Σάββατο, 04 Αυγούστου 2018 07:51

Η Χρύσα Παπαϊωάννου μιλά για τον πατέρα της Γιάννη που σκοτώθηκε στις 3.8.1972

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(2 ψήφοι)

papaioannouΟ Γιάννης Παπαϊωάννου ήταν μεγάλος συνθέτης και μουσικός του λαϊκού ρεμπέτικου τραγουδιού. Γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1914 στην Κίο της Μικράς Ασίας και πέθανε στις 3 Αυγούστου του 1972 σε τροχαίο δυστύχημα, στο Πέραμα. Τα χαράματα, τελειώνοντας το πρόγραμμα στο «Πανόραμα» στις Τζιτζιφιές, όπου εμφανιζόταν τα καλοκαίρια με τον Τσιτσάνη και πηγαίνοντας στο εξοχικό του στα Βασιλικά της Σαλαμίνας, ένας πεζός πετάχτηκε σε δρόμο του Περάματος και ο Παπαϊωάννου για να τον αποφύγει έριξε το αυτοκίνητό του σε ένα στύλο, με αποτέλεσμα να βρει τραγικό θάνατο. 

Πρωτοεμφανίσθηκε επαγγελματικά δίπλα στους Μάρκο Βαμβακάρη και Στέλιο Κερομύτη το 1936-37Πρώτο του τραγούδι ήταν η "Φαληριώτισσα"(Σουρωμένος θα ρθω πάλι) με τον συνθέτη και τον Δημήτρη ΣωφρονίουΓράφτηκε στο τέλος του 1935. Τραγουδήθηκε όλο το 1936 και ηχογραφήθηκε στις αρχές του 1937  με τεράστια -για τα δεδομένα της εποχής- επιτυχία (πούλησε περισσότερους από 25.000 δίσκους). 

Την ίδια περίοδο μπαίνει στην «Πειραιώτικη Κομπανία» μαζί με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Στράτο Παγιουμτζή, Στέλιο Κερομύτη και Ανέστη Δελιά όπου και πραγματοποιούν εμφανίσεις στη Θεσσαλονίκη και σε όλη την Ελλάδα, αν και σύντομα θα ξεσπούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και θα έρχονταν τα τραγικά χρόνια της Κατοχής. Συνεχίζει βέβαια να παίζει στα νυχτερινά κέντρα, όπου και γνωρίζει την Ευδοξία Καμπούρη, με την οποία θα παντρευτεί τελικά το 1944 και θα αποκτήσει προοδευτικά τρία παιδιά... 

Μετά από τον πόλεμο, ξανά ηχογραφεί και ακολούθησαν πλήθος από σπουδαία τραγούδια που έμειναν κλασικά, μεταξύ των όποίων και είναι τα: "Μοδιστρούλα", "Βαγγελίτσα μου", "Καπετάν Ανδρέα Ζέπο", " Σου 'χα χαρίσει μια καρδιά", "Έχουν καρδιά και οι φτωχοί" και "Πέντε Έλληνες στον Άδη" σε στίχους Κώστα Μάνεση, "Βαδίζω και παραμιλώ", "Δεν σε θέλω πια {Μη μου λες γιατί ξεχνάω}", "Σβήσε το φως", "Είμαστε φίλοι", "Σου 'χει λάχει", "Ο Μαστραπάς", "Καραμπιμπερίμ" ( στίχοι Σ.Περιστέρης), "Τι τα θέλεις τα λεφτά" ( στίχοι Βασίλης Παπαδόπουλος), "Κάνε κουράγιο καρδιά μου", " Όταν δω τα δυο σου μάτια", "Ράμπι ράμπι"  κ.ά.

Η συνεργασία του με τον στιχουργό Χαρ. Βασιλειάδη ή Τσάντα είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία μοναδικών και ανεπανάληπτων τραγουδιών: "Πριν το χάραμα", "Πήρα το δρόμο το στενό", "Είσαι γυναίκα του μπελά", "Απ' της Ζέας το λιμάνι {Χτες το βράδυ σε μια βάρκα}", "Στα πεύκα και στα έλατα {Τα νιάτα δεν τα χόρτασα}", "Μπιρ Αλλάχ", "Άνοιξε γιατί δεν αντέχω"  κ.ά

Γενικά τα τραγούδια του Γ. Παπαϊωάννου χαρακτηρίζονται από ένα κράμα καντάδας, μπάλου και μικρασιάτικων ακουσμάτων. Θεωρείται ο πρώτος, στο λαϊκό ρεμπέτικο τραγούδι, που χρησιμοποίησε στις ηχογραφήσεις του το λεγόμενο "πρίμο σεκόντο" (διφωνία).

Επίσης ήταν από τους πρώτους που πήγε το 1953 στην Αμερική και τραγούδησε στους απόδημους σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. 

Πατώντας  koutipandoras.gr  θα σας εμφανιστεί η συζήτηση του Αντώνη Μποσκοΐτη με την κόρη του Γιάννη Παπαϊωάννου, Χρύσα. 

Συμπληρωματικά στοιχεία της ζωής του από τον Βαγγέλη Αρναουτάκη.

Στην Ελλάδα ήρθε με την Μικρασιατική Καταστροφή. Στη Σαμοθράκη και από εκεί στον Πειραιά, στο Κερατσίνι, μετά στον Άγιο Διονύση, και τέλος στα Προσφυγικά στις Τζιτζιφιές. Τα παιδικά του χρόνια στην Κίο ήταν ξέγνοιαστα, αφού μεγάλωνε σε εύπορο περιβάλλον. Η εφηβεία του, όμως, τον βρήκε στον Πειραιά να εργάζεται -έχοντας αφήσει το σχολείο- σε διάφορες δουλειές προκειμένου ν’ αντεπεξέλθει στις νέες συνθήκες διαβίωσης. Ο πατέρας του είχε φύγει από τη ζωή όταν ήταν 8 χρόνων. Δούλεψε στις οικοδομές, αλλά και ψαράς στα καΐκια. Μεγάλωσε μες στη θάλασσα και για δάσκαλό του είχε τον Ζέππο, τον καπετάν Ανδρέα, για τον οποίο αργότερα έγραψε το περίφημο τραγούδι του. Από μικρός είχε το πάθος της μουσικής και του αθλητισμού. Στην Κίο έπαιζε φυσαρμόνικα και στον Πειραιά ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο. Έπαιζε βασικός στην ομάδα Φαληρικός, τον κατοπινό Εθνικό, όταν τραυματίστηκε και η μητέρα του τον πίεσε να σταματήσει την μπάλα. Της υποσχέθηκε να το κάνει αν του αγόραζε ένα μαντολίνο. Έτσι, αποχαιρέτησε την μπάλα και καταπιάστηκε με τα όργανα και το τραγούδι. Σύντομα το μαντολίνο πλαισιώθηκε από μια κιθάρα, και το μεράκι του για τη μουσική βρήκε διέξοδο σ’ ένα γκρουπάκι με το οποίο έκανε καντάδες στη γειτονιά κι έπαιζε χαβάγιες με «μια κιθάρα μαύρη με μια κορδέλα δεμένη στην ταστιέρα της». Ήταν γύρω στα 1934 όταν άκουσε από κάποιο αμερικάνικο δίσκο γραμμοφώνου το Μινόρε του Τεκέ, με τον Τζακ Γρηγορίου ή Χαλκιά. Ο ήχος του τον ξεσήκωσε. Πάνε τα μαντολίνα κ’ οι κιθάρες για χάρη του μπουζουκιού.

«Τρέλα! Τέτοιο πράμα, τέτοιο σόλο δεν πρόκειται να ξαναγεννήσει η φύση. Αμέσως άλλαξα γνώμη και είπα θα πάρω μπουζούκι. Το πήρα και το πήγα σπίτι. Ποιος είδε θεό και δεν φοβήθηκε! Με έπιασε η μάνα μου στο μονότερμα. Πάρ’ το, φύγε, αλήτη, εγκληματία, παλιάνθρωπε και τα λοιπά. Μπουζούκι, μου ’λεγε, έφερες εδώ πέρα, να σηκωθείς να φύγεις, και δος του τα ίδια και τα ίδια. Με έδιωξε. Έδιωξε η μάνα το παιδί για το μπουζούκι! Λες και ήταν φονικό όργανο. Κακόμοιρο όργανο, πόσα δεν τράβηξες κι εσύ μαζί με εμάς; Άσχετα αν σήμερα αυτό το όργανο το έκαναν μπαλαρίνα, όπως και τα λαϊκά τραγούδια».

 

Ο Πειραιάς και η Φαληριώτισσα

Είναι χαρακτηριστικές οι περιγραφές του Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του για το τι εξέφραζε το μπουζούκι εκείνα τα χρόνια, αλλά και το ποιοι το έπαιζαν. Κουτσαβάκηδες και νταήδες, αλλά και εύποροι μερακλήδες και καλοί μάγκες. Χαρακτηριστικοί τύποι του Πειραιά που λες και ξεπηδάνε από παλιό μυθιστόρημα που ηθογραφεί την κατάσταση, όπως διαμορφωνόταν στο λιμάνι και στις πόλεις, μετά το 1922, όταν το χασίσι μαλάκωνε στιγμιαία τους πόνους και τα βάσανα της φτώχειας και συνόδευε τα γούστα της εποχής στους τεκέδες και στα πρώτα στέκια του ρεμπέτικου, με τον Μάρκο και την κομπανία του να υμνούν το σινάφι τους και τις συνήθειές του. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ο Γιάννης Παπαϊωάννου μυήθηκε στο μπουζούκι, φέρνοντας, όμως, στο ρεμπέτικο και την αύρα της θάλασσας, μαζί με τη γλυκιά αίσθηση από τις παλιές καντάδες του με τα μαντολίνα και τις κιθάρες. Ο πρώτος δίσκος του, στα 1937, είχε άμεσα την επιρροή από τον οργανικό δίσκο του Χαλκιά και από τις κιθαριστικές και μαντολινίστικες καντάδες. Ήταν ο δίσκος με το οργανικό Σέρβικο Σμυρναίικο από τη μια και τη Φαληριώτισσα από την άλλη, που από το’35, χωρίς να έχει γίνει δίσκος, τραγουδιόταν στις γειτονιές του Πειραιά, για να ηχογραφηθεί με τη προτροπή του «ελαφρού» μουσικού και στιχουργού Ευάγγελου Γρυπάρη, ο οποίος πήγε τον Παπαϊωάννου στην Odeon και ως αντάλλαγμα πήρε τα μισά ποσοστά από το τραγούδι! Η Φαληριώτισσα φωνογραφήθηκε με τον Γιάννη Παπαϊωάννου και τη μουσική επιμέλεια του Σπύρου Περιστέρη, και η επιτυχία της οδήγησε την Columbia στο να την κυκλοφορήσει κι εκείνη με εκτελεστή τον Στράτο Παγιουμτζή και την επιμέλεια του Παναγιώτη Τούντα. Ακολούθησαν η Ξανθιά μοδιστρούλα, το Όταν δω τα δυο σου μάτια (Ραντεβού σαν περιμένω), το Σούχα χαρίσει την καρδιά, το Βαδίζω και παραμιλώ και η Βαγγελίτσα, που τον καθιέρωσαν σε συνθέτη πρώτης γραμμής. Για τη Φαληριώτισσα ο παλιός μπουζουξής Ηλίας Ποτοσίδης έχει αναφέρει «Θυμάμαι την ταβέρνα του μπαρμπα-Γιώργη που δίπλα ήταν χασάπικο που το είχε ο Βασίλης Βάζος, αδελφός του ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Γιάννη Βάζου. Στο χασάπικο του Βάζου δούλευε ο κουνιάδος του Γιάννη Βάζου, ο Χρήστος. Αυτός έγραψε τα πρώτα λόγια της Φαληριώτισσας, δηλαδή το “Σουρωμένος θάρθω πάλι στην παλιά μας γειτονιά”. Θυμάμαι ότι τα λόγια αυτά τα έγραψε πάνω σ’ ένα χασαπόχαρτο, και μετά ο Γιάννης Παπαϊωάννου το συμπλήρωσε».

 

Η πρώτη νίκη

Μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά, το 1936, η ελληνική δισκογραφία καταγράφει αδιάκριτα όλα τα μουσικά είδη της εποχής. Τα δυτικότροπα ελαφρά τραγούδια και τις οπερέτες, αλλά και τα δημώδη, τα μικρασιάτικα και τους αμανέδες, και τα ρεμπέτικα. Με τη μεταξική λογοκρισία, για πρώτη φορά εκτός από τη στιχομυθία των τραγουδιών μπαίνει στο στόχαστρο και η μουσική τους. Τα ημιτόνια και η ανατολική ασυγκέραστη κλίμακα. Άμεσος σκοπός η κατάργηση της μουσικής των προσφύγων με τα σαντουρόβιολα και τους αμανέδες, ή η περιθωριοποίησή τους, γεγονός που επετεύχθη. Αμφιβάλω αν κάτι ανάλογο έχει συμβεί πουθενά αλλού στον κόσμο. Πάντως, από αυτή την περίοδο και μετά το ρεμπέτικο, ή λαϊκό, τραγούδι στηρίχτηκε περισσότερο στις δυτικές αρμονίες, τα μινόρε και τα μαντζόρε. Τα καραντουζένια και τα παλιά κουρδίσματα των μπουζουκιών άλλαξαν, εν πολλοίς. «Ξαφνικά το 1936 απαγορεύονται τα λαϊκά τραγούδια. Παίρνω τότε το μπουζούκι μου και πάω στη λογοκρισία. Λέω: “Κύριοι, αφού το όργανο είναι κατηγορούμενο, πρέπει να απολογηθεί”. Έπαιξα ένα μινόρε και συγκινηθήκανε. Γρήγορα δόθηκε η άδεια να συνεχίσουμε. Ήταν η πρώτη νίκη μου». Με αυτά τα λόγια γυρνά στα πρώτα χρόνια του στο τραγούδι ο Γιάννης Παπαϊωάννου, σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του στον Τάσο Κουτσοθανάση, τον Δεκέμβριο του 1968, όταν μαζί με τον Μάρκο και τον Στράτο δούλευαν στο κέντρο Ξενύχτης στη Νέα Φιλαδέλφεια, στην τελευταία συνεργασία τους. Με τον Μάρκο και τον Στράτο είχε συνεργαστεί και στο ξεκίνημά του, στα πρώτα πάλκα στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, κι ακόμη με τον Μπαγιαντέρα, τον Χατζηχρήστο, τον Δελιά, τον Μπάτη, τον Κερομύτη, ενώ μαζί με τον Αλέκο Παναγόπουλο και τον Στεφανάκη Σπιτάμπελο είχαν το Τρίο Παπαϊωάννου. Το 1940 ήρθε ο πόλεμος και ξαναπήγε φαντάρος στην Αλβανία. Είχε υπηρετήσει τη θητεία του το 1935. Μετά ήρθε η κατοχή κι ο αγώνας για την επιβίωση. Το 1943 άνοιξε δικό του μαγαζί στο Μοσχάτο και γνωρίστηκε με την Ευδοξία Καμπούρη, με την οποία παντρεύτηκε στις αρχές του 1944 και απόκτησαν τρία παιδιά, τον Παναγιώτη, τον Αντώνη και τη Χρυσούλα. Τότε γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Μοσχονά. Τον βασικό ερμηνευτή των τραγουδιών του στη μεταπολεμική περίοδο. (Η προπολεμική εποχή είχε έντονο το εκφραστικό στοιχείο της φωνής του Γιάννη Παπαϊωάννου, στις εξαιρετικές διφωνίες με τον Απόστολο Χατζηχρήστο και τον Γιάννη Κωνσταντινίδη ή Μακαρόνα. Οι τρεις τους ερμηνεύσαν τα περισσότερα από τα 36 τραγούδια που ηχογράφησε από το 1937 έως το 1941.)

 

Οδυσσέας Μοσχονάς.
Η γνωριμία του με τον Παπαϊωάννου, η Τριάνα του Χειλά και Οι βαλίτσες

 

(Απόσπασμα από την αφήγησή του στον Κώστα Χατζηδουλή, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» στις 28/6/1976).
«Μια μέρα, κατοχή ήτανε, έρχεται ο Χατζηχρήστος και μου λέει να πάμε σ’ ένα μαγαζί, στο Περοκέ από κάτω, που είχε ανοίξει ο Κατελάνος. Εκεί μέσα ήτανε πολλοί ρεμπέτες μουσικοί, Παπαϊωάννου, Χατζηχρήστος, Γενίτσαρης, Κερομύτης, εγώ, ο
Ποτοσίδης κ.ά. Εκεί γνώρισα τον Παπαϊωάννου. Συνθέτης καλός, συνάδελφος καλός, μα πάνω απ’ όλα ήταν η μεγάλη, η πολύ μεγάλη καρδιά του. Μόλις μ’ άκουσε και τραγούδαγα μου λέει “Μοσχονά, είσαι πολύ καλός τραγουδιστής, κι όταν ανοίξουνε το εργοστάσιο δίσκων θα κάνουμε καλή συνεργασία οι δυο μας, θα τραγουδάς τα τραγούδια μου”. Κι έτσι έγινε. Μετά πιάσαμε δουλειά σ’ ένα μαγαζί στις Τζιτζιφιές, που το είχε ο Τοτόμης. Ένα πρωί ξυπνήσαμε από τα πολυβόλα, χάλαγε ο κόσμος, ο Γιάννης λέει “οι Γερμανοί κυκλώσανε τον συνοικισμό και βαράνε”. Είχανε σκοτώσει και δυο-τρία παιδιά. Παίρνουμε μια κιθάρα από το σπίτι του Παπαϊωάννου και μου λέει να περάσουμε μέσα από τον Ιππόδρομο για να βγούμε απέναντι στον δρόμο. Έτσι καταφέραμε και γλυτώσαμε φτηνά, γιατί ο Ιππόδρομος ήταν γεμάτος νάρκες. Πέσαμε μέσα σε κάτι άχυρα και μετά με τα πόδια φτάσαμε μέχρι το Χασάνι. Άσχημες μέρες εκείνες της κατοχής• όπου δουλεύαμε υπήρχε πάντα ο φόβος, αλλά το κυριότερο είναι ότι δουλεύαμε όπου βρίσκαμε φαΐ. Μόλις φύγανε οι Γερμανοί και ήρθε σιγά-σιγά η απελευθέρωση ξανάρχισαν οι δουλειές, και στις Τζιτζιφιές άνοιξε το περίφημο κέντρο του Καλαματιανού. Εκεί παίζαμε με μεγάλο συγκρότημα, Παπαϊωάννου, Μάρκος, εγώ, ο Καπλάνης, ο Μπάτης, αργότερα ο Τσιτσάνης και άλλοι. Όλο το στράτευμα του ρεμπέτικου πέρασε από του Καλαματιανού το μαγαζί, που τον σκοτώσανε τότες το 1948-49. Μόλις πηγαίναμε το βράδυ για δουλειά ήτανε δύο χιλιάδες άνθρωποι εκεί να μας ακούνε και να μας χειροκροτάνε• τέτοιες δόξες κανείς δεν θα τις γνωρίσει. Μετά από λίγο ήρθε ένας φίλος του Χειλά και πρότεινε στον Παπαϊωάννου να πάμε εκεί για δουλειά… Το μαγαζί του δεν λεγότανε “Τριάνα”, αλλά “Το Παραμύθι”. Ο Παπαϊωάννου τόκανε “Τριάνα”. Και τι κόσμος δεν πέρασε απ’ εκεί… Χιλιάδες άνθρωποι από την άκρη του κόσμου έρχονταν στην “Τριάνα” να μας ακούσουνε. Υπήρχαν κι άλλα μαγαζιά, δε λέω ονόματα, εκεί τριγύρω ή αλλού, αλλά δεν δούλευαν. Το μαγαζί του Χειλά, για πολλά χρόνια, ερχόταν πρώτο στον κόσμο. […] Ένα βράδυ εκεί στην “Τριάνα”, όπως παίζαμε στο πάλκο, έκανα παράπονα εγώ για τον Χειλά επειδή δεν με ικανοποιούσε στο μεροκάματο κι έλεγα στους άλλους μουσικούς ότι θα πάρω τις βαλίτσες μου και θα γίνω λαγός. Το είπα πολλές φορές μέχρι το πρωί αυτό, το «θα πάρω τις βαλίτσες μου»... Ξαφνικά βλέπω τον Παπαϊωάννου να γράφει πίσω στο πακέτο με τα τσιγάρα κάτι. Τον ρώτησα και μου είπε ότι έγραψε τη λέξη «βαλίτσες». Έγραψε το θέμα ενός τραγουδιού, τον τίτλο, το παράγγειλε του Μάνεση κι εκείνος έγραψε τους στίχους. Το τραγούδησε ο Καζαντζίδης, ήταν το πρώτο του τραγούδι σουξέ, αυτό του άνοιξε τον δρόμο κι έγινε ο Καζαντζίδης». (Οι σημαντικότερες συνεργασίες του με στιχουργούς ήταν αυτές με τον, σπουδαιότερο λαϊκό στιχουργό της πρώτης εποχής, Χαράλαμπο Βασιλειάδη ή Τσάντα και τον, επίσης σημαντικό στιχουργό και εκδότη του περιοδικού Καινούργιο και Μοντέρνο Τραγούδι Κώστα Μάνεση, με τους οποίους έγραψε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του. Σποραδικά συνεργάστηκε με τον Γ. Φωτίδα, τον Αλ. Αγγελόπουλο, την Ευτ. Παπαγιαννοπούλου κ.α.)

 

Με τον Καζαντζίδη

Μετά του Χειλά έπαιξε στις Τζιτζιφιές με την Μπέλλου, η οποία μαζί με τον Μοσχονά και τον Στελλάκη Περπινιάδη υπήρξαν οι βασικοί εκτελεστές των μεταπολεμικών τραγουδιών του, μέχρι το 1951. Το 1952 συνεργάστηκε με τον Τσιτσάνη, αλλά και τη Ρένα Ντάλλια. Την ίδια χρονιά έφυγε στην Κωνσταντινούπολη και γυρίζοντας έπαιξε μια σεζόν στου Μαργωμένου. Το 1953 έφυγε στην Αμερική. Ήταν ο πρώτος μεγάλος μπουζουξής από την Ελλάδα που πήγε στην Αμερική. Εκείνη την εποχή της έντονης κινητικότητας του, μεταξύ άλλων, στήριξε κι έναν νέο τραγουδιστή που προηγουμένως είχε δοκιμαστεί από την εταιρεία ανεπιτυχώς. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που όταν ο Παπαϊωάννου τον πρότεινε για να ερμηνεύσει ένα από τα τραγούδια του η εταιρεία ήταν ανένδοτη. Η επιμονή του Παπαϊωάννου, όμως, ο οποίος αντέδρασε έντονα λέγοντας «αν δεν σας κάνει αυτός δεν σας κάνω κι εγώ», ήταν εκείνη που έδωσε, τελικά, στον Στέλιο Καζαντζίδη τη χρυσή δεύτερη ευκαιρία, μετά το αποτυχημένο ντεμπούτο του με το τραγούδι του Καλδάρα Για μπάνιο πάω, να δείξει τις ικανότητές του και τελικά να εδραιωθεί, με την αξία του από τη μια και τον τσαμπουκά και τα τραγούδια του μπαρμπα-Γιάννη από την άλλη. Οι βαλίτσες, Εχθές αργά το δειλινό, Εγώ θα σε γλυτώσω, Δεν σε ρωτώ ποια ήσουνα, Βγήκε ο Χάρος να ψαρέψει, κ.ά. Το 1952-’53 ο Παπαϊωάννου έδωσε 13 τραγούδια στον Καζαντζίδη, ενώ κάποια στιγμή συνεργάστηκαν και στον «Αστέρα» στην Κοκκινιά. Κι όταν γύρισε από την Αμερική, τη δεύτερη φορά, το 1958, ο Καζαντζίδης τον πήρε μαζί του στην «Τριάνα» δίνοντάς του ξεχωριστή θέση στο πρόγραμμα και γερό μεροκάματο. Παλιά χρέη που, όμως, για μια ακόμη φορά εύρισκαν τον Παπαϊωάννου να ορθώνει το ανάστημά του, αυτή τη φορά όχι στους ανθρώπους της εταιρείας αλλά στους, αποφασισμένους για μεγάλη φασαρία, μπράβους και νταήδες, σε μια εποχή που ο Καζαντζίδης ήταν στις μεγάλες του δόξες και βίωνε την τρομοκρατία των ανθρώπων της νύχτας. Τον Παπαϊωάννου τον σέβονταν, κι όλα αυτά περιγράφονται αποκαλυπτικά στην αυτοβιογραφία του.

 

Όταν κλαίει το μπουζούκι

Οι πενιές του Παπαϊωάννου αποτελούν τη βασική αναφορά εκατοντάδων μπουζουξήδων τα τελευταία 50-60 χρόνια, μαζί με αυτές του Τσιτσάνη, του Χιώτη, του Μητσάκη και των μεγάλων δεξιοτεχνών της δεκαετίας του ’50. Τα ταξίμια, όμως, του μπαρμπα-Γιάννη είναι μοναδικά, πραγματική σπουδή για το όργανο και τον χαρακτήρα του. Μαζί με τον Τσιτσάνη έγραψαν τα καλύτερα οργανικά, κι ας υπήρχαν άλλοι μεγαλύτεροι δεξιοτέχνες. Η πενιά και τα δάχτυλά του πάνω στην ταστιέρα του οργάνου έγραψαν ιστορία, όπως έγραψαν και τα τραγούδια του, στη δισκογραφία και στη συνείδησή μας. Ως συνθέτης κατάφερε να ενώσει το ύφος της καντάδας και του θαλασσινού αλέγκρο με την αδρότητα του ρεμπέτικου, γράφοντας μνημειώδη τραγούδια. Κατά τον Μπαγιαντέρα, τον Κερομύτη και πολλούς ακόμη συνοδοιπόρους του ήταν «η ψυχή του ρεμπέτικου», και αυτό δεν περιορίζεται αυστηρά στον χαρακτήρα του και στη συμπεριφορά του αλλά διαπερνά τη μουσική του ως απόλυτη αυθεντική έκφραση των όσων τού αναγνώριζαν οι συνάδελφοί του. Εκτός από σπουδαίος λαϊκός συνθέτης και μπουζουξής, με μεγάλη δύναμη στα ταξίμια, υπήρξε και από τους εκφραστικότερους τραγουδιστές. Στη δεκαετία του 60, αν και σε περίοδο ύφεσης, τραγούδησε με μοναδικό τρόπο το Πέντε Έλληνες στον Άδη και το Βγήκε ο Χάρος να ψαρέψει, αποδεικνύοντας πως το ρεμπέτικο δεν συνάδει με τις γυαλιστερές, στρογγυλευμένες φωνές, αλλά έχει τα δικά του όπλα, δυναμική και έκφραση που διέθεταν ο Μάρκος και ο Παπαϊωάννου και λιγοστοί ακόμη της γενιάς τους που διασώθηκαν στα νεότερα χρόνια.

 

Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 04 Αυγούστου 2018 11:11
Γιάννης Κυπαρίσσης

Κυπαρισσό-μιλω

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση