Αλλωστε, η δική του «Ιθάκη» είναι όλα όσα αγαπάει: η δημιουργία, η έμπνευση, αλλά και ο τόπος του, που παρά τα στραβά και τα σκαμπανεβάσματα, λαχταρά να επιστρέφει σε αυτόν.
Για την εξιστόρηση αυτής της «αιώνιας επιστροφής», κάθεται στην πολυθρόνα του, περιστοιχισμένος από μικρές «Ιθάκες»: έναν δίσκο του Ελβις πάνω από το πικάπ, έναν «Μικρό Ηρωα» στο τραπεζάκι, τόμους του περιοδικού «MAD» και άλλους με τους στίχους του Μπομπ Ντίλαν, στη βιβλιοθήκη πάνω από το ανοιχτό πιάνο. Και ας έβρισκε ο τελευταίος τις απαντήσεις του στον άνεμο και όχι στα κύματα.
– Μόλις έχει κλείσει ένας κύκλος, με την αυλαία του «Μουσικού Κουτιού» και ετοιμάζεστε για έναν άλλο.
– Πάντα ανοίγουν και κλείνουν κύκλοι. Στη ζωή όλων μας, αλλά ειδικά για έναν καλλιτέχνη είναι πολύ στάνταρ αυτό. Πάντα με ιντριγκάρει η ιδέα να δοκιμάζω κάτι καινούργιο, είτε μουσικά είτε σε κάποια πίστα εντελώς διαφορετική, όπως έγινε τα τελευταία χρόνια με την εκπομπή. Και όσο σημαντικό είναι να ξεκινάει ένας κύκλος, τόσο είναι και το να ξέρεις πού κλείνει.
– Και όπως το κάνατε κάποτε με τους Φατμέ, το κάνατε και με την εκπομπή. Τώρα πάντως που έχει περάσει ένα μικρό διάστημα, υπάρχει κάτι που σας ξαφνιάζει όταν κάνετε την αποτίμησή σας για το «Μουσικό Κουτί»;
– Με ξαφνιάζουν τα πάντα, δεν υπάρχει κάτι που να ήταν προβλέψιμο. Καταρχάς με ξάφνιασε η αποδοχή που είχε από την αρχή μια ιδέα που πολλοί θεωρούσαν ότι ήταν εντελώς αντιτηλεοπτική. Επειδή έμπαινα σε έναν χώρο εντελώς άσχετο, μετά βίας πήγαινα ως καλεσμένος σε εκπομπές, το πρώτο που έπρεπε να κάνω ήταν να βρεθώ σε έναν χώρο σαν το σπίτι μου, άρα το σκηνικό έπρεπε να είναι ένα ζεστό σπίτι. Και μια παρέα μουσικών που τους διάλεξα έναν έναν, γιατί είχα στο μυαλό μου ότι ήταν μια μπάντα που θα παίξει τα πάντα. Ηταν με έναν μαγικό τρόπο μια πολύ ευτυχής συγκυρία και μια πολύ ευτυχής συνάντηση, όπου ο καθένας κούμπωσε στη θέση του και έδωσε τον καλύτερό του εαυτό για να βγει αυτό το ομαδικό αποτέλεσμα που αγάπησε ο κόσμος. Με εξέπληξε επίσης ότι ξεκινήσαμε για έναν χρόνο και καταλήξαμε σε τέσσερις, αλλά και το ότι φτάσαμε να ηχογραφήσουμε πάνω από 3.000 τραγούδια. Το σκέφτομαι και λέω, όντως έγινε αυτό;
– Ενας μουσικός και μόνο γράφοντας τραγούδια με έναν τρόπο «εκτίθεται». Ενας μουσικός που βγαίνει στην τηλεόραση κάθε εβδομάδα για τέσσερα χρόνια εκτίθεται διπλά;
– Σίγουρα. Στην αρχή είχα και μια αγωνία για το αν θα καταφέρω να παίξω αυτόν τον ρόλο. Αλλά βέβαια έχω συνηθίσει από μικρός να εκτίθεμαι, είναι μέρος της δουλειάς. Και η εκπομπή είναι σαν ένα τραγούδι. Ενα κομμάτι ξεκινάει από μια μοναχική φάση που γράφω τους στίχους και τη μουσική και μετά περνάει σε μια πιο ομαδική φάση, που μαζεύω τους μουσικούς μου, αρχίζουμε και το παίζουμε. Δοκιμάζουμε ιδέες και παίρνει μια μορφή, για να καταλήξουμε στο τέλος να το παίζουμε μπροστά στον κόσμο. Κάπως έτσι ήταν και η εκπομπή: μια πρώτη φάση μοναχική που φανταζόμουν τι μορφή θα έχει αυτό το πράγμα, μετά η συνεύρεση με τους ανθρώπους και το «casting» και στο τέλος η ομαδική δουλειά πια που έβλεπε ο κόσμος.
– Ο ρόλος του οικοδεσπότη, που κάθε εβδομάδα είναι εκεί για να φέρει στο επίκεντρο άλλους μουσικούς και να πει τραγούδια άλλων δημιουργών, κατευνάζει και λίγο το «εγώ» ενός μουσικού που έχει συνηθίσει να είναι στο επίκεντρο μιας σκηνής;
Είναι θέμα timing. Αν το έκανα αυτό πριν είκοσι χρόνια, δεν θα ήμουν ο ίδιος. Είμαι σε μια ηλικία που δεν αισθάνομαι ότι έχω να αποδείξω κάτι και πραγματικά απολαμβάνω τον ρόλο του οικοδεσπότη. Μου έλεγε η κόρη μου όταν είδε την πρώτη εκπομπή ότι είναι αυτό που είμαι. Τον αγαπάω και στη ζωή μου αυτόν τον ρόλο του ανθρώπου που υποδέχεται τους φίλους του στο σπίτι, τους κερνάει και τους ρωτάει.
– Τι είναι πιο σημαντικό, ότι κάθε εβδομάδα υπήρχαν κάποιοι που επένδυαν τον χρόνο τους στην εκπομπή ή ότι τα παιδιά του μέλλοντος θα μπορούν να γυρνάνε στο «Μουσικό Κουτί», όπως το κάνει κάποιος τώρα με το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», και να βρίσκουν ένα αρχείο του για το πού βρισκόταν το ελληνικό τραγούδι «τότε»;
– Και τα δύο εξίσου. Από τη μία με ενδιέφερε να κάνω μια εκπομπή που να κρατάει το ενδιαφέρον του κόσμου, να μην είναι καθόλου στημένη. Και από την άλλη είχα από την αρχή στο νου μου ότι θέλω να κάνω μια εκπομπή αρχείου. Είναι κάτι που μου το ζήτησε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Ζούλας. Να είναι μια εκπομπή άχρονη, που θα μπορεί να παίξει και σε είκοσι χρόνια και να είναι το ίδιο επίκαιρη. Αυτός ήταν ένας άξονας για μένα και για τις συνεντεύξεις, δεν ήθελα η κουβέντα να έχει σχέση με επικαιρότητα.
– Τι σας έλειψε περισσότερο όλο αυτό το διάστημα;
– Η δημιουργία. Είχα γράψει έναν κύκλο τραγουδιών πριν ξεκινήσει η εκπομπή. Με το που άρχισαν τα γυρίσματα δεν μπόρεσα να τα ολοκληρώσω και πλέον επιστρέφω σε αυτά. Τώρα που τελειώσαμε ξυπνάω το πρωί, κατεβαίνω στο πιάνο και αισθάνομαι σαν να ξαναγυρνάω στη ρίζα μου. Στον λόγο που έγινα μουσικός.
– Εχουμε ακούσει ήδη ένα πρώτο single, το «Δεν υπάρχει άλλος δρόμος» με την Ιουλία Καραπατάκη και θα έχει και άλλες συνεργασίες ο επερχόμενος δίσκος. Εχει επομένως αφήσει ένα αποτύπωμα το «Μουσικό Κουτί»;
– Σίγουρα. Ενα άλλο δώρο αυτής της εκπομπής είναι ότι αισθάνομαι ότι ξαναβρέθηκα με την «οικογένειά» μου. Πύκνωσαν οι δεσμοί, που λέει και ο Σαββόπουλος, με τους συναδέλφους μου. Ηρθαν φίλοι που είχαμε συνεργαστεί παλιά και πολλοί που τους παρακολουθούσα και εκτιμούσα από μακριά και δεν είχαμε συνεργαστεί ποτέ. Το ότι βρεθήκαμε στην εκπομπή ήταν πραγματική συνεργασία. Και κάποιες από αυτές τις συναντήσεις θέλω να αποτυπωθούν και στον νέο μου δίσκο. Θα ήθελα να πω πολλά για αυτή τη δουλειά γιατί περιέχει τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής μου, που ήταν πολύ πλούσια και περιπετειώδη, αλλά δυσκολεύομαι. Καλύτερα να περιμένουμε λίγο ακόμη για να μιλήσουν τα τραγούδια.
– Πέρα από τον δίσκο, τι άλλο έρχεται;
– Το καλοκαίρι θα κάνουμε μια κάπως μικρότερη περιοδεία από τα προηγούμενα χρόνια γιατί έχω απόλυτη ανάγκη από ξεκούραση. Μαζί με τους αγαπημένους μου συνεργάτες, τη Βίκυ Καρατζόγλου, τον Βύρωνα Τσουράπη και το συγκρότημά μου, τους Ευγενείς Αλήτες, κάνουμε πρόβες για να ανανεώσουμε το πρόγραμμα. Θα είναι μια μεγάλη βόλτα από τους Φατμέ μέχρι σήμερα με προσθήκες από τις προσωπικές δουλειές των συνεργατών μου αλλά και κάποια στιγμιότυπα από το “Μουσικό Κουτί”, με πρώτη μας συναυλία στην Αθήνα (17/6, City Garden).
– Είναι σύνηθες όσο μεγαλώνουν οι καλλιτέχνες να γυρνάνε στη μουσική και τα βιώματα της νιότης τους με διάθεση εξιδανίκευσης. Εσείς πώς αντιστέκεστε σε αυτή τη μορφή νοσταλγίας;
– Εχω μια αναφυλαξία απέναντι στη νοσταλγία. Ισως γιατί όταν ξεκινούσα, θυμάμαι πόσο με πείραζαν συνεντεύξεις παλαιότερων συναδέλφων που έλεγαν πως «μετά από εμάς, είναι το χάος». «Η δική μας εποχή ήταν αξεπέραστη». Αυτό είναι χαρακτηριστικό των γερόντων. Και επαναλαμβάνεται σε κάθε γενιά. Εχω απόλυτη απώθηση για αυτό, δεν νιώθω την ανάγκη να το κάνω. Δεν είμαι άνθρωπος της νοσταλγίας. Ναι, θυμάμαι, κρατάω τις ωραίες στιγμές, αλλά αυτό που λένε πολλοί συνομήλικοί μου, «α, να ’μασταν πάλι 25 χρονών», μου φαίνεται εφιάλτης.
– Υπάρχει πάντως κάποια στιγμή της καριέρας σας που να έχετε πει «πω πω, ωραία ήταν, να το ξαναζούσα»;
– Το αισθάνθηκα πρόσφατα, όταν πάλευα τον δίσκο και τα καινούργια τραγούδια που δουλεύω, και λόγω της κόπωσης της εκπομπής, αισθάνθηκα μπλοκαρισμένος και ότι ανακυκλώνω τους ίδιους ήχους. Θυμήθηκα την εποχή που δούλευα με τον Χρυσόστομο Μουράτογλου και σκέφτηκα πως αυτό που κάναμε τότε και σαν συνεργασία και σαν αποτέλεσμα, μου λείπει. Οπότε τον πήρα τηλέφωνο και ξαναβρεθήκαμε μετά από είκοσι χρόνια και δουλεύουμε μαζί τον καινούργιο δίσκο. Με αυτή την έννοια, ναι, το έχω πει, αλλά να πω «θα ξαναφτιάξουμε τους Φατμέ», για παράδειγμα, δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό.
– Μετανιώσατε πάντως για κάτι που κάνατε ή δεν κάνατε στην πορεία σας;
– Οχι, δεν μετάνιωσα. Υπήρξαν κάποιες εποχές που ήταν πολύ ζόρικες. Οπως μετά τη διάλυση των Φατμέ ή μέσα στα χρόνια της κρίσης που μίλησα πρώτη φορά λίγο πιο πολύ για τα πολιτικά και δέχτηκα έντονη επίθεση. Ομως αισθάνομαι ότι όλα αυτά καλώς έγιναν.
– Τραγουδούσατε κάποτε για «της μεταπολίτευσης την καημένη γενιά». Τώρα που η μεταπολίτευση έκλεισε τα 50, τελικά πώς τα πήγε αυτή η γενιά;
Οπως όλες οι γενιές. Δεν υπάρχουν καλές και κακές γενιές. Υπάρχουν άνθρωποι που χτίζουν και άνθρωποι που γκρεμίζουν, δημιουργικοί και καταστροφικοί άνθρωποι. Αυτή η γενίκευση ότι η γενιά του Πολυτεχνείου τα έκανε χάλια, δεν μου λέει τίποτα. Υπήρχαν και εκεί άνθρωποι που έκαναν σπουδαία πράγματα και άνθρωποι που απλώς εξαργύρωσαν τον αγώνα του Πολυτεχνείου.
Η δικιά μου γενιά είναι λίγο πιο μετά. Είμαι περήφανος για πολλά μέλη της. Από τον Γκάλη και τον Γιαννάκη που είναι συνομήλικοί μου, μέχρι συναδέλφους σαν τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, την Ελευθερία Αρβανιτάκη, τον Σωκράτη Μάλαμα, τον Ορφέα Περίδη. Βέβαια στη γενιά μου υπάρχουν και διάφοροι πολιτικοί που δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί τους.
– Σε όλο αυτό λοιπόν το γκρέμισμα και το χτίσιμο, τι έμεινε πιο πολύ;
– Αμα το δεις από την πλευρά των παιδιών μου, θα μπορούσαν να μου πουν «Η γενιά σου χρεοκόπησε την Ελλάδα». Και έχουν δίκιο. Από την άλλη, κρατάω αυτά που είπα πριν. Σε ανθρώπινο, κοινωνικό και καλλιτεχνικό επίπεδο αυτά που έκαναν κάποιοι άνθρωποι ήταν ένας πλούτος. Συνυπάρχουν και τα δύο λοιπόν, το κέρδος και η ζημιά και ο καθένας τα ζυγίζει με τη δική του ζυγαριά.
– Στη δεκαετία του ’80 που σας γνωρίσαμε με τους Φατμέ, το πολιτικό τραγούδι άρχισε να δίνει τη θέση του σε μια τραγουδοποιία πιο ενδοσκοπική και προσωπική. Σήμερα πού στέκεται το ελληνικό τραγούδι και τι έχει ανάγκη;
– Προσπαθώ και εγώ να καταλάβω. Βλέπω την πολύ νέα γενιά να ασχολείται με την παράδοση, παιδιά στο YouTube που παίζουν σαντούρι, βιολιά, ούτι. Ή νέα συγκροτήματα που διασκευάζουν δημοτικά τραγούδια και χορεύουν όλοι μαζί κυκλικούς χορούς από κάτω. Αυτή είναι πραγματικά μια καινούργια κατάσταση. Τη δεκαετία του ’80 υπήρχε ένας που έπαιζε σαντούρι, ένας που έπαιζε ούτι. Ηταν υπό εξαφάνιση τα παραδοσιακά όργανα. Απλά δεν ξέρω όλο αυτό αν θα καταλήξει σε κάτι καινούργιο.
– Το καινούργιο είναι το αποδομημένο που έχει και στοιχεία από όλα αυτά.
– Ναι, άλλο πράγμα είναι να κάνεις διασκευές από τα δημοτικά τραγούδια και άλλο να πάρεις στοιχεία από αυτά και να φτιάξεις κάτι καινούργιο, δικό σου. Κάποιοι το μπλέκουν και με χιπ χοπ και είναι πολύ ενδιαφέρον. Αυτά που βαριέμαι είναι τα λεγόμενα «αυθεντικά», τα μουσικά είδη που φοβούνται τις προσμείξεις. Ο,τι ενδιαφέρον έχει γραφτεί στην ιστορία της μουσικής ήταν πάντα ένας πολύ γόνιμος και τολμηρός συνδυασμός του παλιού με κάτι καινούργιο. Κάποιες κομπανίες που παίζουν τα ρεμπέτικα όπως πριν ογδόντα χρόνια έχουν μια αξία μουσειακή, βλέπεις πώς ήταν τότε, αλλά καλλιτεχνικά δεν έχει καμία αξία στο σήμερα.
– Περιπτώσεις σαν τη Σάττι άρα είναι που βγάζουν για σας τη συνταγή.
– Ναι, είναι αυτό που περιέγραψα. Μια πολύ ταλαντούχα μουσικός που ανακατεύει στο καζάνι παλιά, καινούργια, ελληνικά, ξένα. Αυτό έχει πάντα ένα ρίσκο, αλλά προτιμώ αυτό το ρίσκο από την ασφάλεια του «Παίζω τα παραδοσιακά όπως πρέπει». Και εγώ αυτής της σχολής ήμουν πάντα. Ξεκινήσαμε σαν μια ηλεκτρική μπάντα που όσο αγαπούσαμε τους Clash και τον Μπρους Σπρίνγκστιν, άλλο τόσο αγαπούσαμε τον Ακη Πάνου και τον Χρήστο Νικολόπουλο. Το όνειρό μου ήταν να δημιουργήσω μια σχολή «ελληνικής ηλεκτρικής κιθάρας». Και στα τραγούδια μου ήθελα να έχω την ένταση και τον ρυθμό που είχαν τα ροκ συγκροτήματα που αγαπούσα και την αμεσότητα που είχαν τα λαϊκά τραγούδια.
– Το να γράψετε μουσική για ταινίες σας βοήθησε να δείτε και τον εαυτό σας σαν έναν ακόμα ήρωα στα τραγούδια σας;
– Το ότι μπήκα στον κόσμο του σινεμά, μου έδωσε την ελευθερία να δείξω μία άλλη πλευρά του εαυτού μου, τα ορχηστρικά κομμάτια. Με βοήθησε να καταλάβω ότι η παραγγελία σου παρέχει παραδόξως μεγάλη ελευθερία. Ενώ νομίζεις ότι θα σε περιορίσει, αποκτάς άλλο χώρο. Διαβάζοντας τα σενάρια του Γκορίτσα, αισθανόμουν ότι ξέφευγα από τα προσωπικά μου πράγματα και μπορούσα να ασχοληθώ με τα θέματα των ηρώων των σεναρίων. Βέβαια, μέσα από αυτούς, πάλι με τα δικά μου βιώματα και συναισθήματα δούλευα. Μέσα από το σενάριο όμως έμπαινα στη θέση του ήρωα, το οποίο με βοήθησε μετά να γράφω και δικά μου τραγούδια δημιουργώντας έναν ήρωα. Αυτό το θαύμαζα πάντα σε αφηγηματικά τραγούδια του Ντίλαν ή του Σπρίνγκστιν. Είναι σαν ταινίες μικρού μήκους που υποδύεται έναν ρόλο ο δημιουργός.
– Στους δικούς σας στίχους έχετε περιγράψει μια Ελλάδα που με έναν τρόπο θέλει τρέλα για να την αγαπάει κανείς αλλά το κάνει. Σήμερα αυτές οι αντίρροπες δυνάμεις του τόπου σας πού βρίσκονται;
– Θυμάμαι την πρώτη φορά που είχα βγει από την Ελλάδα, ήμουν 20 χρονών και πήγα για σπουδές στις Βρυξέλλες. Οταν γύριζα στην Αθήνα, την έβλεπα από ψηλά στο αεροπλάνο και έλεγα «Ναι, είναι λίγο χάλια η Αθήνα, αλλά είναι η πόλη μου, την αγαπάω». Τη μάνα σου δεν την αγαπάς επειδή είναι όμορφη. Την αγαπάς επειδή είναι μάνα σου. Πήγα πρόσφατα στη Νέα Υόρκη. Γύρισα με μεγάλο ενθουσιασμό στην Αθήνα. Οσο περνάνε τα χρόνια, αισθάνομαι και πιο τυχερός που ζω στην Ελλάδα. Παρ’ όλα τα στραβά και τα ανάποδα που μας ταλαιπωρούν. Στη ζυγαριά υπερισχύουν σαφώς τα πράγματα που αγαπάω.
– Από τη μία υπάρχει η επιμονή του «Γιατί ανήκω εδώ» και από την άλλη, υπάρχει το απέραντο της θάλασσας που επανέρχεται συνεχώς στα τραγούδια σας. Αυτή η ανάγκη φυγής πώς καλύπτεται τελικά;
– Σε ένα από τα καινούργια μου τραγούδια λέω ότι «Το πιο μακρύ ταξίδι μου στη γη είναι μια επιστροφή». Δεν είχα ποτέ το σύνδρομο του «δραπέτη». Λέω ναι στη θάλασσα και το ταξίδι. Αλλά το μεγάλο ταξίδι το αισθανόμουν πάντα σαν επιστροφή. Βέβαια αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Τα έχει πει ο Ομηρος εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια.