Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Δευτέρα, 16 Ιουνίου 2025 19:29

Η Τζοκόντα και η Μπιγιονσέ, της Ελεάννα Βλαστού

Επιλέγουσα ή Συντάκτρια 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

kathimerini28Καθόλου δεν θα σας απασχολήσω σήμερα με επικαιρότητα, αλλά με μια προσωπική εμμονή. Είναι το Μουσείο του Λούβρου. Τρεις πτέρυγες, 30.000 εκθέματα, όσα και η επισκεψιμότητά του ημερησίως, 25 επίπεδα, 980.000 τετραγωνικά για περπάτημα, 70 ασανσέρ που ποτέ δεν θα χρησιμοποιήσω και ελάχιστα λειτουργικά μπάνια που μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει. Η εφημερίδα Figaro υπολόγισε ότι εάν καθόμουν 15 δευτερόλεπτα μπροστά από το κάθε έκθεμα, θα χρειαζόμουν 145 ώρες, δηλαδή 18 ημέρες με τα οκτάωρά τους. Αυτά όμως τα διαβάζετε και στο Ιντερνετ.

 

Η δική μου εμμονή κρατάει πολλά χρόνια και έχει να κάνει λιγότερο με τα εκθέματα και κυρίως με τον χώρο και τον κόσμο. Η έλξη βρίσκεται στην ενέργεια και στο χάος του. Είναι ένα μέρος δαιδαλώδες, άτακτο, χωρίς ροή, όπως όλοι οι διαρρυθμισμένοι χώροι που ανά τους αιώνες εξυπηρετούσαν διαφορετικές λειτουργίες. Πριν διαμορφωθεί σε μουσείο ήταν φρούριο, βασιλική κατοικία, αποθήκη αυτοκρατορικών έργων, βιβλίων και επίπλων. Στέγασε έναν τηλεγραφικό σταθμό και έναν εκδοτικό οίκο. Είναι ποτισμένο με στρώσεις ιστοριών λόγω των πολλαπλών του χρήσεων, παράλληλων ή διαδοχικών. Εχει υπάρξει σημείο συνάντησης διανοουμένων και τόπος εργασίας τεχνιτών, νομισματοκοπείο, φυλακή, σιταποθήκη, πτηνοτροφείο, οπλοστάσιο και πολλά ακόμα.

Εχω παρατηρήσει διάφορα στις επισκέψεις μου, με τα χρόνια. Βιαστικούς και βαριεστημένους επισκέπτες, δακρυσμένους μπροστά σε εκθέματα και έναν ερωτευμένο μπροστά στην Ελευθερία –που οδηγεί τον λαό– να θέλει να χάσει τη δική του γονατίζοντας αυθόρμητα για μια πρόταση γάμου που θα συγκινούσε ακόμα και τoν Ντελακρουά. Εχω ακούσει πανικόβλητους Λατινοαμερικανούς τουρίστες –με τους χάρτες ανά χείρας– να σταματούν δύο πυροσβέστες εν ώρα εργασίας –βάδιζαν σβέλτα με σκοπό προς μια όμορη αίθουσα– και να τους λένε «Σώστε μας! Μα πού βρισκόμαστε;». Εχω δει επιμελήτρια του μουσείου σκυμμένη στα τέσσερα σε μια αίθουσα με ταπισερί να πιάνει κάτι δυσδιάκριτο στα χέρια της και να λέει θριαμβευτικά «αυτό δεν είναι σκόνη, είναι σκόρος!». Εχω διακρίνει επισκέπτη με αμφίεση του 17ου αι. να περιφέρεται σε μια αίθουσα με πίνακες του 17ου αι. και οι φύλακες να ψιθυρίζουν μεταξύ τους «λες να είναι φάντασμα;».

Εχω βρεθεί 9.15 μια Παρασκευή βράδυ σε μια βουβή απόκοσμη αίθουσα με έπιπλα και θυμάμαι να νιώθω άβολα χωρίς κάποια ανθρώπινη παρουσία τριγύρω και δίχως πραγματικό ενδιαφέρον για τα έπιπλα κάποιου Λουδοβίκου. Εχω αποπειραθεί να ανέβω τα σκαλιά προς τη Νίκη της Σαμοθράκης και να νιώθω δύσπνοια από την πολυκοσμία με τα προτεταμένα χέρια που απαθανατίζουν και να δυσκολεύομαι κάπου να ακουμπήσω για να βρω το σκαλοπάτι της καθόδου. Οι 52 μόνιμοι πυροσβέστες του μουσείου, που αναλαμβάνουν και χρέη άμεσης βοήθειας, φαντάζομαι ότι θα έχουν επέμβει σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις.

Μιλώντας για επείγοντα είναι διασκεδαστικό εάν σκεφτεί κάποιος ότι η μόνη διάσημη γυναίκα που έχει φύγει από το μουσείο με ασθενοφόρο είναι εκείνη που σπρώχνονται για να την αντικρίσουν. Χωρίς να γνωρίζω εάν η πλειονότητα πηγαίνει στο Λούβρο για εκείνη, εικάζω ότι μόνο μια μειοψηφία την παραλείπει. Βρίσκεται πάντα εκεί χαμογελώντας αμυδρά και αινιγματικά θωρακισμένη πίσω από το αλεξίσφαιρο τζάμι. Η Τζοκόντα ατάραχη έχει συστηθεί στους πάντες πολύ πριν από την πρώτη, διά ζώσης, γνωριμία. Εχει λείψει ελάχιστα στο εξωτερικό, δυο-τρεις φορές υπηρεσιακώς, κάνοντας τουρ σε άλλα μουσεία. Μία στην Αμερική, μία στην Ιαπωνία και μία στη Σοβιετική Ενωση, αλλά πάνε 51 χρόνια από το τελευταίο της ταξίδι. Εχει ταξιδέψει περισσότερο στο εσωτερικό για την αυτοπροστασία της, γιατί τους μόνους που αρνήθηκε να δει ήταν οι Γερμανοί κατακτητές. Είχε αποχωρήσει από το μουσείο, ήδη από το 1939, τυλιγμένη σε βελούδο, κρυμμένη σε ένα ξύλινο κουτί με τρία κόκκινα αυτοκόλλητα ενδεικτικά για το VIP status της. Τη φυγάδευσε ένα ασθενοφόρο και χρειάστηκε να μετακινηθεί σε έξι κρυψώνες (κάπου στη χώρα) πριν επιστρέψει στο πόστο της. Τώρα, ο πρόεδρος Μακρόν αποφάσισε να την ανταμείψει για τη σκληρή της εργασία. Θα της προσφέρει δική της αίθουσα, με αυτόνομη πρόσβαση στους θαυμαστές –με υψηλότερο αντίτιμο για τους μη Ευρωπαίους–, αποσυμφορώντας (επιτέλους) τη διέλευση σε άλλα εκθέματα.

kathimerini29Η Μόνα Λίζα συνεργάστηκε, την άνοιξη πριν από την πανδημία, με μια άλλη διάσημη που δούλεψε προς όφελος του μουσείου. Μια οξύμωρη –που αποφέρει ακόμα και σήμερα κέρδος– συνεργασία εάν αναλογιστούμε ότι το γαλλικό Δημόσιο λειτουργεί (ακριβώς όπως το ελληνικό, λέμε τώρα): «κατά βάση» και για «λόγους αρχής» όλα απαγορεύονται. Η σούπερ σταρ Μπιγιονσέ και ο άνδρας της, Τζέι Ζι –οι Carters όπως είναι γνωστοί– πήραν άδεια να κάνουν γυρίσματα από τις 8.30 μ.μ. μέχρι τις 6.30 π.μ.

Το βίντεο ξεκινάει με νυχτερινές εξωτερικές λήψεις και με υπόκρουση καμπανών και σειρήνων (ο μόνιμος ήχος της πόλης) και μετά καταλαμβάνουν το εσωτερικό. Τις γκαλερί, τους διαδρόμους, τα κλιμακοστάσια. Τα εκθέματα (17) γίνονται από τη μια το φόντο και από την άλλη το σημείο που εστιάζει η κάμερα για να αναδείξει τις λεπτομέρειές τους. Μαζί τους μια πολυπληθής ομάδα χορευτών και παρασκηνιακά μια εξίσου πολυάριθμη ομάδα μουσικών, ενδυματολόγων, σκηνογράφων, τεχνικών. Απαγορεύτηκαν τα μέικαπ, τα σπρέι για τα μαλλιά, τα σεσουάρ και οι προβολείς υψηλής έντασης. Ο,τι θα μπορούσε να βλάψει τα εκθέματα. «Τα διάφανα ρούχα επιτρέπονται;» ρώτησε η τραγουδίστρια. «Pas de problème», απάντησε ο Γάλλος γραφειοκράτης, «το μουσείο έχει πολλά γυμνά».

Και όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να αναρωτιέται ο κόσμος εάν οι Γάλλοι πλήρωσαν για το εξάλεπτο την Αμερικανίδα σελέμπριτι ή το αντίστροφο. Το εκπαιδευτικό προσωπικό χρησιμοποιεί το βιντεοκλίπ ως εισαγωγική πρώτη επαφή με την ιστορία της τέχνης για τους ενθουσιασμένους μαθητές. Η διεύθυνση έχει συμπεριλάβει ειδικό τουρ για τα δεκαεπτά αυτά έργα και έχει ζωντανέψει το ενδιαφέρον ενός διαφορετικού ηλικιακά, πολύ νέου, κοινού. Το 50% των επισκεπτών είναι κάτω των 30 ετών και δεν θα μπορούσαν να είχαν βρει καλύτερη ξεναγό από την Μπιγιονσέ για να τους συστήσει τη Νίκη, την Αφροδίτη, τη Μόνα Λίζα, αλλά και την άγνωστη μαύρη Μαντλέν.

Και επιτέλους τα καλά προσωπικά νέα. Αφού η Τζοκόντα θα μετακινηθεί, και όλοι θα την ακολουθήσουν, ανοίγει η δίοδος στο, ίσως, ωραιότερο πορτρέτο που έχει την ατυχία να βρίσκεται για χρόνια δίπλα της και να το επισκιάζει. «Ο άνθρωπος με το γάντι» του Τισιανού ( 1520–23), η προσωπογραφία, σε τρία τέταρτα, ενός νέου που δεν γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτόν. Είναι μυστηριώδης και είναι ακαταμάχητος. Το χέρι είναι τόσο ζωντανό σαν να κινείται στον καμβά και το βλέμμα όσο θελκτικό χρειάζεται για μια ανοιχτή συνομιλία που θα κρατήσει χρόνια.

*Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Πηγή: kathimerini.gr/opinion

Σ.Δ  Το Λούβρο, το μουσείο με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα παγκοσμίως και ένα παγκόσμιο σύμβολο τέχνης και ομορφιάς, παρέμεινε κλειστό τη Δευτέρα 16/6 όχι λόγω κάποιου έκτακτου γεγονότος, αλλά εξαιτίας του εξαντλημένου προσωπικού του, το οποίο δηλώνει ότι ο θεσμός καταρρέει εκ των έσω.  tovima.gr/ Το Μουσείο του Λούβρου έκλεισε τις πόρτες του – Εξουθενωμένοι οι εργαζόμενοι  

Διαβάστηκε 67 φορές Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 18 Ιουνίου 2025 07:40
Σούζη Παλαιοκώστα

Τελευταία άρθρα από τον/την Σούζη Παλαιοκώστα

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση