Τέλεια πρωταγωνίστρια. Η πεντάχρονη τότε Κουβένανζε Γουάλις, που όπως δήλωσε ο σκηνοθέτης Μπεν Ζάιτλιν όταν πέρασε από ακρόαση τη Γουάλις, αμέσως συνειδητοποίησε ότι ήταν αυτό που έψαχνε. "Είδαμε 4000 παιδιά, αλλά θα μπορούσαμε να είχαμε δει και 20.000 και να μην την είχαμε βρει. Εγώ την είδα στη δεύτερη ακρόασή της και ήταν μια από εκείνες τις στιγμές που οι ουρανοί ανοίγουν και το σύμπαν χαμογελά. Η στιγμή που ήξερα ότι μπορώ να κάνω την ταινία". Η 9χρονη σήμερα Κουβένανζε, για την ερμηνεία της σ’αυτήν την ταινία είναι υποψήφια για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου και έγινε έτσι η νεότερη ηθοποιός που το κατορθώνει αυτό στη συγκεκριμένη κατηγορία. Το ωραίο είναι πως σ'αυτήν την κατηγορία, μία από τις συνυποψήφιές της είναι η 86χρονη Γαλλίδα ηθοποιός Εμανουέλ Ρίβα, για την ερμηνεία της στην ταινία του Μ.Χάνεκε "Αγάπη". Αν εξαρτιώταν από εμένα, παρόλο που και των δυο οι ερμηνείες είναι εκπληκτικές, θα απέφευγα να ψηφίσω τη μικρή. Νομίζω πως ένα τέτοιο μεγάλο βραβείο σ'αυτήν την ηλικία περισσότερο δένει κόμπους παρά τους λύνει.
Τι πετυχαίνει αυτή η φευγάτη, ανεξάρτητη και φτηνή ταινία; Να ελαττώσει τις αποστάσεις ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό, στα ζώα και τους ανθρώπους, στα σκουπίδια και στα μη σκουπίδια, ανάμεσα στην λάσπη στο νερό και στο χώμα, ανάμεσα στην υγεία και στην αρρώστια, στην τρέλα και την ισορροπία, στην ατομικότητα και στην κοινότητα, ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία, στο φευγαλέο και στο μόνιμο, ανάμεσα στην παιδικότητα και την ωριμότητα, ανάμεσα στα φύλα, στο σώμα και στη ψυχή, στο χώρο και στο χρόνο, ανάμεσα στην επιβίωση και στην απόλαυση και πάνω απ'όλα ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Εκεί, μέσα σ'αυτήν την απίθανη ενότητα ανασαίνει ένας κόσμος στα όρια του πρωτογονισμού που δοκιμάζεται την εποχή που ο καταστροφικός τυφώνας "Κατρίν" κτύπησε τη Νέα Ορλεάνη.
Οι άνθρωποι αυτοί κερδίζοντας το στοίχημα στον πραγματικό κόσμο το κερδίζουν και στο χώρο της τέχνης καταφέρνοντας να μας μεταγγίσουν την αίσθηση που έχουν για τη ζωή. Ζώντας σε πλήρη συμβατότητα με τον φυσικό κόσμο, η καθημερινότητά τους αποπνέει μια άγρια ποίηση που αντλεί από την ριζωμένη αντίληψή τους ότι αυτή αποτελεί μέρος της συμπαντικής αρμονίας. Κάπως έτσι φαντάζομαι πως θα ζούσαν οι μακρινοί πρόγονοί μας, που υπογείως επιβιώνουν σε σημερινές υπάρξεις όπου οι πρωτόγονες πράξεις τους δεν εμποδίζουν να εκφραστούν τα βαθύτερα ευγενή συναισθήματά τους. Κι έτσι μας οδηγούν να ξανακοιτάξουμε τους εαυτούς μας μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες σε σχέση μ'αυτό που υπήρξαμε κάποτε πριν από χιλιάδες χρόνια και που μας έφερε στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα. Άραγε αυτό θέλαμε να γίνουμε; Αυτό που σίγουρα είναι φανερό μέσα στο φίλμ είναι πως εμάς, τα τέκνα του 21ου, δεν μας εμπιστεύονται τα "μυθικά πλάσματα του νότου". Κι έχουν σοβαρούς λόγους για αυτό.
Η ταινία μοιάζει να μην έχει υπόθεση, ίντριγκα, σασπένς. Είναι σχεδόν στα όρια του ντοκιμαντέρ. Αν δεν αφεθείς να σε παρασύρει η μικρή - Ονδουριανής καταγωγής - Κουβένανζε σ’αυτό το τίποτα που τα περιέχει όλα, μάλλον θα βαρεθείς γρήγορα. Αν όμως πιαστείς στα δίχτυα της, τότε ένα θαμμένο κομμάτι του εαυτού σου μπορεί να βγει από τον τάφο του και να διεκδικήσει το μερίδιό του στη ζωή. Πολλές στιγμές ένοιωσα να με διεγείρουν εκείνα τα αρχέγονα ταξίμια του ενστίκτου που, ως αυτοδίδακτο αυτό, ξέρει πολύ καλά να νικάει φόβους, να παλεύει ψυχή τε και σώματι τα ανυπέρβλητα εμπόδια, να ανοίγει αγκαλιές και να τραγουδάει, να ξεδίνει και να δίνει ορμή για να εμψυχώσει τη ζωή μέσα σε ένα περιβάλλον που με τους δικούς μας όρους είναι στα όρια της χωματερής. Κι έτσι αυτό που τελικά σε κερδίζει, είναι όπως λέει κι ο Ρενέ Σάρ, μια χρυσαφιά ανταύγεια που αναδύεται μέσα από το σκοτάδι πίσσα. Μια ανταύγεια, που αν και μας είναι άγνωστος κι απρόσιτος ο λύχνος της, διατηρεί όμως άγρυπνο το κουράγιο και τη σιωπή.
Αφθονούν τα πλάνα που σε ανασυνθέτουν βελονίζοντάς σε αλά Κινέζικα. Αλλά τη σκηνή όπου τρεις μικρές μαζί με την πρωταγωνίστρια Χάσπαπι οδηγούνται από ένα πλοιάριο σ'ενα μαγικό μπαρ της Νέας Ορλεάνης, που σχεδόν υπερίπταται πάνω από τη θάλασσα, με πουτάνες, μουσικούς και γκαρσόνες, τη ζήλεψα. Θα ήθελα πολύ να την είχα γυρίσει εγώ. Είναι απ’αυτές τις σελίδες της τέχνης όπου αναβλύζει υψηλός πολιτισμός καθώς αυθεντικά συναισθήματα λυώνουν τον πάγο του στερεότυπου. Σ’αυτήν την χρυσή τομή των ακραίων στιγμών πάντα βρίσκω ένα κομμάτι του εαυτού μου. Που το ίδιο έχω παρατηρήσει πως ισχύει και για πολλούς από εμάς, τους εκπολιτισμένους του 21ου αιώνα. Γιατί πως αλλιώς να ξεπηδήσει μια τέτοια ταινία που μας φέρνει σ’επαφή με τις βαθύτερες ρίζες μας στην μητρόπολη του καπιταλισμού και να μας κερδίσει;

Δεν μας έκανε να την εκτιμήσουμε περισσότερο όταν μάθαμε τα μέχρι στιγμής βραβεία αυτής της χειροποίητης ταινίας. Μια μικρή αναφορά αξίζει όμως να γίνει. Αυτή λοιπόν, η ταινία πέτυχε αυτό που μόνο oι Στίβεν Σόντερμπεργκ και Κουέντιν Ταραντίνο έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα. Να πάρουν δηλαδή βραβείο τόσο στο ανεξάρτητο φεστιβάλ του Σάντανς όσο και στις Κάννες. Έχει επίσης κερδίσει και τέσσερις υποψηφιότητες για τα φετινά Όσκαρ.
Μιλάει ο 31χρονος, Αγγλικής καταγωγής σκηνοθέτης Μπεν Ζάιτλιν, που έζησε και στην Πράγα και στην Ν.Υόρκη: Κι όμως το σενάριο βασίστηκε σ’ένα θεατρικό έργο. Ήθελα να κάνω ένα φιλμ που να σέβεται τον τρόπο που βλέπουν τον κόσμο τα παιδιά. Είναι κοντά στον δικό μου τρόπο, όπου μερικές φορές νιώθω κάτι αόρατο να ζει και να κινείται διπλά μου.
Έτσι όταν ήρθε η Κουβένανζε όχι μόνο απογείωσε τον ρόλο, αλλά έφερε μαζί και μια ειλικρίνεια και μια αλήθεια. Έχει μια σοφία στην κανονική της ζωή που είναι αξιοθαύμαστη, μια ηθική και μια ηρεμία που δεν πίστευα ότι θα βρω σε ένα παιδί. Ο χαρακτήρας της είναι τέτοιος ώστε γρήγορα καταλάβαμε ότι θα πρέπει να προσαρμόσουμε την ταινία σε αυτή. Έτσι ξαναγράψαμε σχεδόν ολόκληρη την ταινία πάνω της.
Γράψαμε λοιπόν, μαζί με την Λούσι Άλιμπαρ ένα ολοκληρωμένο σενάριο πριν ξεκινήσουμε γυρίσματα, αλλά με τρόπο που να μπορεί να χωρέσει, το απρόσμενο, μέρη και ανθρώπους που συναντάμε. Σχεδόν κανένας κανόνας δεν ισχύει σ’αυτό το μέρος που κάναμε τα γυρίσματα.
Η πραγματική ερώτηση για μένα είναι πως βρίσκεις τη δύναμη να στέκεσαι και να παρακολουθείς το μέρος που σε έφτιαξε να πεθαίνει, διατηρώντας ταυτόχρονα την ελπίδα και το εορταστικό πνεύμα που το καθορίζει; Βρήκα τις απαντήσεις στους ανθρώπους της ταινίας, σ'αυτό το ξεχασμένο μέρος. Είναι ένα μέρος άγριο, ελεύθερο. Και είναι απολίτικο. Είναι σαν να ζεις σε μια υπέροχη φούσκα, που έχει την δική της ζωή. Είναι ένα συντηρητικό μέρος, αλλά ποτέ δεν έχω υπάρξει τόσο καλός φίλος με πραγματικά συντηρητικούς ανθρώπους. Μοιάζει σαν το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να γιορτάσουν τη ζωή, δεν υπάρχουν στεγανά μεταξύ των ηλικιών των τάξεων.

Η γεωγραφία της ταινίας ήταν διαφορετική πριν βρω την πόλη που γυρίσαμε. Αντιμετώπισα τον τόπο σαν ένα ακόμη χαρακτήρα, σαν ένα ηθοποιό, οπότε γράφαμε συνεχώς, ακόμη και στην διάρκεια των γυρισμάτων, διορθώναμε, αλλάζαμε, προσθέταμε αφαιρούσαμε γιατί θέλαμε να μοιάζει ότι η ταινία γεννήθηκε, φύτρωσε σε εκείνο το μέρος με εκείνους τους άγριους γενναίους και καλόκαρδους ανθρώπους, αντί να μοιάζει με ένα συγκεκριμένο έτοιμο όραμα που το φορέσαμε με το ζόρι στον τόπο. Το γύρισμα της ταινίας τελικά ήταν σαν κάποιος να σου πετάει πέτρες κι εσύ να προσπαθείς να τις αποφύγεις και την ίδια στιγμή να γυρίσεις την ταινία. Ήταν δύσκολο, απαιτητικό αλλά την ίδια στιγμή έδωσε στην ταινία μας, μια αυθόρμητη αίσθηση, μια ενέργεια που μας κρατούσε συνεχώς σε εγρήγορση. Και ήταν καλύτερα έτσι νομίζω τελικά.
Γιατί δεν πρέπει να είσαι τόσο αφοσιωμένος σε αυτό που έχεις στο μυαλό σου, ώστε να μην αφήνεις την πραγματικότητα να εισβάλει στο φιλμ. Καταλήγεις να προσπαθείς να επιβάλεις την δική σου εικόνα για τον κόσμο αντί να αφήσεις τον κόσμο της ταινίας σου να γίνει ένα με τον αληθινό κόσμο γύρω σου. Χρειάστηκαν δύο χρονιά για να μοντάρουμε το φιλμ. Γυρίζοντας με αυτό τον χαοτικό τρόπο καταλήξαμε να έχουμε πολλές τρύπες από πράγματα που δεν καταφέραμε να κινηματογραφήσουμε πότε. Αλλά κι αυτό για μένα ήταν μέρος της πρόκλησης.