Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Σάββατο, 21 Μαρτίου 2015 19:03

KAVAFIS 4X4

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Όσοι έχουν εμπειρίες που τις σκέφτονται ως ποιητικές ή τις αποκαλούν έτσι, σπανίως τα ποιήματα τους αγγίζουν. Αυτοί που γράφουν ποιήματα για να μπορούν να ανασαίνουν, καμιά φορά είναι τυχεροί. Πότε; Όταν τα ποιήματά τους βρίσκουν αναγνώστες που ζουν ή έχουν ζήσει με κομμένη την ανάσα σε κόψεις ξυραφιών και γίνονται το οξυγόνο τους.

 

 

Αυτό που για πολλούς είναι η ποίηση για κάποιους άλλους είναι μια μαλακία και μισή. Αυτοί που αγαπούν τη ζωή ενδέχεται σε κάποια βαθύ μπλου φάση της ζωής τους να ποτίστηκαν δωρεάν με ποιήματα που έβγαζαν λάμψη χρυσοκόκκινη. Αν σε δύο αρέσουν τα ίδια ποιήματα δεν είναι καθόλου απίθανο ο ένας, για χι λόγους, να λιώσει το κεφάλι του άλλου πατώντας το εν ψυχρώ με τη μπότα του.  

Η πιο συνηθισμένη εικόνα που έχω για την ποίηση είναι το σκουπόξυλο της μάγισσας. Το καβαλάω και ίπταμαι στους ουρανούς μου, τους μέσα και τους έξω, τους γνωστούς και τους άγνωστους. Το καβαλάω κι απολαμβάνω το ταξίδι. Μέσα από στίχους είδα καλύτερα τον εαυτό μου, προπάντων όταν ένιωθα τον κόσμο να πάλλεται. Αγαπημένοι στίχοι πιστεύω ότι έσταξαν σταγόνες στην ψυχή μου βοηθώντας στο να υπερβαίνω καμιά φορά τον εαυτό μου με τα φτερά της αλήθειας μου. Και ενίοτε να έρχομαι στη θέση του άλλου, του αδύναμου, όπως λόγου χάρη στη θέση αυτή στην εποχή μας βρίσκεται η ποίηση στη ζωή και ως τέχνη. Και άλλα πολλά, που όλα νομίζω ότι έχουν ένα κοινό παρανομαστή: την ομορφιά που προκαλεί ταραχή, που ξελογιάζει τα άπαντα του κόσμου, με την ίδια ένταση που μια τρεμάμενη ηλιαχτίδα κοντράρει στα ίσα το ατέλειωτο σκοτάδι με τις χιλιάδες μεταμφιέσεις του.

Η μεγάλη ποίηση ξεκινά με τον Όμηρο λένε οι μελετητές. Και η σκυτάλη αλλάζει διαρκώς χέρια μέσα στους αιώνες, με μια διαφορά όμως. Ο επόμενος είναι αυτός που την παίρνει από κάποιους προηγούμενους που την φρόντισαν, την στόλισαν και την πρόσεξαν σαν γνήσιο τίμιο ξύλο.

Επειδή τα γούστα έχουν μεγάλο βαθμό αυθαιρεσίας και οι συνθήκες ζωής διαφέρουν ανεξάρτητα από τη θέλησή μας, ο καθένας που καλλιεργεί μια σχέση με τα ποιήματα - ποιητής και αναγνώστης -  έχει περάσει στο αίμα του τους δικούς του ποιητές, αυτούς που όταν υπάρχει ανάγκη τους ακούει και στον ύπνο του. Και προς αυτούς υπνοβατεί όταν σφίγγουν τα γάλατα και τα "εξαρτάται" πληθαίνουν, για να αναμετρηθεί με την ματιά τους. 

Πέρα από την υποκειμενική ατζέντα υπάρχουν και οι αντικειμενικές. Αυτές άλλοτε αλλάζουν κι άλλοτε για δεκαετίες παραμένουν ίδιες . Όταν τα ποιήματα που βρίσκονται στη λίστα βρίσκουν αναγνώστες και τους εκφράζουν τότε ξανανιώνουν, διαφορετικά γερνούν ασταμάτητα κι ας βρίσκονται σε μια περίοπτη θέση στις σκονισμένες βιβλιοθήκες του κόσμου. Οι δυτικοί συγκλίνουν να θεωρούν ως βαριά άρρωστους του 20ου αιώνα που θεραπεύτηκαν από την ποίησή τους, αρκετούς. Ανάμεσα τους κρατάνε πάντα μια θέση για τους Κωνσταντίνο Καβάφη, Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, Έζρα Πάουντ, Τ.Σ. Έλιοτ, Φεντερίκο Λόρκα, Πάουλ Τσέλαν, Σύλβια Πλάθ, Πάμπλο Νερούντα, Άλεν Γκίνσμπεργκ, και Ρομπέρτο Μπολάνιο. 

Τον Καβάφη τον βρίσκουμε πια και σε όλες τις ελληνικές λίστες του 20ου αιώνα. Παρέα με τους Παλαμά, Βάρναλη, Σικελιανό, Σεφέρη, Ελύτη και Ρίτσο και πολλούς άλλους που αρκετοί τους θεωρούν κι αυτούς μεγάλες ποιητικές φυσιογνωμίες. Να όπως π.χ τους Αλεξάνδρου, Αναγνωστάκη, Ασλάνογλου, Βρεττάκος, Δημουλά, Εγγονόπουλο, Εμπειρίκο, Καββαδία, Καρούζο, Καρυωτάκη, Κατσαρό,                                                Λαπαθιώτη, Λεοντάρη, Πατρίκιο, Ν. Παναγιωτόπουλο (του Σύσσημου), Σαραντάρη, Σαχτούρη, Σινόπουλο, Ρουκ, Χιόνη, Χριστιανόπουλο, κ.ά.

Σήμερα, παγκόσμια ημέρα της ποίησης ( εδώ ), φαντάζομαι πως το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει στις χαώδεις μητροπόλεις με τους σπινταριστούς κατοίκους, από αυτούς που έχουν τη διάθεση να γιορτάσουν και να τιμήσουν αυτήν τη μέρα, είναι να βγουν έξω και να απαγγείλουν ποιήματα της αρεσκείας τους. Έξω, στους δρόμους δηλαδή, και στις πλατείες, στα ΜΜΜ, στα καφέ και στα καφενεία, στις ταβέρνες, στις τράπεζες και στις αγορές, στα νοσοκομεία, στα ζαχαροπλαστεία και στα νεκροταφεία, κι όπου αλλού τους γυαλίσει. Αυτοί όμως αγοροφοβικοί εκ γεννετής τάχα μου, κλείνονται σε αίθουσες και βουλιάζουν ευχαριστημένοι στις θέσεις τους. Η αλήθεια είναι ότι μερικές φορές το παλεύουν και τότε ακούγεται στις υψηλές συχνότητες μια αγωνία στην προσπάθειά τους να αγγίξουν με στίχους τον αγχωμένο και σκληρόπετσο θεατή. Τέλος πάντων, ακόμα κι αν λειτουργούν μέσα από τη σύμβαση των αιθουσών, τους ευχόμαστε καλή επιτυχία και για φέτος και για τα άπειρα χρόνια που περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους για να μας έρθουν.

Ο Καβάφης είναι η διαχρονική μου αγάπη. Από σαράντα χρόνια πριν που τον πρωτοδιάβασα έως τώρα. Τιμώντας τον γι'αυτόν τον λόγο τη μέρα αυτή, διάλεξα τέσσερα ποιήματά του, που τα δένει ένα δίχρωμο σαν της ελιάς το φύλλο, νήμα. Άλλο με τάισαν με την πρώτη ανάγνωση κι άλλο στις επόμενες που επέστρεψα κοντά τους.  

 Πολύ σπανίως 

Είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός,
σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις,
σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι.
Κι όμως σαν μπει στο σπίτι του να κρύψει
τα χάλια και τα γηρατειά του, μελετά
το μερτικό που έχει ακόμη αυτός στα νειάτα.

Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε.
Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν η οπτασίες του.
Το υγιές, ηδονικό μυαλό των,
η εύγραμμη, σφιχτοδεμένη σάρκα των,
με την δική του έκφανσι του ωραίου συγκινούνται.

(1911-1913)

Γιατί οι έφηβοι δεν αρκούνται σ'αυτά που ζουν στο δικό τους χρόνο; Και οι στίχοι του γέρου που τους συγκινούν, πότε γράφτηκαν; Λοιπόν ιδού τι παίζει. Ο γέρος πέρασε κάποτε σε στίχους τις οπτασίες του, παίρνοντάς τες από το σώμα του. Τώρα όμως δεν τον νοιάζουν αυτοί καθ'εαυτοί οι στίχοι του. Τώρα, πολύ σπανίως βεβαίως, τον ανεβάζει το γεγονός που νέοι, με τον δικό τους άπλετο χρόνο συγκινούνται και από τα δικά του πάθη που τα έζησε στους άλλους χρόνους της δικιάς του νεότητας. Η μαγική τράπουλα του χρόνου απλωμένη σε όλο της το ποιητικό μεγαλείο, μεταφέροντας συγκινήσεις. Και στην άκρη της αλυσίδας του χρόνου, είμαστε εμείς, στο δικό μας τώρα. Το ποίημα αυτό λες κι έχει τοποθετήσει ο ποιητής πολλούς καθρέφτες του χρόνου σε διάφορες θέσεις, αντανακλώντας ο ένας τους άλλους και δίνοντάς μας πολλές οπτικές μέσω του χρόνου. Όσο για το γέρο ξοφλημένο ποιητή, εκτός απ'αυτό το μερτικό, και γενικά εκτός από έναν κάποιο λόγο, δε φαίνεται να περνάει η μπογιά του στα νειάτα για μια ακόμα αιτία. Και αν αυτό είναι δυστυχία ή ευτυχία, ως γέροι κάποτε μπορεί ν' απαντήσουμε κι εμείς. Τουλάχιστον στον εαυτό μας.

 

Νέοι της Σιδώνος ( 400 μ.Χ) 

Ὁ ἠθοποιός πού ἔφεραν γιά νά τούς διασκεδάσει
ἀπήγγειλε καί μερικά ἐπιγράμματα ἐκλεκτά.

Ἡ αἴθουσα ἄνοιγε στον κῆπο ἐπάνω
κ’ εἶχεν μιάν ἐλαφρά εὐωδία ἀνθέων
πού ἑνώνονταν μέ τά μυρωδικά
τῶν πέντε ἀρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, καί Κριναγόρας, καί Ριανός.
Μά σάν ἀπήγγειλεν ὁ ἠθοποιός,
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει –»
(τονίζοντας ἴσως ὑπέρ τό δέον
τό «ἀλκήν δ’ εὐδόκιμον», τό «Μαραθώνιον ἄλσος»),
πετάχθηκε εὐθύς ἕνα παιδί ζωηρό,
φανατικό γιά γράμματα καί φώναξε

«Ἆ δέν μ’ ἀρέσει τό τετράστιχον αὐτό.
Ἐκφράσεις τοιούτου εἴδους μοιάζουν κάπως σάν λιποψυχίες.
Δῶσε -κηρύττω- στό ἔργον σου ὅλην τήν δύναμί σου,
ὅλην τήν μέριμνα, καί πάλι τό ἔργον σου θυμήσου
μές στήν δοκιμασίαν, ἤ ὅταν ἡ ὥρα σου πιά γέρνει.
Ἒτσι ἀπό σένα περιμένω κι ἀπαιτῶ.
Κι ὄχι ἀπ’ τόν νοῦ σου ὁλότελα νά βγάλεις
τῆς Τραγωδίας τόν Λόγον τόν λαμπρό –
τί Ἀγαμέμνονα, τί Προμηθέα θαυμαστό,
τί Ὀρέστου, τί Κασσάνδρας παρουσίες,
τί Ἑπτά ἐπί Θήβας – καί γιά μνήμη σου νά βάλεις
μ ό ν ο πού μές στῶν στρατιωτῶν τές τάξεις, τόν σωρό
πολέμησες καί σύ τόν Δᾶτι καί τόν Ἀρταφέρνη.»

[1920]

Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει
μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλα∙
ἀλκήν δ’ ευὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι
καί βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος.

[Αυτό το μνήμα σκεπάζει τον Αισχύλο, το γιο του Ευφορίωνα, Αθηναίο, που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα∙ για την ευδόκιμη ανδρεία του μπορεί να μιλήσει το άλσος του Μαραθώνα και ο Πέρσης με την πυκνή χαίτη, που τη γνώρισε καλά.]

Την πρώτη φορά, ο επιπόλαιος, επέλεξα ότι το δίκαιο το είχε ο Αισχύλος. Επίσης, εύκολα επιλέγεις τη στάση του ως παραδειγματική, όταν ένας πατριωτικός οίστρος σε παρασέρνει. Ο πονηρός Καβάφης έκανε ακόμα πιο ολισθηρό το έδαφος βάζοντας απέναντι στον πολεμιστή και μέγα τραγωδό Αισχύλο, αρωματισμένους νεαρούς που οχτώ
 αιώνες μετά, διασκεδάζουν με των αρχαίων τα έργα. Χαμένοι από χέρι οι άσημοι. Και μάλιστα τους υπονομεύει ακόμα πιο πολύ θέτοντας ως αντίπαλο του Αισχύλου ένα παιδί που είναι - άκουσον άκουσον - φανατικό για γράμματα. Αυτοί λοιπόν οι μοσχοαναθρεμμένοι έφηβοι πως να εκτιμήσουν την εποχή που η τύχη της Αθήνας κρεμόταν από μια κλωστή; Που ο Αισχύλος δε μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του δίχως ελεύθερη πατρίδα; Αν το έκαναν θα ήταν ψεύτικοι. Τα παιδιά αυτά όμως έχουν άλλης τάξης πατρίδα. Τα έργα του Αισχύλου έχουν παρακαλώ κι άλλα παρόμοια. Σ'αυτά ζουν, σ'αυτά βρίσκουν νόημα. Κάθε μία από τις δύο θέσεις ανήκει σε άλλο στάτους, ανοίγει διαφορετική ιστορική προοπτική και μπλέκεται με άλλη στάση ζωής. Όμως αυτό το εξαιρετικό που πέτυχε ο Καβάφης είναι η αποδοχή του συναμφότερου. Όσο δίκαιο μεταφέρουν οι δυο θέσεις, άλλο τόσο άδικο κρύβουν. Γι'αυτό η μεγάλη μαγκιά με την οποία μας προκαλεί ο Καβάφης, είναι να αποδεχτούμε ότι η μία θέση εγκυμονεί την άλλη, νυν και αεί. Και με τις δύο λοιπόν, μας προτείνει, σαν εναλλασσόμενο ρεύμα. Ελπίζοντας ότι θ'ανάψουμε και δεν θα καρβουνιάσουμε αν τολμήσουμε στην πραγματική ζωή να βάλουμε τα χέρια μας σ'αυτό το γυμνό του καλώδιο. Το ίδιο τηλεγραφικά και ως "μη", το είπε κι ο Καρούζος

"...Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν ἔχετε δίκιο"

 

Στο διπλανό τραπέζι 

 Θάναι μόλις είκοσι δυο ετών.

Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος που, σχεδόν τα ίσα
χρόνια προτήτερα, το ίδιο σώμα αυτό το απήλαυσα.

Δεν είναι διόλου έξαψις ερωτισμού.
Και μοναχά προ ολίγου μπήκα στο καζίνο·
δεν είχα ούτε ώρα για να πιώ πολύ.
Το ίδιο σώμα εγώ το απήλαυσα.

Κι αν δεν θυμούμαι, πού — ένα ξέχασμά μου δεν σημαίνει.

A τώρα, να, που κάθησε στο διπλανό τραπέζι
γνωρίζω κάθε κίνησι που κάμνει — κι απ’ τα ρούχα κάτω
γυμνά τ’ αγαπημένα μέλη ξαναβλέπω.

(1918-1919)

Αν προσπεράσεις στη φράση "τα ίσα χρόνια πρωτύτερα" τότε το πουλάκι πέταξε. Θα το είχε υπόψη του ο Καβάφης γι'αυτό και σου κτυπάει καμπάνες. Οι επόμενοι πέντε στίχοι του ακριβώς αυτό το παράδοξο υποστηρίζουν αντιμετωπίζοντας όλες τις ενστάσεις που μπορεί να έχεις, θεωρώντας ότι έχει παραισθήσεις ή σου ξεφουρνίζει του μυαλού του ροκανίδια ο γέρος. Πως γίνεται λοιπόν, να απόλαυσε 22 χρόνια πριν ένα σώμα που σήμερα είναι 22 ετών; Μέσα από εικόνες εξαιρετικές, ο Καβάφης φτιάχνει εκ πρώτης όψεως ένα γρίφο. Αν τον προσπεράσεις σε στυλ, έλα μωρέ, πρόκειται για μια παραδοξολογία ενός ποιητή που δεν έπαιξε όσο ήθελε, τότε υποκύπτεις στον εύκολο εαυτό σου. Όπως εγώ. Μετά από χρόνια και ούτε ξέρω γιατί, πρόσεξα αυτήν τη λεπτομέρεια. Κι αυτό που βρήκα σκάβοντας αρκετά είναι ο ορισμός του ποιητικού χρόνου. Όπως το έφτιαξα, αυτός είναι ο χρόνος που έχει γίνει ένα με το σώμα μας, μέσα σε ένα κενό. Στο κενό του χρόνου που έγινε η πράξη. Στην ουσία αυτό που μας λέει ο Καβάφης με εξαιρετικό τρόπο, είναι πως το σώμα μας και οι πράξεις μας δεν είναι ένα και το αυτό. Το σώμα μας κρατάει τους χρόνους των πράξεών μας όταν οι πράξεις μας ζουν ξεκρέμαστες δίχως χρόνο. Ο ποιητικός χρόνος είναι αυτός που λύνει το γρίφο του διπλανού τραπεζιού. Θυμάται ο Καβάφης ένα πότε που υπάρχει μέσα στον ποιητικό χρόνο. Αυτός ο χρόνος λοιπόν, παρόλο που δεν υπάρχει, είναι που αλλάζει την πραγματικότητά μας. Σε μια πορεία που μας οδηγεί γλυκά γλυκά προς τα σύνορα της τρέλας. Αρκεί να κουβαλάμε το σπόρο της μέσα μας. Αλλά υπάρχει κανείς άραγε που δεν τον κουβαλάει;  

 

«Εν τω Μηνί Αθύρ»

Με δυσκολία διαβάζω   στην πέτρα την αρχαία.
«Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ».   Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.
«Εν τω μη[νί] Aθύρ»        «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».
Στη μνεία της ηλικίας   «Εβί[ωσ]εν ετών»,
το Κάππα Ζήτα δείχνει   που νέος εκοιμήθη.
Μες στα φθαρμένα βλέπω   «Aυτό[ν]... Aλεξανδρέα».
Μετά έχει τρεις γραμμές   πολύ ακρωτηριασμένες·
μα κάτι λέξεις βγάζω —   σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,
κατόπιν πάλι «δάκρυα»,   και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος».
Με φαίνεται που ο Λεύκιος   μεγάλως θ’ αγαπήθη.
Εν τω μηνί Aθύρ   ο Λεύκιος εκοιμήθη. 
(1917)

 Το ποίημα το διάβασα κάποτε και δεν θα επέστρεφα ποτέ αν δεν έβλεπα το "Κ.Π Καβάφης, αυτοβιογραφούμενος"  με τον Κων/νο Τζούμα. Η παράσταση, που βασίστηκε στα ημερολόγια που κρατούσε ο ποιητής, μου άρεσε. Έμαθα και πράματα, όπως π.χ ότι ο Καβάφης έπαιζε κομπολόι, έπινε ουίσκι, έκανε αστεία και φάρσες, έπαιρνε πόζες και καλλιεργούσε επισταμένως το στυλ του .  

Μια σκηνή, όπου βλέπουμε τον Καβάφη/Τζούμα να πηγαινοέρχεται στο σαλονάκι του και στον διάδρομο νευρικό κι ανήσυχο, με τα χέρια του διπλωμένα πίσω, έγραψε μέσα μου.  Έχει μηνύσει στον συνεργάτη του Στέφανο Πάργα να έρθει σπίτι του να του δώσει ένα ποίημα για να δημοσιευτεί στο περιοδικό "Γράμματα". Ο Πάργας/ Α.Νταβρής, τον βρίσκει τίγκα στην ένταση. Κι αυτός απλώνει το χέρι του και του λέει:

" Πάρτο, καημένε, αυτό το αριστούργημα, πάρτο γιατί μου καίει τα χέρια". 

Εμείς έχουμε μάθει πια πως άλλοι δημιουργοί κάνουν καλή κριτική στα δικά τους έργα κι άλλοι όχι. Ο Καβάφης θεωρείται ως ένας καλός κριτικός της δουλειάς του. Γι'αυτό λοιπόν το υπέροχο "....μου καίει τα χέρια" ξαναδιάβασα το ποίημα. Και τότε έδωσα σημασία σ'αυτόν τον χωρισμό του κάθε στίχου στη μέση που σε κάνει να το κοιτάξεις από κοντά σαν μια ραγισμένη πέτρα με το μισοσβησμένο της επιτύμβιο. Κι αυτό που τελικά ένοιωσα να γεννιέται απαγγέλοντας το δυνατά, είναι ο αρχαιολόγος που κρύβουμε μέσα μας. Ένας αρχαιολόγος που από ένα λειψό επίγραμμα μέσω της ποίησης, φέρνει στην επιφάνεια μετά από αιώνες την οδύνη και τα δάκρυα, το θάνατο μέσω του άγνωστου Λεύκιου. Κατάλαβα απ' αυτό το ποίημα, πως ο Καβάφης μας παρουσιάζει το πως δουλεύει την ποίησή του, το πως δημιουργεί. Πρόκειται για μια εκπληκτική μεταφορά της ποίησης. Αυτής που από νεύματα, ψιθύρους και αναστεναγμούς, από αδιόρατα ίχνη, από αμφίσημες χειρονομίες και φευγαλέες ματιές, από σπαράγματα μνήμης και θρύψαλα ζωής, ο ποιητής καλείται  να δημιουργήσει μία πλήρη σκηνή όπου μέσα της ξαναζωντανεύουν οι άνθρωποι με τις ιστορίες τους. Ο Καβάφης το πετυχαίνει αυτό με το να αφουγκράζεται το σώμα του, να εμπιστεύεται τα συναισθήματά του, να δουλεύει ως σχολαστικός κι αυτοδίδακτος τεχνίτης τις εμπνεύσεις του και με θεία περίσκεψη μιας και είχε την συνείδηση ότι χαράσσει νέα μονοπάτια. Νομίζω πως αυτό το ποίημα είναι σήμα κατατεθέν της ποίησής του. Που γίνεται διαμάντι γίνεται, αν λίγο το ξύσεις με προσοχή. 

 Για 12 ακόμα ποιήματα από το παγκόσμιο ρεπερτόριο που διάλεξαν 12 Αθηναίοι και Αθηναίες το 2014 πατήστε  εδώ  

 

Ο πίνακας στο τέλος είναι του ζωγράφου Ανδρέα Καραγιάν

Τελευταία τροποποίηση στις Πέμπτη, 21 Μαΐου 2015 19:15
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Τελευταία άρθρα από τον/την Λάκης Ιγνατιάδης

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση