Με τέτοιο έγκλημα και βλέπεις το φως του ήλιου,
βλέπεις τη γη, με τέτοιο ανόσιο έργο!
Χάσου! Μυαλό τώρα έχω, όχι τότε
που απ’ το παλάτι και τη βάρβαρη τη χώρα σου
σ’ έφερα στην Ελλάδα και στο σπίτι μου, για συμφορά μου,
σένα που πρόδωσες πατέρα και τη γη που σ’ έθρεψε
κι έστρεψαν πάνω μου οι θεοί τον διώκτη δαίμονά σου
γιατί τον αδελφό σου, διπλανό σου στην εστία, τον σκότωσες,
για να μπεις στην Αργώ , τ’ ωραίο καράβι.
Από τέτοια έργα άρχισες.
Κι αφού με παντρεύτηκες και μου έκαμες παιδιά,
για ένα κρεβάτι κι ένα γάμο τα σκότωσες!
Καμιά Ελληνίδα δεν θα αποτολμούσε τέτοιο πράγμα.
Μα εγώ αντί για εκείνες εσένα θέλησα να παντρευτώ,
να συγγενέψω με τον όλεθρο κι εχθρό μου.
Δεν είσαι συ γυναίκα, είσαι λέαινα,
φύση αγριότερη κι από την Τυρρηνίδα Σκύλλα.
Όμως χίλιες βρισιές να πω δεν σε δαγκώνουνε,
τόση είναι η φυσική σου αλαζονεία!
Χάσου αδιάντροπη, φόνισσα ανόσια των παιδιών σου!
Σε μένα μένει να θρηνώ το θείο χτύπημα,
αφού ούτε νέο γάμο θ’ απολαύσω
ούτε και στα παιδιά που έκαμα κι ανάθρεψα
δεν θα ξαναμιλήσω πια μα τα ‘χω χάσει!
ΜΗΔΕΙΑ.
Θα ‘χα πολλά να σου απαντήσω σε όσα είπες
αν ο πατέρα Δίας δεν το γνώριζε καλά
πώς σ’ ευεργέτησα και πώς μ’ έχεις πληρώσει.
Δεν σου έμελλε όμως να ντροπιάσεις το κρεβάτι μου
και να περνάς γλυκιά ζωή περιγελώντας με.
Ούτε η βασιλοπούλα ούτε ο αίτιος των γάμων σου,
ο Κρέοντας, να με διώξουν απ’ τη χώρα ατιμώρητοι.
Γι’ αυτό λέγε με εσύ, αν θέλεις, λέαινα
ή Σκύλα από τα μέρη της Τυρρήνης.
Εγώ όμως την καρδιά στην έκαψα. Σου το χρωστούσα.