούλεψαν εμπορικά – δεν πειράζει καθόλου, τι να κάνουμε. Αλλά όσο διαρκούσαν τα γυρίσματα, ήμουν το όνειρο του σύμπαντος. «Σκέψου τα παιδιά σου, δέξου να κάνεις ένα διαφημιστικό», μου έλεγαν όταν ήμουν νέα. Γιατί; Τα παιδιά μου είχαν να φάνε και να ντυθούν και να πάνε στα σχολεία τους. Η μπολσεβίκικη πλευρά μου αντιστεκόταν σθεναρά, γιατί το να πεις «ναι» σε κάποιον που θέλει να αγοράσει την εικόνα σου είναι επαίσχυντο. 

— Στα φοιτητικά μου χρόνια σάς πρωτοείδα στη «Γυναίκα της διπλανής πόρτας». Αποκάλυψη, αξέχαστη. Τι έκανε τον Φρανσουά Τριφό να ξεχωρίζει από τους άλλους;
Δεν είμαι θεωρητικός και δεν μπορώ να σας πω τι ακριβώς. Αυτό που ξέρω είναι πως ο κοινός παρονομαστής ανάμεσα σε όλους τους μεγάλους σκηνοθέτες με τους οποίους έχω συνεργαστεί είναι το πάθος τους, η λαχτάρα τους να μη χάσουν ούτε ένα δημιουργικό λεπτό, το ότι πάντα προσπαθούν να αξιοποιήσουν με σεβασμό τον χρόνο και τους ηθοποιούς τους. Ο Φρανσουά ήταν ένα παιδί που έψαχνε και ρωτούσε να μάθει σαν να ήταν η πρώτη του φορά, λες κι έπαιζε με τους συμμαθητές του βόλους στην αυλή του σχολείου. Δεν θεωρούσε τίποτα δεδομένο, και δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από έναν σκηνοθέτη που σου υπενθυμίζει πως έχει 20 ή 30 χρόνια καριέρας. Αν και τραγική ιστορία αγάπης, η «Γυναίκα της διπλανής πόρτας» ήταν μια διασκεδαστική εμπειρία γιατί ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ μας αφηγούνταν σπαρταριστά ανέκδοτα και γελούσαμε συνέχεια στα breaks, το ίδιο και ο Τριφό, αλλά αμέσως χτυπούσε παλαμάκια και μας έλεγε, «ελάτε τώρα, ώρα για πλάνο» και αμέσως πλαντάζαμε στο κλάμα. Εμείς παίζουμε, οι Άγγλοι υποδύονται. Μεγάλη διαφορά.

— Στο μεταξύ, πέρασαν δεκαετίες, μεσολάβησαν εξήντα ταινίες και σας συνάντησα πέρσι στη Βενετία για μια μικρή συνέντευξη με αφορμή την τελευταία ταινία του Ρόμαν Πολάνσκι. Και όταν ζήτησα τη γνώμη σας για το σκάνδαλο γύρω από αυτόν, μου είπατε πως πρέπει να στεκόμαστε δίπλα στους φίλους μας.
Αυτό είπα. Ο Ρόμαν είναι φίλος μου. Ήταν ο πρώτος που με σκηνοθέτησε ως Κάλλας για το θέατρο, πριν από τον Τζεφιρέλι. Έμαθα πολλά από τις οδηγίες του. Κάναμε παρέα μέσω ενός κοινού φίλου, επίσης Πολωνοεβραίου, γνώρισα και την Εμανιέλ Σενιέ, περάσαμε πολύ χρόνο μαζί. Και όταν ήρθε η καταστροφή γι’ αυτόν στη Γαλλία, τον στήριξα, όχι γιατί είμαι επαναστάτρια αλλά γιατί είναι φίλος. Το ίδιο συνέβη και με τον Ντεπαρντιέ και τα προβλήματα που αντιμετώπισε. Και όταν κάποιοι μού είπαν πως δεν θέλουν να συνεργαστούν μαζί μου λόγω της στάσης μου, το ίδιο μου έκανε. Σκυλάκι δεν είμαι, προτιμώ να παραμείνω λύκος. 

— Έχετε πει πως προτιμάτε να σας ακούνε παρά να σας βλέπουν. Έχοντας παραδεχθεί πως η βασική σας ιδιότητα είναι αυτή της ηθοποιού, η αντίθεση είναι παραπάνω από προφανής. Στα ελληνικά το λέμε οξύμωρο.
Πρόκειται για μια θανάσιμη αντίφαση (γελάει). Η πλευρά της ηθοποιού που κάνει τη χαριτωμένη και ποζάρει, προβάλλοντας την εικόνα της, δεν με αφορά. Αντίθετα, όποτε μιλάω, είμαι ο εαυτός μου: δεν έχω πει τίποτε που δεν εννοώ αληθινά. Και στη δουλειά μου επιλέγω ρόλους που αγαπώ, ακόμη και αν είναι τέρατα ή τους αντιπαθεί ο θεατής. Βρίσκω κάτι να μου αρέσει. Πλήττω με γυναίκες εξουσίας, τις βρίσκω αδιάφορες. Και για να σας απαντήσω, από τη στιγμή που σε δουν, πέθανες. Όσο σε ακούνε, είσαι ακόμα ζωντανή! 

Πηγή: lifo.gr/culture/theatro

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 25 Οκτωβρίου 2024 22:15

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση