Η καλύτερη ώρα όμως ήταν του γυρισμού, που δεν βιαζόμασταν. Τα ποδήλατα έστριβαν ένα ένα στη στρογγυλεμένη γωνία της πλατείας του προηγούμενου χωριού ή και δύο δύο όταν κουβεντιάζαμε μεταξύ μας. Τα απογέματα που ξαναπηγαίναμε στην κωμόπολη για τα αγγλικά ήμασταν πάντα τρία κορίτσια.- τρία ποδήλατα: τα δύο γυναικεία, το ένα αντρικό. Τα μπροστινά φανάρια γερμένα προς τα κάτω, σαν από καρπαζιά, δεν τους δίναμε σημασία γιατί μόνο μέρα κυκλοφορούσαμε. Τη σχάρα πίσω τη φροντίζαμε καλά για να κρατάει τη μαθητική μας σάκα. Σήμα κατατεθέν βεβαίως το κουδουνάκι δεξιά. Γνωρίζαμε μεταξύ μας τον ήχο από μακριά. Δηλαδή πέρα από την πρακτική πλευρά, το ντριν αυτό ήταν κι ένα σύνθημα. Κουδούνισμα και γρατζούνισμα καρδιά, κλείσιμο ματιού πονηρό, κελάηδισμα πουλιού, γουργούρισμα περιστεριού, κάλεσμα ανυπόμονο, ξέσπασμα θυμού · αναλόγως κάθε φορά. Μαζί με τις ακτίνες του ποδηλάτου, που λάμπανε, πύρωνε και ο πόθος της νιότης μας, μα δεν το ξέραμε. Πόσα έχουν γραφτεί για το ποδήλατο! Τα διαβάζω τώρα που δεν έχω ούτε μία φωτογραφία από εκείνα τα πρώτα μας. Τώρα πια που καθώς λέει ο ποιητής, " απομένει η ακοή για να μεταφέρει το θρόισμα μιας ρόδας...και μια χλιαρή διαμαρτυρία από το κουδούνι", τίποτα άλλο.
Και τα σημάδια στο αριστερό μου χέρι από την πρώτη εκείνη πτήση -πτώση στον αγκαθωτό φράκτη της γειτονιάς. Η μία από τις τρεις μαθήτριες σταμάταγε στο παντοπωλείο του προηγούμενου χωριού να πάρει το εβδομαδιαίο περιοδικό της και οι άλλες περιμέναμε πιο πέρα εποχούμενες, ακουμπισμένες με το ένα χέρι στην τσιμεντένια γκρίζα μάντρα ενός περιβολιού με πορτοκαλιές. Αγωνία μέχρι να έρθει κοντά μας με το ΦΑΝΤΑΖΙΟ και να το ανοίξει στη σελίδα με το εικονογραφημένο μυθιστόρημα. Ρίχναμε βιαστικές ματιές, αχόρταγες για τον πρωταγωνιστή, λίγα σχόλια και δρόμο πάλι. Στην πορεία μας η μία κρατούσε με το ένα χέρι το τιμόνι και με το άλλο το περιοδικό διαβάζοντας τη συνέχεια φωναχτά. Πόσα όνειρα, χαρές κι ελπίδα σε αυτό το μοναδικό χιλιόμετρο μέχρι να χωρίσουμε η κάθε μια για το σπίτι της.
Μεγαλώνοντας γυρίζαμε κορίτσια και αγόρια μαζί, συγχωριανά ή από τα γειτονικά χωριά. Μάλιστα ο συμμαθητής από το διπλανό χωριό με έφερνε συχνά μέχρι λίγο πριν από την είσοδο του χωριού, έχοντας μεγάλη διαδρομή για να γυρίσει πίσω και δεν καταλάβαινα γιατί. Αργότερα, όταν το σκεφτόμουνα χαμογελώντας, δεν μπορούσα να του το πω πια - σκοτώθηκε νεαρός πιλότος. Άλλος συμμαθητής ήταν τόσο προνοητικός, ώστε αν η παρέα ήταν μόνο ένα κορίτσι, φτάνοντας έξω από το χωριό, έφευγε πρώτος με γρήγορες πεταλιές, για να μην έχει ο κόσμος να λέει. Κι ο κόσμος, που δεν είχε πολλά να κάνει στη σχόλη του, κουτσομπόλευε το παραμικρό με γλώσσα κοφτερή. Ο φόβος αυτός λοιπόν έκανε τις αθώες πορείες του γυρισμού να γίνονται ανόητα μυστικά μοιρασμένα στα δύο.
Σ.Δ. Το διήγημα αυτό είναι ένα από τα 18 που περιλαμβάνονται στο βιβλίο της Ελένης Ε. Νανοπούλου "Το χωριό μου". Διηγήματα φιλικά προς τον αναγνώστη από μια περίοδο που με τα σημερινά δεδομένα φαντάζει αθώα και ειρηνική και που ακόμα και τα σύννεφά της εύκολα τα έδιωχνε ο αέρας της δύσκολης πραγματικότητας βοηθούμενος από τη θέληση των ανθρώπων να συνδυάσουν το ζειν με το ευ ζείν. Αυτό το κλίμα που βίωσε ως παιδί και έφηβη η συγγραφέας καταφέρνει, κρατώντας μια ισορροπημένη απόσταση του τώρα από το τότε, να το μεταγγίσει χαλαρά στον αναγνώστη. Αυτόν που έχει μία προδιάθεση να ταξιδέψει στην επαρχία της Κορινθίας εκεί γύρω στα χρόνια του '60 και να κοιτάξει αν και τι μπορεί να επηρεάσει το παρόν του με τη συνδρομή των πιο πολύτιμων γι'αυτόν στοιχείων εκείνης της πραγματικότητας. Σ'αυτό το ταξίδι "Το χωριό μου" μπορεί και να παίξει το ρόλο "Συν Αθηνά...", προσφέροντας ταυτόχρονα και την ευχαρίστηση της ανάγνωσής του.