Σύμφωνα με την κεντρική επιλογή της κυβέρνησης και των αρμόδιων υπουργείων Παιδείας και Υγείας, τα σχολικά μαθήματα φέτος δεν θα γίνονται πια με τηλεκπαίδευση αλλά διά ζώσης και με υποχρεωτική παρουσία όλων των μαθητών. Πρόκειται για μια πολιτική απόφαση υψηλού υγειονομικού ρίσκου, όχι μόνο γιατί η επάνοδος με υγειονομική ασφάλεια στη «σχολική κανονικότητα» είναι μη ρεαλιστική σε συνθήκες πανδημίας, αλλά και επειδή παραγνωρίζει (σκοπίμως) τα πιο πρόσφατα επιδημιολογικά-βιοϊατρικά δεδομένα για την αυξημένη μεταδοτικότητα της παραλλαγής Δέλτα του κορονοϊού στα παιδιά και στους εφήβους.
Ετσι, όσοι μέχρι χθες ήταν σκεπτικιστές ή και αντίθετοι με τη διεύρυνση των εμβολιασμών στους ανηλίκους, σήμερα εμφανίζονται ως υπέρμαχοι του μαζικού εμβολιασμού των παιδιών άνω των 12 ετών και, ενδεχομένως, αύριο των παιδιών άνω των 6 ετών, αφού αυτό υποτίθεται ότι προτείνει «η επιστήμη». Αραγε ο μαζικός εμβολιασμός των παιδιών θεωρείται πράγματι από τους ειδικούς μια αρκετά ασφαλής, αποτελεσματική και άρα υγειονομικά επιβεβλημένη επιλογή;
Μύθοι και πραγματικότητες για την ανάγκη
εμβολιαστικής θωράκισης των ανηλίκων
H καθησυχαστική προπαγάνδα της ελληνικής κυβέρνησης υπέρ του ανοίγματος των σχολείων για το έτος 2021-22 στηρίζεται στα πορίσματα των επιτροπών εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι με την αυθεντία τους νομιμοποιούν τα υγειονομικά μέτρα που ελήφθησαν φέτος για την ασφαλή επαναλειτουργία των σχολείων.
Το περίεργο είναι ότι, στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., τόσο οι κυβερνήσεις όσο και οι αντίστοιχες επιστημονικές επιτροπές παραδέχονται -απρόθυμα αλλά ειλικρινά- πως δεν υπάρχουν σίγουρες και εγγυημένες υγειονομικές πρακτικές, ικανές να προασπίσουν την ασφαλή επάνοδο των μαθητών και των δασκάλων τους στα σχολεία. Γι’ αυτό, εξάλλου, προειδοποιούν ότι, ακόμη κι αν διδάσκοντες και διδασκόμενοι έχουν ήδη εμβολιαστεί μαζικά, απαιτείται παράλληλα η διαμόρφωση σε κάθε σχολείο ολιγάριθμων τάξεων από 10 έως το πολύ 15 μαθητές, οι οποίοι οφείλουν όχι μόνο να φορούν διαρκώς μάσκες αλλά και να κάθονται σε μονοθέσια θρανία, τα οποία πρέπει να είναι κατάλληλα τοποθετημένα στις σχολικές αίθουσες ώστε να τηρούνται οι αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ τους (1,5 με 2 μέτρα).
Γιατί κανένα από τα παραπάνω μέτρα δεν υιοθετήθηκε στον τόπο μας; Επειδή, προφανώς, αυτά τα μέτρα θεωρήθηκαν από τις αρμόδιες συμβουλευτικές επιτροπές της σημερινής κυβέρνησης είτε περιττά είτε ανεφάρμοστα και όχι, όπως θα έπρεπε, αναγκαίες προϋποθέσεις για την ασφαλέστερη επιστροφή των μαθητών στα ελληνικά σχολεία. Σε μια προσπάθεια, λοιπόν, να συγκαλύψει τις υγειονομικές ολιγωρίες της, η κυβέρνηση καταφεύγει στη «λύση» της εξαγγελίας του μαζικού εμβολιασμού των παιδιών άνω των 12 ετών.
Επειδή τα σχολεία μας άνοιξαν όπως άνοιξαν, ο μαζικός εμβολιασμός των μαθητών δεν μπορεί πλέον να αναβληθεί και όλοι οφείλουμε να τον αποδεχτούμε ως κατεπείγουσα ιατρική πρακτική για την προστασία όχι μόνο των μαθητών αλλά της ευρύτερης δημόσιας υγείας. Οσοι γιατροί και απλοί πολίτες μέχρι χθες ήταν σκεπτικιστές ή και αντίθετοι με τη διεύρυνση των εμβολιασμών σε ανηλίκους, σήμερα οφείλουν να είναι υπέρμαχοι του μαζικού εμβολιασμού όλων των παιδιών άνω των 12 ετών και, ενδεχομένως, αύριο των παιδιών άνω των 6 ετών, αφού αυτό υποτίθεται ότι επιτάσσει... «η Επιστήμη».
Για την «αναγκαιότητα» εμβολιασμού των ανηλίκων
Αποτελεί, όμως, πράγματι ομόφωνη άποψη «της Επιστήμης» ότι ο μαζικός εμβολιασμός των ανηλίκων είναι αρκετά ασφαλής, αποτελεσματικός και υγειονομικά αναγκαίος;
Οπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, οι πιο πρόσφατες έρευνες επιβεβαιώνουν τις κλινικές, ανοσολογικές και επιδημιολογικές παρατηρήσεις που δείχνουν ότι, από την αρχή της πανδημίας μέχρι σήμερα, η πλειονότητα των παιδιών και των εφήβων διαθέτει σαφώς μεγαλύτερη φυσική ανοσία στις μολύνσεις από τον νέο κορονοϊό απ’ ό,τι οι ενήλικες. Τα ανοσοκύτταρα των ανηλίκων έχουν όντως την έμφυτη ικανότητα να ανιχνεύουν εγκαίρως και να πυροδοτούν την κατάλληλη ανοσοαπόκριση στην περίπτωση μόλυνσης από τον κορονοϊό SARS-CoV-2 (βλ. «Εφ.Συν.» 4.9.2021).
Αν, όμως, τα παιδιά παρουσιάζουν πολύ μικρότερη πιθανότητα να νοσήσουν και να εκδηλώσουν τα πιο σοβαρά συμπτώματα της νόσου COVID-19 σε σχέση με τους ενηλίκους, τότε γιατί ο εμβολιασμός τους θεωρείται αναγκαίος και επιδημιολογικά επιβεβλημένος;
Η πρόταση του μαζικού εμβολιασμού όχι μόνο των υπερηλίκων ή των ενηλίκων αλλά και των ανηλίκων -από 12 έως 17 ετών- προέκυψε αυτό το καλοκαίρι, επειδή αυξήθηκε ο αριθμός των παιδιών που μολύνονταν και, ενίοτε, νοσούσαν ήπια από την παραλλαγή Δέλτα. Αυτή η παραλλαγή του κορονοϊού προκαλεί σε ορισμένα παιδιά με προβλήματα υγείας μια σοβαρή αυτοάνοση αντίδραση, το λεγόμενο πολυσυστηματικό φλεγμονώδες σύνδρομο των παιδιών (ή MIS-C), που εκτός από τους πνεύμονες πλήττει και άλλα όργανα (καρδιά, συκώτι και εγκέφαλο).
Θορυβημένες από αυτές τις εξελίξεις, όλο και περισσότερες κυβερνήσεις, ακολουθώντας τις συμβουλές των αρμόδιων επιτροπών και ορισμένων διαπρεπών λοιμωξιολόγων, ιολόγων, φαρμακολόγων και επιδημιολόγων, αποφάσισαν να επιτρέψουν τον εμβολιασμό των ανηλίκων άνω των 12 ετών και σε ορισμένες χώρες άνω των 6 ετών.
Αυτή τη νέα, διευρυμένη ηλικιακά εμβολιαστική πρακτική στηρίζεται στο επιχείρημα ότι μόνο μέσω του εμβολιασμού προστατεύεται η υγεία των παιδιών και περιορίζεται δραστικά η διάδοση του κορονοϊού από αυτά στους άλλους, οπότε, χάρη στον παιδικό εμβολιασμό αντι-COVID, θα επιτευχθεί ταχύτερα η πολυπόθητη ανοσία της αγέλης.
Ποια είναι, όμως, τα υπέρ και τα κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού των ανηλίκων; Το επιχείρημα ότι ο εμβολιασμός των παιδιών μειώνει την πιθανότητα να νοσήσουν σοβαρά τα ίδια από COVID-19, ισχύει μόνο για τα νήπια και τους εφήβους που έχουν σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ, στη μεγάλη πλειονότητά τους, τα παιδιά που μολύνονται από τον κορονοϊό είναι ασυμπτωματικά ή νοσούν πολύ ελαφρά. Οσο για τη θνησιμότητα των ελάχιστων νηπίων και εφήβων που νοσούν σοβαρά, αυτή αντιστοιχεί περίπου στο 0,004% του συνολικού αριθμού των επιβεβαιωμένων θανάτων από COVID-19!
Ανάμεσα στα επιχειρήματα υπέρ του μαζικού εμβολιασμού των παιδιών είναι ασφαλώς αυτό που προβλέπει τη δραστική μείωση της μεταδοτικότητας του κορονοϊού, αφ’ ενός μεταξύ των παιδιών και αφ’ ετέρου από τα παιδιά στις πολύ πιο ευπαθείς ομάδες των ανεμβολίαστων (ή και των εμβολιασμένων) ενηλίκων.
Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή της μεταδοτικότητας μεταξύ ανηλίκων, το πρόβλημα είναι ελάχιστο λόγω της υψηλής φυσικής ανοσίας των παιδιών. Οσο για τη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή της μεταδοτικότητας από τα παιδιά στους ενηλίκους, αυτή δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με τον εμβολιασμό των παιδιών, αλλά μόνο με τον εμβολιασμό των ενηλίκων και των υπερηλίκων, αφού αυτοί θα έχουν σοβαρότερο πρόβλημα αν μολυνθούν από τον κορονοϊό!
Στο εύλογο ερώτημα «γιατί θα πρέπει, λοιπόν, να εμβολιαστούν τα παιδιά που δεν έχουν προβλήματα υγείας και ενώ δεν απειλούνται από τον κορονοϊό;», η συνήθης απάντηση είναι ότι θα πρέπει να το κάνουν στο όνομα της αλληλεγγύης και της προστασίας των πιο ηλικιωμένων. Πρόκειται για ένα κατάφωρα εκβιαστικό (ψυχολογικά) και υποκριτικό (κοινωνικοπολιτικά) επιχείρημα, που, επιπλέον, είναι και ατεκμηρίωτο (επιστημονικά). Δεδομένου ότι, καθ’ ομολογία των ίδιων των φαρμακευτικών εταιρειών που δημιούργησαν τα εμβόλια αντι-COVID, τα διαθέσιμα εργαστηριακά και κλινικά δεδομένα σχετικά με την αποτελεσματικότητα και τις πιθανές παρενέργειες των σημερινών εμβολίων στις μικρότερες ηλικίες είναι για την ώρα ανεπαρκή.
Πράγματι, τα νέα εμβόλια m-RNA (Pfizer και Moderna) αδειοδοτήθηκαν ως ασφαλή και αποτελεσματικά φάρμακα κατά της νόσου COVID-19 από διεθνείς οργανισμούς φαρμάκων, όπως η αμερικανική FDA και η ευρωπαϊκή EMA, για να χορηγούνται αποκλειστικά σε υπερήλικα ή ενήλικα άτομα και μόνο πρόσφατα άρχισαν να χορηγούνται και σε ανήλικα άτομα με προβλήματα υγείας.
Εξάλλου, πρόκειται για πολύ νέα φαρμακευτικά προϊόντα, που η δράση τους ενδέχεται να προκαλεί κάποιες εμβολιαστικές ή/και μετα-εμβολιαστικές παρενέργειες. Παρενέργειες, που δεν έχουν ακόμη ερευνηθεί επαρκώς σε ανηλίκους, λόγω του πολύ σύντομου χρόνου που έχει μεσολαβήσει από τη δημιουργία και τη μαζική χορήγησή τους σχεδόν αποκλειστικά σε ενήλικα άτομα.
Η αρχική επιλογή των φαρμακευτικών εταιρειών να μη συμπεριλάβουν τις μικρότερες ηλικίες στους ελέγχους για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων τους ήταν εύλογη και πολύ ρεαλιστική: αφ’ ενός, επειδή η νόσος COVID-19 απειλεί κυρίως τους υπερηλίκους ή τους ενηλίκους με προβλήματα υγείας και, αφ’ ετέρου, γιατί οι χρόνοι των κλινικών ελέγχων που απαιτούνται για τη μελέτη των παρενεργειών των εμβολίων στα παιδιά είναι πολύ μεγαλύτεροι.
Πάντως, στις αρχές του μήνα, η συμβουλευτική επιτροπή των εμπειρογνωμόνων της βρετανικής κυβέρνησης συμβούλεψε επίσημα την Johnson and Johnson να μην προχωρήσει στον εμβολιασμό ατόμων που έχουν ηλικία από 12 έως 15 ετών, διότι, όπως υποστηρίζει, «τα οφέλη από τον εμβολιασμό κατά του κορονοϊού είναι μηδαμινά σε σχέση με τους κινδύνους»!
Εν τούτοις, κάποιες κυβερνήσεις στη Δύση, όπως των ΗΠΑ, του Ισραήλ, της Ιταλίας, έχουν ήδη δρομολογήσει τον εμβολιασμό αντι-COVID σε παιδιά κάτω των 12 ετών, ενώ σε άλλες χώρες (Βέλγιο, Βρετανία, Γερμανία, Δανία, Σουηδία, Ολλανδία, Φινλανδία), ο μαζικός εμβολιασμός ανηλίκων δεν θεωρείται ιατρικά απαραίτητος και είναι επιτρεπτός μόνο όταν συντρέχουν σοβαρά προβλήματα υγείας, δηλαδή μόνο αν το ενδεχόμενο μόλυνσης από τον κορονοϊό θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των παιδιών. Ωστόσο, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ο εμβολιασμός των ανηλίκων δεν επιτρέπεται (Ισλανδία, Πορτογαλία, Κροατία, Ουκρανία και Κύπρος).
Επομένως, κάθε άλλο παρά επιστημονική, υγειονομική και πολιτική ομοφωνία υπάρχει σχετικά με την ιατρική αναγκαιότητα και την επιδημιολογική σκοπιμότητα του εμβολιασμού των παιδιών κατά του κορονοϊού. Και όπως θα δούμε αναλυτικότερα στο επόμενο άρθρο, αυτές οι διαφοροποιήσεις στηρίζονται τόσο σε επιστημονικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα όσο και σε συνταγματικά απαραβίαστες ηθικοπολιτικές και δημοκρατικές αρχές.
Παρά τις σοβαρές επιστημονικές επιφυλάξεις και τη δυσπιστία των γονέων σχετικά με την αναγκαιότητα του μαζικού εμβολιασμού των παιδιών, στις περισσότερες οικονομικά αναπτυγμένες χώρες τα εμβόλια κατά του κορονοϊού επιτρέπεται ήδη να χορηγούνται σε παιδιά ηλικίας μεταξύ 12 και 17 ετών.
Μεταθέτοντας τις ευθύνες στα ανεμβολίαστα παιδιά
Ειδικά στην Ελλάδα, τους αμέσως επόμενους μήνες, η σημερινή κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο της τη διεύρυνση των εμβολιασμών και σε αυτές τις ηλικίες. Μάλιστα, έπειτα από απόφαση που ελήφθη σε σύσκεψη στο μέγαρο Μαξίμου, ο εμβολιασμός κατά του κορονοϊού στα παιδιά άνω των 12 ετών θα μπορεί να πραγματοποιείται και από τους ιδιώτες παιδιάτρους και έχει ήδη δοθεί εντολή οι ιδιώτες παιδίατροι να ενταχθούν και αυτοί στην επιχείρηση... «Ελευθερία».
Διόλου περίεργο, λοιπόν, ότι το κυβερνητικό επιτελείο εργάζεται ήδη πυρετωδώς για τη νέα καμπάνια «ενημέρωσης», η οποία καταφεύγοντας σε αποκλειστικά τρομολαγνικά και εκφοβιστικά επιχειρήματα, όπως π.χ. ότι τα μολυσμένα παιδιά είναι υπερμεταδότες της νόσου COVID-19 και άρα όλοι κινδυνεύουμε από αυτά, ευελπιστεί να πείσει ακόμη και τους πιο επιφυλακτικούς γονείς να συναινέσουν για την αναγκαιότητα εμβολιασμού των παιδιών τους.
Οπως πολύ αποκαλυπτικά δήλωσε στην ΕΡΤ, στις 29 Αυγούστου, ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος: «Θα κάνουμε μια ειδική καμπάνια από την επόμενη εβδομάδα, στοχευμένη στην ενημέρωση των γονιών που έχουν παιδιά που πηγαίνουν στο σχολείο, 12 έως 17 ετών, για να απαντήσουμε σε όλα τα εύλογα ερωτήματα σχετικά με τον εμβολιασμό των ανηλίκων και να καταλάβουν πως είναι πολύ υψηλότερος ο κίνδυνος εάν νοσήσουν σε σχέση με το εάν κάνουν το εμβόλιο».
Κρίμα, που αυτές οι φιλόδοξες αλλά επιστημονικά ανακριβείς δηλώσεις και οι εξίσου ατεκμηρίωτες εμβολιαστικές πρακτικές που δρομολογούνται δεν μπορούν να δημιουργήσουν ένα τείχος ανοσίας. Αντίθετα, μας προϊδεάζουν για τους σοβαρούς κινδύνους που εγκυμονεί η πάγια τακτική της κυβέρνησης να μεταθέτει τις ευθύνες για τη φετινή ανάκαμψη του κορονοϊού στα σχολεία στους... ανεμβολίαστους μαθητές.
Πηγή: efsyn.gr/epistimi