«Μα περί τίνος πρόκειται;»
«Μέχρι πριν από τριανταπέντε χρόνια ήταν το διαμάντι του Αιγαίου! Το είχαν σε περίοπτη θέση όλοι οι τουριστικοί οδηγοί σε Αμερική και Ευρώπη. Εχει μείνει και ο τάδε και η τάδε και ο δείνα…» άρχισε να μας αραδιάζει ονόματα του διεθνούς τζετ σετ. «Οι μισοί αστακοί που πιάνονταν από το Λιβυκό Πέλαγος μέχρι την Προποντίδα καταναλώνονταν εδώ. Να μη μιλήσουμε για τα κρασιά – είχα ένα μπάρμπα που αγόραζε τις πιωμένες φιάλες, είκοσι δρομολόγια έκανε με το φορτηγό του κάθε μέρα… Να μη μιλήσουμε για τους τραγουδιστές που προσγειώνονταν με το ελικόπτερο για να ψυχαγωγήσουν τους ενοίκους, υπάρχει φωτογραφία του Φρανκ Σινάτρα –γέρου πλην κοτσονάτου– με άσπρο κοστούμι στο μπαρ». «Μια αέναη κραιπάλη δηλαδή…» «Οχι μονάχα. Γίνονταν στις σουίτες και μυστικές συναντήσεις ηγετών – εδώ είχε σπάσει ο πάγος μεταξύ Ανδρέα Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ, τον θυμάστε τον Οζάλ…» «Το ξενοδοχείο δεν θυμάμαι. Πώς το έλεγαν;» «Σού είπα, διαμάντι. “Adamas Bay” για την ακρίβεια». «Πρώτη φορά το ακούω!» «Hσουν μικρός». «Oχι και τόσο». «Εμένα κάτι μού λέει…» έκανε η καλή μου.
«Είχα μια θεία αεροσυνοδό, η οποία πέρασε ένα φεγγάρι από το κρεββάτι ενός Aραβα, πρίγκιπα; εμίρη; Πρέπει να την είχε φέρει και να ’χε σουφρώσει εκείνη από το δωμάτιο διάφορα ενθύμια. Μού είχε χαρίσει μια πετσέτα με το “Adamas” χρυσοκέντητο. Στη γιαγιά μου –τη μάνα της– κάτι σαπουνάκια…» «Μέχρι και προφυλακτικά προσέφεραν στην πελατεία – και μόνο η φίρμα τους επάνω στο κουτί θα λειτουργούσε αφροδισιακά!»
«Και πώς κατήντησε έτσι το διαμάντι;» «Ανάθεμα τον περονόσπορο! Το είχε χτίσει ένας Κύπριος εφοπλιστής. Πνίγηκαν τα δίδυμα μωρά του στην πισίνα –ήθελε να τού βάλει φωτιά να το κάψει–, το πούλησε τελικά σε έναν ομογενή κροίσο, που καλλιεργούσε απέραντες εκτάσεις με τουλίπες στην Κένυα. Ούτε κι εκείνος το χάρηκε. Τον στραγγάλισε ο εραστής του στη σάουνα. Hταν και οι δύο –είχαν γράψει οι εφημερίδες– εκτός εαυτού από τα παραισθησιογόνα. Ο “Adamas” πέρασε σε μία ολλανδική αλυσίδα ξενοδοχείων, η οποία τρεις μήνες αργότερα χρεοκόπησε. Στερνός του ιδιοκτήτης ένας Μοσχοβίτης ολιγάρχης. Με το που ήρθε ο Πούτιν στα πράγματα, τον έριξε στο πιο βαθύ μπουντρούμι…» «Και δεν το ανέλαβε το ρωσσικό κράτος;» «Το παραχώρησε, όπως βλέπεις, στις νανοκουκουβάγιες».
Η θάλασσα ήταν λάδι, ο οικοδεσπότης είχε σβήσει τη μηχανή, η βάρκα ακινητούσε σχεδόν, απέναντι από το τσιμεντένιο πτώμα. Ο ήλιος είχε από ώρα δύσει, ο ουρανός σκουροκκίνιζε, «ζώνη τής Αφροδίτης» το ονομάζουν αυτό το δειλινό φως. «Πάρτε κουπάκια!» είπε και μάς κέρασε ρακή. Λαχτάρησα να καπνίσω, αντιστάθηκα. Η διάθεσή μου είχε ξαφνικά χαλάσει, όπως συχνά συμβαίνει τελευταία, νοιώθω ένα παραπέτο να υψώνεται ανάμεσα σε μένα και στον κόσμο κι εντός μου έχει ερημιά. «Κι εμένα κουκουβάγιες με κατοικούν…» πήγα να πω. Με πρόλαβε ευτυχώς η καλή μου, ειδάλλως θα έπρεπε να εξηγήσω τι εννοώ, θα μπαίναμε σε ανώφελες κουβέντες.
«Υπάρχει δηλαδή η κατάρα τού “Adamas”…» παρατήρησε. «Οι ντόπιοι την αποκαλούν κατάρα της Μπέμπας». «Ποια ήταν η μπέμπα; Μία από τα δίδυμα του Κύπριου;» «Καμία σχέση. Σταματίνα την είχαν βαφτίσει, Μπέμπα την έλεγε ο κόσμος επειδή τής ταίριαζε, παραλλάσσοντας το επίθετό της. Η οικογένεια Μπέμπη είχε έρθει από απέναντι, με τη Μικρασιατική Καταστροφή, κι αντίθετα με τους περισσότερους πρόσφυγες είχε καλοπροκόψει. Ο πατέρας, ο Ιορδάνης –εξαιρετικός γιατρός για τα μέτρα της εποχής και χαρισματικός τύπος– το είχε βάλει πείσμα εξαρχής να ριζώσει στο νησί. Δεν τού έφτανε η εκτίμηση της κοινωνίας. Hθελε να αποκτήσει και κτηματική περιουσία. Πράγματι, αγόραζε ό,τι σχεδόν τού πούλαγαν δίχως να καταδέχεται παζάρια. Hθελες να ξεφορτωθείς το αμπέλι ή το βοσκοτόπι σου; Πήγαινες στον γιατρό. Μέσα σε τρεις δεκαετίες, εξελίχθηκε σε γαιοκτήμονα. Και όχι πως εκμεταλλευόταν ιδιαίτερα το έχειν του, τού αρκούσε να το καμαρώνει, να συλλογίζεται σε τι χάλι είχε φτάσει εδώ, ρακένδυτος, καψαλισμένος ψυχικά, τουρκόσπορο τον αποκαλούσαν πίσω απ’ την πλάτη του. “Φύτρωσε ο τουρκόσπορος” κόμπαζε “και τα κλαδιά του σάς σκεπάζουν όλους!”…
Πεθαίνοντας ο Ιορδάνης, το 1955, άφησε έναν γιο και μια θυγατέρα. Δεν τού έφταναν στο δαχτυλάκι του. Ο Αργύρης ήταν επιπλέον και κωλόπαιδο – είχε φανεί ο απαίσιος χαρακτήρας του απ’ όταν, στο Δημοτικό, βασάνιζε γάτες. Με τον θάνατο τού πατέρα του επέστρεψε από την Αθήνα –όπου ασχολούνταν με ποιος ξέρει τι– κι απαίτησε να μοιραστεί η κληρονομιά. Και φυσικά έριξε την Μπέμπα στο μη παρέκει». «Τι τύπος ήταν η Μπέμπα;» «Σαν αερικό μού την περιέγραφε η μάνα μου. Μια κοπελίτσα γύρω στα δεκάξι τότε, εύθραυστη, ρεμβαστική... Αρκετοί την παρεξηγούσαν, ότι είχε τουπέ. Μπούρδες. Δεν πείραξε ποτέ κανέναν». «Ο αδελφός της όμως την αδίκησε και ουδείς στο νησί την υπερασπίστηκε!» παθιάστηκα εγώ αίφνης. «Eτσι συμβαίνει στα μικρά μέρη. Καθένας κοιτάει τη δουλειά του...» απολογήθηκε σχεδόν ο οικοδεσπότης μας.
«Για να μην τα πολυλογώ, στη διανομή ο Αργύρης πήρε το πατρικό σπίτι, τον ελαιώνα, τα ποτιστικά, ό,τι είχε τέλος πάντων κάποια αξία. Στην Μπέμπα άφησε κάτι χερσοχώραφα, κάτι ξερότοπους πλάι στο κύμα. Θα γνωρίζετε μάλλον πως πριν από τον τουρισμό η παραθαλάσσια γη θεωρούνταν παρακατιανή, δεν απέδιδε γαρ αγροτικά...» «Της στέρησε την προίκα της!» «Το τελευταίο που ένοιαζε την Μπέμπα ήταν η προίκα. Φέρε να σου στάξω λίγη ακόμα ρακή...
Καμιά δεκαπενταετία αργότερα, εμφανίστηκε από το πουθενά ο Κύπριος εφοπλιστής. Eκανε –λένε– κρουαζιέρα με το κότερό του, προσέγγισε το νησί μας, κιάλαρε την παραλία που έχουμε τώρα απέναντί μας και μαγεύτηκε. Βγήκε στη χώρα και συναντήθηκε με τον Αργύρη. Υπό την ιδιότητά του ως προέδρου της κοινότητας.» «Είχε εκλεγεί κοινοτάρχης ο Μπέμπης;» «Εντύπωση σού κάνει; “Eχεις γρόσια, έχεις γλώσσα” λένε στην Hπειρο... “Σε ποιον ανήκει ο γιαλός κάτω από την Παναγιά την Ξωμάχα;” ρώτησε ο εφοπλιστής. “Σε μένα!” απάντησε, ψέμματα, ο Αργύρης. “Μού την πουλάς;” “Για πόσο;” “Για δέκα εκατομμύρια”. Δέκα εκατομμύρια δραχμές ήταν τότε δυσθεώρητο ποσό. Πολυκατοικία αγόραζες». «Μόνο που η παραλία ανήκε στην Μπέμπα». «Ακριβώς! Η οποία είχε εγκατασταθεί μάλιστα εκεί. Σε ένα πέτρινο σπιτάκι, καλύβι να λες. Eνα μποστάνι φρόντιζε και κάτι κοτούλες, δύο κατσίκες άρμεγε, με το ίδιο τσίτι την έβγαζε χειμώνα-καλοκαίρι... Eσπευσε ο αδελφός της και υποκρίθηκε τον μετανοιωμένο, τον συντετριμμένο για την άδικη μοιρασιά. Της πρότεινε να την ξανακάνουν. Να πάρει εκείνος την αμμούδα και να της δώσει τον επάνω όροφο του πατρικού τους ή και ολόκληρο το πατρικό τους κι ας είχε αποκτήσει, εν τω μεταξύ, παιδιά... Η Μπέμπα ούτε να το συζητήσει».
«Μα γιατί;» «Ο θρύλος ισχυρίζεται πως αγαπούσε –πως συνδεόταν ίσως στα κρυφά– έναν δικό μας, ανθυποπλοίαρχο, ο οποίος χάθηκε στο ναυάγιο της Φαλκονέρας, τον Δεκέμβριο του 1966. Και τον περίμενε έκτοτε να επιστρέψει. Αγνάντευε τη θάλασσα και τού τραγουδούσε το “Ναύτης βγήκε στη στεριά για περιπολία”...» «Αποκλείεται! Αυτό κυκλοφόρησε το ’77! Μού το είχε πει ο Μάνος Ελευθερίου που έγραψε τους στίχους!» οργίστηκα σχεδόν, δίχως να ξέρω για ποιο λόγο. «Η ιστορία έπειτα με τη χαροκαμένη που ξεροσταλιάζει είναι ό,τι πιο τετριμμένο.
Μέχρι στην Aϊοβα την είχα ακούσει, για μια κυρία που σούρωνε κάθε βράδυ στο μπαρ, κοιτάζοντας το στρατιωτικό αεροδρόμιο απ’ όπου είχε απογειωθεί ο πιλότος της!» «Γιατί εκνευρίζεσαι; Θέλεις να αλλάξουμε συζήτηση;» «Συγγνώμη... Συνέχισε».
«Συντομεύω. Μη μπορώντας να πείσει ο Αργύρης την Μπέμπα, εφάρμοσε άλλο σχέδιο. Μία νύχτα με πανσέληνο, προσέγγισε μες σε μια βάρκα την αμμούδα. Είχε φορέσει στολή αξιωματικού του Ναυτικού. Τον είδε η Μπέμπα, όρθιο στο νερό, με τα λευκά του ρούχα και με το πηλήκιο κατεβασμένο να του κρύβει το πρόσωπο, τον πέρασε για τον αγαπημένο της, έπεσε να τον φτάσει κι από την ταραχή της πνίγηκε. Υπάρχει και φρικτότερη εκδοχή...» «Πως την έπνιξε με τα χέρια του». «Εσύ το είπες... Οπως και να ’χει, τη βρήκανε –μέρες μετά– κάτι ψαράδες μεσοπέλαγα. Ο Αργύρης νομιμότατα την κληρονόμησε. Πούλησε την αμμούδα και σήκωσε τρίπατο στην Ηλιούπολη».
Η καλή μου είχε βουρκώσει. Ο οικοδεσπότης μας το ’χε βάλει σκοπό να τερματίσει το δράμα. «Μια συγχωριανή μου, η οποία δούλευε καμαριέρα στο “Adamas Bay”, ορκίζεται πως πριν από κάθε θανατικό αντίκριζε την Μπέμπα να περνάει σαν σκιά ανάμεσα στους παραθεριστές. Αυτό άμα θέλετε το πιστεύετε...»
«Ενώ όλα τα υπόλοιπα πρέπει να τα χάψουμε αμάσητα! Ακόμα και αν σκότωσε όντως ο αδελφός την αδελφή, γιατί να την πληρώσουν τα δίδυμα μωράκια; Και ο μποέμ καλλιεργητής τουλίπας; Κι εν τέλει το ίδιο το αδαμάντινο ξενοδοχείο;» «Πάνω στο άδικο τίποτε δεν στεριώνει...» απάντησε ο οικοδεσπότης μας. «Αλήθεια; Ο Αργύρης Μπέμπης λοιπόν πώς τιμωρήθηκε;» «Από όσο ξέρω, μια χαρά τα πήγε στη ζωή του... Εφτιαξε το δικό του ξενοδοχείο, στην άλλη άκρη του νησιού, αγόρασε τις μισές μετοχές της τοπικής ακτοπλοΐας, πέθανε πέρυσι –σε βαθύ γήρας– στον ύπνο του, αφήνοντας παιδιά κι εγγόνια και δισέγγονα. Υπάρχει ωστόσο το μετά θάνατον. Η απολογία επί του φοβερού βήματος...». «Μονάχα το τυχαίο υπάρχει. Μα θέλει θάρρος για να το αναγνωρίσεις. Κι ακόμα περισσότερο για να μάθεις να ζεις μαζί του...».
Κατέβασα και τρίτη ρακή, άσπρο πάτο, και πέταξα το πήλινο κουπάκι στη θάλασσα. Στη μνήμη της Μπέμπας. Χους ην και εν ύδασι απελεύσει.
* Το τελευταίο μυθιστόρημα «Ο βασιλιάς της» του Χ. Α. Χωμενίδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Πηγή: kathimerini.gr