παρατηρώντας τον χρόνο να διαπερνά τους τοίχους -νέοι σοβάδες που το «εγκαταλείπουν» σε σημεία, ίσα ίσα για να αποκαλύψουν παλιές ταπετσαρίες, παλιές δεκαετίες, άλλους αιώνες και ζωές- το μόνο που σκέφτεσαι είναι πως αυτή η έκθεση σε αυτό τον χώρο αυτή τη στιγμή είναι ένα δώρο. Ποικίλης μορφής.
Μια συλλογή από ευκαιρίες. Να δεις έναν χώρο στην εγκατάλειψη του, πριν η νέα εποχή το περιλάβει στα δύσκαμπτα χέρια της και το μεταμορφώσει σε σειρήνα από ένα ακόμη τουριστικό οδηγό, να «μυρίσεις» την ιστορία μιας πόλης που θα μπορούσε να είναι αλλιώς, πιο όμορφη, πιο σικάτη, πιο σεβάσμια απέναντι στον χρόνο και το παρελθόν της και βεβαίως να μοιραστείς την αγωνία των καλεσμένων εικαστικών πάνω σε αυτή την αστική ιστορία, αφού η τέχνη ξέρει να αφουγκράζεται καλύτερα από όλους την «πτώση» του μεγαλείου και τους ξεφλουδισμένους εφιάλτες που το συνοδεύουν μέσα στον χρόνο.
Ο αστικός μη κερδοσκοπικός οργανισμός artefact athens -μετά τις μεγάλες εκθέσεις “Το φαινόμενο της πεταλούδας” στο Εργοστάσιο Μουζάκης Πεταλούδα και “Reality Check I–II” στο Ψυχιατρικο Νοσοκομείο Αττικής Δαφνί- είναι αυτός που σκέφτηκε ορθά να παρουσιάσει αυτή τη νέα έκθεση σύγχρονης τέχνης σε αυτό τον απίθανο χώρο της οδού Πανεπιστημίου (νούμερο 46). Και ο Κώστας Πράπογλου, αυτός που κλήθηκε να την επιμεληθεί.
Διαβάζω στις οδηγίες: «Οι μεγάλες αίθουσες, τα μικρότερα δωμάτια, οι διάδρομοι και τα διάφορα περάσματα συγκροτούν μια συνειδησιακή ροή και μια συναισθηματική διαδρομή. Η ενεργοποίηση αυτού του χώρου αντιπροσωπεύει συμβολικά μια πνοή ζωής, δημιουργικότητας και έμπνευσης. Σηματοδοτεί μια ζωτική δύναμη και μια επιθυμία για αναγέννηση και εξέλιξη. Είναι σαν ένα νέο διαβατήριο για αναρίθμητους προορισμούς».
Το μέγαρο ξεκίνησε τη ζωή του ως συγκρότημα οικογενειακών κατοικιών, χτισμένο από τον αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ (1837-1923) το 1890 για την οικογένεια του Ερρίκου Σλήμαν. Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει το Αρσάκειο εκπαιδευτικό ίδρυμα, έγινε ξενοδοχείο για σύντομο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια μετατράπηκε σε γραφεία για δικηγόρους και συμβολαιογράφους, ενώ φιλοξένησε και καταστήματα που άφησαν το αποτύπωμά τους στην κοινωνική ζωή της πόλης. Στη συνέχεια του 20ου αιώνα προστέθηκε ο εμβληματικός κινηματογράφος Ιντεάλ (οι πιο τυχεροί πρόλαβαν και υπέροχο ομώνυμο εστιατόριο να το συνοδεύει), που έγινε το στέκι της σινέ καρδιάς μας και κάποιος αποφάσισε βάναυσα πως ήρθε η ώρα του να χαθεί στον χρόνο.
Οι 44 καλλιτέχνες που προσκλήθηκαν και αποδέχτηκαν τη συμμετοχή, περιηγήθηκαν στους χώρους -πρώτο και δεύτερο όροφο και ακάλυπτο/αυλή-, διάλεξαν δωμάτια και ακούμπησαν την ταυτότητα τους και την προσωπική τους σκέψη πάνω στους πεσμένους τοίχους, στα φθαρμένα ξύλινα πατώματα ή ακόμη κι αυτά τα καμένα ή σπασμένα παράθυρα σε περιπτώσεις, και άφησαν τον χρόνο να επικοινωνήσει με την επιθυμία τους. Κι αφέθηκαν να μπλέξουν τη δική τους μνήμη, τη δική τους οπτική γωνία με τη συλλογική της πόλης. Και να παρουσιάσουν τελικά έργα που ανταποκρίνονται στον χώρο (site-specific) και στο εννοιολογικό πλαίσιο (context-responsive), αλλά και να δημιουργήσουν με το οπτικό, πολυμεσικό λεξιλόγιό τους εγκαταστάσεις χώρου, βίντεο, γλυπτά και ζωγραφική.
Πατώντας ΕΔΩ θα εμφανιστεί ολόκληρο το άρθρο με τις πολλές φωτογραφίες του Χρίστου Σιμάτου που περιλαμβάνει την παρουσιάση των 44 περιπτώσεων που συμμετέχουν σ'αυτήν την έκθεση. Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 17 Νοεμβρίου.
Και Μέγαρο Σλήμαν - Μελά: Η ιστορία του εμβληματικού κτηρίου