Έτσι, κάποιος που έχει υποστεί βιασμό ζει στην αφάνεια, επιβάλλει στον εαυτό του να μην μιλάει, να μην προκαλεί, για να μην το ξαναπάθει. Επειδή όμως η καταδυνάστευση του εαυτού του, τον κάνει αναγκαστικά θύμα, έρχεται η ώρα που πνίγεται, δεν αντέχει άλλο και θέλει να σταματήσει να είναι (θύμα). Τώρα, επειδή είναι παααααααρα πολύ δύσκολο να φτιάξει (γιάνει) κάποιος τον εαυτό του ώστε να ανέβει με υγιή τρόπο στα μάτια του, κάνει το μόνο που ξέρει ότι ισχυροποιεί κάποιον (του δίνει εξουσία), κι αυτό είναι να κάνει σε κάποιον άλλο αυτό που του έκαναν. Κάνοντας έναν άλλον θύμα, γίνεται αυτός ο έχον το πάνω χέρι (υπερισχύει).
Παρένθεση: είχα διαβάσει κάποτε σε ένα δελτίο της αστυνομίας ότι δεν βιάζονται γυναίκες με αυτοπεποίθηση, διότι ο θύτης ψάχνει για να θυματοποιήσει κάποιον κατώτερό του, πρόσεξε γιατί: για να μην ρισκάρει.
Και δεν ισχύει μόνο σε σοβαρές περιπτώσεις, όπως του ολοκαυτώματος ή ενός βιασμού, αλλά και σε βατές, όπως: Αυτός που υπέστη δεσποτισμό φέρεται δεσποτικά, αυτός που έχει κατάφωρα αδικηθεί, αδικεί.
Κάπως έτσι γίνεται ο άνθρωπος αυτό που περισσότερο μισεί.