Πράγματι, στην Ελλάδα δίνουμε το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση του διαθέσιμου εισοδήματος για να καλύψουμε στεγαστικές ανάγκες. Παράλληλα, οι ενοικιαστές αυξάνονται σταθερά τα τελευταία χρόνια, με το ποσοστό των ενοικιαστών να ξεπερνά το 30% του πληθυσμού το 2023. Η εργασιακή και οικονομική επισφάλεια, οι υψηλές τιμές αγοράς κατοικίας και ενοικίων, καθώς και τα αυστηρά κριτήρια δανειοδότησης έχουν οδηγήσει σε μια δομική αλλαγή στον τρόπο στέγασης, με την ενοικίαση κατοικίας να γίνεται η μοναδική επιλογή για πολλούς νέους ανθρώπους. Η «γενιά των ενοικιαστών» όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται κυρίως σε νέους ανθρώπους, συνήθως ηλικίας 20-35 ετών, οι οποίοι, λόγω οικονομικών συνθηκών και άλλων παραγόντων, δυσκολεύονται να αγοράσουν δικό τους σπίτι και αναγκάζονται να νοικιάζουν. Οι ενοικιαστές αποτελούν μια κοινωνική ομάδα με υψηλό βαθμό κινδύνου οικονομικής ανέχειας και στεγαστικής επισφάλειας, καθώς καταβάλλουν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για στέγαση.
Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση "θυμήθηκε" το Ταμείο Ανάκαμψης για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης, τρία ολόκληρα χρόνια αφού είχε κατατεθεί το πρώτο της σχέδιο, στο οποίο οι προβλέψεις για στεγαστική πολιτική ήταν σχεδόν μηδαμινές. Ωστόσο, η κατεύθυνση των 2 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης στο πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» είναι προβληματική. Τα χρήματα αυτά διατίθενται κυρίως σε δάνεια, στα οποία συμμετέχουν και οι τράπεζες. Αυτό σημαίνει ότι μεγάλο μέρος της «γενιάς των ενοικιαστών» αποκλείεται από τη χρηματοδότηση, ενώ οι τράπεζες, που έχουν ευθύνη για τον αποκλεισμό από χρηματοδοτήσεις, επιβραβεύονται. Εν αντιθέσει, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες κατευθύνουν πλήθος σχετικών πόρων στην κατασκευή δημόσιας κοινωνικής κατοικίας, δημιουργώντας μια αξιόπιστη εναλλακτική από την αγορά.
Όσον αφορά τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, όπου στη χώρα μας παρατηρείται μια ραγδαία τουριστικοποίηση της κατοικίας, το μέτρο που ανακοίνωσε η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα, εφόσον προβλέπεται να μην εκδίδονται νέες άδειες σε ήδη κορεσμένες τουριστικά περιοχές. Αντιθέτως, πρέπει να τεθούν ανώτατα όρια αδειών και να απαγορευτεί η δραστηριοποίηση σε νομικά πρόσωπα. Με αυτόν τον τρόπο, η κατοικία προστατεύεται από τη μετατροπή της σε τουριστικό κατάλυμα, καθώς αυτό μειώνει το διαθέσιμο απόθεμα κατοικίας για τους μόνιμους κατοίκους και αυξάνει τις τιμές των ενοικίων.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, όπως το Άμστερνταμ, η Βαρκελώνη και το Παρίσι, έχουν επιβάλει περιορισμούς στις βραχυχρόνιες μισθώσεις για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που προκαλούνται από την έλλειψη διαθέσιμων κατοικιών λόγω τουριστικοποίησης της κατοικίας. Αυτοί οι περιορισμοί περιλαμβάνουν όρια στη διάρκεια των μισθώσεων, αυστηρούς κανονισμούς για την καταχώριση των ακινήτων και γεωγραφικές ζώνες.
Παράλληλα, η κυβέρνηση δεν προχωρά σε ουσιαστικές παρεμβάσεις στην αγορά ενοικίου. Μέχρι πρόσφατα κυρίως λόγω των προσιτών τιμών της ενοικιαζόμενης κατοικίας στην Ελλάδα, αλλά και του υψηλού ποσοστού ιδιοκατοίκησης, δεν είχε υπάρξει κάποια ανάγκη για ρύθμιση στη σχετική αγορά, όμως σε πολλές χώρες υπάρχουν σχετικά νομοθετικά πλαίσια. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα αποτελεί το ολλανδικό μοντέλο, το οποίο βασίζεται σε ένα σύστημα βαθμολογίας που αξιολογεί την ποιότητα της κατοικίας. Αν η βαθμολογία μιας κατοικίας δεν ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένο όριο ποιοτικών προδιαγραφών, τότε η κατοικία βγαίνει από την ελεύθερη αγορά και μπαίνει σε καθεστώς ρυθμιζόμενης τιμής. Αυτό εξασφαλίζει ότι οι ενοικιαστές πληρώνουν ένα δίκαιο ποσό σε σχέση με την ποιότητα της κατοικίας τους και αυξάνει το διαθέσιμο απόθεμα προσιτής κατοικίας. Εν αντιθέσει οι ενοικιαστές φαίνεται να στοχοποιούνται. Ανάμεσα στα μέτρα που ανακοίνωσε ο σύμβουλος του πρωθυπουργού Α. Πατέλης, βρίσκεται ο "Τειρεσίας για ενοικιαστές", ένα μητρώο για όσους ενοικιαστές έχουν οφειλές, με σκοπό να αποκλείει από το δικαίωμα στην στέγη όσων αδυνατούν να πληρώσουν τις εξωφρενικές αυξήσεις στην κατοικία .
Η στεγαστική κρίση στην Ελλάδα απαιτεί άμεσες και ουσιαστικές παρεμβάσεις. Τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ 2024 δεν επαρκούν για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της «γενιάς των ενοικιαστών». Από την άλλη, φαίνεται να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μεγάλων εκμισθωτών, των τραπεζών και των funds. Αντίθετα, πρέπει να υπάρξει ένα ολιστικό σχέδιο για την εξασφάλιση του δικαιώματος στην κατοικία με προσιτούς οικονομικά όρους και ποιοτική διαβίωση. Η κυβέρνηση πρέπει να επενδύσει σε δημόσια κοινωνική κατοικία, να ρυθμίσει την αγορά ενοικίων, να περιορίσει τις βραχυχρόνιες μισθώσεις και να προστατεύσει τους ενοικιαστές από την αισχροκέρδεια και τη χρηματιστικοποίηση της κατοικίας. Μόνο με μια νέα ολιστική προσέγγιση που θα περιλαμβάνει όλες τις πτυχές του ζητήματος θα εξασφαλιστεί το δικαίωμα στην κατοικία για όλους τους πολίτες.