Το "Υπέροχες Μέρες" είναι μία από τις καμιά δεκαριά ταινίες που με άγγιξαν στην φετινή κινηματογραφική σεζόν και άφησαν ένα χρυσό ίχνος μέσα μου. Το ένα ωραίο της είναι ότι την ταινία αυτή που εξελίσσεται στο Τόκιο τη σκηνοθέτησε ο σπουδαίος Γερμανός σκηνοθέτης Βίμ Βέντερς ( Ντίσελντορφ, 1945), που κατάφερε κάτι σημαντικό. Τη ζεν φάση του ήρωα να την εκφράσει με την αισθητική, με τα πλάνα του, με τον αργό ρυθμό της ταινίας και την αργή κίνηση της μηχανής. Γρήγορα διαπίστωσα ότι σαν θεατής λες και ήμουν μέσα σε ένα σπίτι με όλα τα παράθυρά του διάπλατα ανοιχτά στον χωρόχρονο προσώπων που δεν τους έχουν αλέσει οι δυνάμεις της πόλης.
Το άλλο ωραίο είναι ότι πρωταγωνιστεί ο άγνωστός μας Γιαπωνέζος Κότζι Γιακούσο, που με τις κινήσεις του, το βλέμμα του και το χαμόγελό του μου μετάδωσε τη θέρμη της ελπίδας και εκείνο το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης όταν αντικρύζει κάθε πρωί τον ήλιο να ανατέλλει. Και το τρίτο, με την απλή και άμεση ιστορία ενός ταπεινού καθαριστή τουαλετών, με έκανε να αισθανθώ την αγαλλίασή του, ένα συναίσθημα που είναι δύσκολο να αναλυθεί με λέξεις. Μιλάμε για μία πληρότητα που την νιώθει όχι μόνο με τη δουλειά του, αλλά και με τις φωτογραφίες που τραβά, ιδιαίτερα τον ήλιο ανάμεσα στα φυλλώματα των δένδρων, και με τα διαβάσματά του και με τα ροκ τραγούδια του '60 και το '70 που ακούει. Ελάχιστες φορές πάντως κατάφερα στη ζωή μου να αισθανθώ αυτήν την ευχαρίστηση της πληρότητας. Ακόμα και όταν ήμουν ερωτευμένος ελάχιστες φορές ήταν οι φορές όπως κι όταν ένιωθα στα πρόσωπα των μαθητών μου ότι κάναμε ένα υπέροχο μάθημα. Δεν ξέρω όμως το γιατί, παρόλο που το έχω σκεφτεί και το έχω συζητήσει.
Με όλα αυτά τα γιαπωνέζικα κόλπα η ταινία μεταμορφώθηκε σε ένα γάργαρο ποταμάκι που κύλησε αβίαστα μέσα μου και δρόσισε την ψυχή μου. Και θαρρώ ότι ακόμα και μετά τη διάρκεια της προβολής ένιωθα χαλαρά και γαλήνια πάνω πάνω μέσα μου τα όποια καλά στοιχεία μου έχουν απομείνει, αυτά που με κάνουν να νιώθω εκείνο το προσωπικό Είμαι που δεν πατάει στο Έχω.
Το πιο σημαντικό για μένα ήταν ο μοναχικός ήρωας που κατάφερνε να ζει την κάθε μέρα του με τις συνήθειες του και τις τελετουργίες του και να νιώθει υπέροχα μόνο και μόνο που είναι ζωντανός. Εν αντιθέσει μάλιστα με το τραγούδι "Perfect Days", που το διασκεύασε πριν πολλά χρόνια ο Σαββόπουλος και που ο συνθέτης του Λου Ρήντ τραγουδά τι υπέροχη μέρα πέρασε μαζί με την καλή του που πήγαν εδώ κι εκεί και κάνανε αυτά και τ' άλλα και το βράδυ γυρίζανε αγκαλιασμένοι στο σπίτι τους.
Όσο για το τέλος, κυριολεκτικά απογείωσε το εντός μου με το τραγούδι της Νίνα Σιμόνε "Feeling Good", που μου μετάγγισε αυτό που ένιωσα ως πνεύμα της ταινίας. Αυτή η ταινία από το τίποτα και με τα ελάχιστα πέτυχε κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Ποιο; Την έχω φέρει λοιπόν κάποιες φορές στο μυαλό μου, όταν νιώθω πεσμένος - πεσμένος και πάντα μπόρεσε να μου γεννήσει μια στάλα ζωντάνιας, ένα άνοιγμα χαραμάδας στον κόσμο και εκείνη την ποιητική παρηγοριά που παρόλες τις στεναχώριες που σε πλακώνουν νιώθεις ανάλαφρος. Αυτά δηλαδή τα στοιχεία που τα έχω ανάγκη για να βγάλω όρθιος και με μια εκ βαθέων καλή διάθεση προς εμένα και τους γύρω μου μια καθημερινή και συνηθισμένη μέρα μου σ'αυτήν την πόλη, σ'αυτήν την χώρα.
Lou Reed - Perfect Day (1972)
Διονύσης Σαββόπουλος - Perfect day διασκευή(1997)
Nina Simone - Feeling Good , (1965)